Η τελευταία ταινία της Μισιαλή «Δάφνη» (2022) είναι μια ταινία μικρού μήκους που έχει επηρεαστεί από τον σύγχρονο κόσμο μας: covid, υπερβολική εξάρτηση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γονική μέριμνα μετά από διαζύγιο και μια εμμονή με πλατφόρμες που παρέχουν διαδικτυακές υπηρεσίες γνωριμιών. Μπορεί κανείς να βρει ομοιότητες με την ταινία του Lars Von Trier «Nymphomaniac» (2013), αλλά αυτό που η σκηνοθέτρια Τώνια Μισιαλή παρουσιάζει σε αυτή της τη δουλειά είναι μια ωμή, αιχμηρή, σκοτεινή κωμωδία για μία γυναίκα που επιθυμεί διακαώς την ανθρώπινη σύνδεση. Δημιουργεί κόσμους όπου η εικόνα παρουσιάζεται τόσο δυνατά μέσα από τη διεπαφή των σωμάτων στην οθόνη, με τις λέξεις να έχουν δευτερεύοντα ρόλο σε αυτόν τον κόσμο. Οι καθαρές, τολμηρές εικόνες της ταινίας αντιπαρατίθενται με μια λαχτάρα γι’ άγγιγμα και για συναισθηματική αλληλεπίδραση και εμπεριέχει μία υποδόρια κωμική διάθεση. Ο ρυθμός της ταινίας είναι εντυπωσιακός (μοντάζ Αιμίλιος Αβραάμ), οι εικόνες από την εποχή του covid «στοιχειώνουν» τον θεατή και ο ατμοσφαιρικός σχεδιασμός της Κρίστης Πολυδώρου είναι λιτός, αλλά έχει μια ιδιαίτερη ενέργεια. Οι εικόνες της ταινίας είναι γεμάτες στιγμές από την πραγματική ζωή, και παρουσιάζονται χωρίς φτιασίδια, μ’ έναν αφιλτράριστο τρόπο. Η ταινία της Μισιαλή δείχνει μια έντονη ανάγκη για σύνδεση, την ανάγκη για μια δεύτερη συνάντηση μετά από ένα διαδικτυακό ραντεβού, την ανάγκη για συνέπεια, σταθερότητα και επικοινωνία, την ανάγκη για μια σχέση που να υπερβαίνει την απλή σωματική επαφή. Η φωτογραφία του Γιώργου Rahmatoulin προσφέρει ταυτόχρονα εγγύτητα, αλλά και παρατεταμένη απόσταση. Η χρωματική παλέτα της ταινίας έχει έναν συνδυασμό σκοτεινών χρωμάτων και αναδεικνύει τον εντυπωσιακό δυναμισμό της πρωταγωνίστριας, που εκδηλώνεται σε συνδυασμό με την εσωτερική και εξωτερική ομορφιά της.
Η σκηνοθέτρια Τώνια Μισιαλή δείχνει στην ταινία της «Δάφνη» μια ωμή, αιχμηρή, σκοτεινή κωμωδία για μία γυναίκα που επιθυμεί διακαώς την ανθρώπινη σύνδεση.
Ουσιαστικά, η εστιασμένη και ακαταλάγιαστη σε ρυθμό σκηνοθεσία της Τώνιας Μισιαλή λειτουργεί σαν μια ευαίσθητη ματιά στη ζωή της Δάφνης ως μητέρας που προσπαθεί να ανταγωνιστεί την τεχνολογία, που έχει μπει στη ζωή του γιου της όσο και στις προσπάθειές της να του προσφέρει μια εναλλακτική από την τεχνολογική πραγματικότητα. Αποκαλύπτει επίσης μια φεμινιστική προειδοποιητική ιστορία επιβίωσης και αποκαλύπτει με εντυπωσιακό τρόπο τη θυελλώδη, πολυεπίπεδη και διεισδυτική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Η Νιόβη Χαραλάμπους λάμπει σε αυτή την ταινία, η ερμηνεία της είναι εξαιρετικά άμεση, απελευθερωμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις συγκινητική, όπως στη σκηνή που δείχνει την απογοήτευσή της, όταν ένα διαδικτυακό ραντεβού δεν εμφανίστηκε, στις σκηνές που τονίζουν την έντονη μοναξιά της, το πάθος και τον πόθο της για ζωή και η αντίδρασή της σε κάθε ατομική/προσωπική απαίτηση ή ιδιαιτερότητα του κάθε συντρόφου («απλώς δεν θέλω να ανταλλάξω σάλιο»). Όλα αυτά αποτυπώνονται με δυνατό και πολυσχιδή τρόπο.
Η τελική εικόνα της Δάφνης στο ποδήλατο, με τις πολλές περιπέτειές της, υπογραμμίζει τη βαθιά της ανάγκη για σύνδεση και την έλλειψη κατανόησης που αντιμετωπίζει από τον κόσμο γύρω της. Αυτή η βαθιά «δίψα» για επαφή μοιάζει να είναι ατελεύτητη και το ταξίδι της παραμένει ανεκπλήρωτο. Το μητρικό της ένστικτο είναι στενά συνδεδεμένο με την αγάπη και τη φροντίδα της για τα ζώα, που στην ταινία φαίνεται να δοκιμάζεται. Τα εκφραστικά της μάτια κουβαλούν αυτές τις σκηνές χωρίς να χρειάζονται λόγια.
Η ταινία είναι μια δυνατή και ήδη πολυβραβευμένη (Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Ερμηνείας) ταινία μικρού μήκους για τον ειλικρινή πόνο, τις ανθρώπινες ανάγκες και τα ανθρώπινα όρια - και εστιάζει στη δοκιμασία αυτών των ορίων. Η «Δάφνη» επικεντρώνεται στο πώς σε στιγμές που δοκιμαζόμαστε συναισθηματικά και σωματικά, νέες συμπεριφορές μπορεί να εκδηλωθούν μ’ έναν ανεξέλεγκτο και εκπληκτικό τρόπο – και αυτό είναι ένα καμπανάκι που χτυπάει, μέσω της προειδοποιητικής παραβολής της Τώνιας Μισιαλή.
*O Γιώργος Ροδοσθένους είναι σκηνοθέτης, καθηγητής Σκηνοθεσίας και αναπληρωτής επικεφαλής της Σχολής Παραστατικών Τεχνών και Πολιτιστικών Βιομηχανιών του Πανεπιστημίου του Leeds.