
Kathimerini.gr
Οι Βενετοί ήθελαν να θέσουν την Κύπρο υπό τον έλεγχό τους από τότε που ξεκίνησε η εμπορική και στρατιωτική τους επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική στρατιωτική βάση. Το 1468, χρονιά που ανήλθε στον θρόνο ο Ιάκωβος Β’ της Κύπρου, του οίκου των Λουζινιάν, παντρεύτηκε τη γεννημένη στη Βενετία, Αικατερίνη Κορνάρο. Η επιλογή αυτή αποτέλεσε μια θετική εξέλιξη για τους Βενετούς, αφού πλέον μπορούσαν να εξασφαλίσουν εμπορικά δικαιώματα και άλλα προνόμια στο νησί.
Υστερα από λίγο όμως, ο θάνατος του Ιάκωβου θα έφερνε την Αικατερίνη στη θέση του αντιβασιλέα, αφού ήταν έγκυος, ενώ τον Αύγουστο του 1474, ύστερα από τον θάνατο του γιου της, λίγο πριν από τα πρώτα γενέθλιά του, θα γινόταν βασίλισσα.
Υπό την Αικατερίνη, η οποία είχε την εξουσία στην Κύπρο από το 1474 έως το 1489, το νησί στην πραγματικότητα ελεγχόταν από Βενετούς εμπόρους. Τελικά, στις 14 Μαρτίου 1489, η ίδια παραιτήθηκε και παραχώρησε τη διοίκηση στους Βενετούς, πουλώντας το νησί και εγκαταλείποντάς το.
Ο πληθυσμός της ενετοκρατούμενης Κύπρου αποτελούνταν κυρίως από Ελληνορθόδοξους αγρότες, ενώ υπολογιζόταν ότι υπήρχαν και περίπου 50.000 δουλοπάροικοι. Η Βενετία ευνόησε τον Καθολικισμό, ο οποίος γνώρισε έτσι μια τεράστια αύξηση πιστών, με συνέπεια να προκληθούν κάποια προβλήματα με τους ντόπιους Ελληνορθόδοξους ιερείς.
Την περίοδο της ενετικής κυριαρχίας, όπως ήταν φυσικό, η εμπορική δραστηριότητα ήταν αυτή που κυριάρχησε στο νησί, με συνέπεια τη μετατροπή πολλών πόλεων, όπως η Αμμόχωστος, σε ένα μέρος όπου έμποροι και πλοιοκτήτες ζούσαν πολυτελείς ζωές. Οι πολυάριθμες εκκλησίες που χτίστηκαν αυτά τα χρόνια από τους εμπόρους σε διάφορα στυλ -χάρη στις οποίες η τελευταία πήρε το προσωνύμιο «συνοικία των εκκλησιών»- αποτυπώνουν αυτή την πραγματικότητα.
Ωστόσο, οι συνθήκες δεν θα ηρεμούσαν ούτε με την έλευση των Βενετών. Ο κίνδυνος της διαρκώς επεκτεινόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παραμόνευε. Ηδη τον πρώτο χρόνο της ενετικής κυριαρχίας στο νησί οι Οθωμανοί επιτέθηκαν στη χερσόνησο της Καρπασίας, λεηλατώντας και παίρνοντας αιχμαλώτους για να πουληθούν ως σκλάβοι. Η Λευκωσία, η οποία έγινε το διοικητικό κέντρο, οχυρώθηκε με τείχη, τα οποία έχουν αποτυπωθεί από τον χαρτογράφο Τζάκομο Φράνκο.
Εκτός από τη Λευκωσία, όμως, οι Βενετοί έκριναν ότι ήταν αναγκαίο να οχυρωθούν όλες οι πόλεις της Κύπρου. Πράγματι, αυτό έγινε στην Αμμόχωστο, την Κερύνεια και άλλες πόλεις, αν και οι περισσότερες παρέμεναν προσπελάσιμες. Το 1539 ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε και κατέστρεψε τη Λεμεσό. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, το 1567, οι Βενετοί κατασκεύασαν τις νέες οχυρώσεις της Λευκωσίας –οι οποίες μάλιστα διατηρούνται σε καλή κατάσταση μέχρι και σήμερα– αφού γκρέμισαν τα παλιά τείχη που είχαν χτίσει οι Φράγκοι. Τα καινούρια τείχη είχαν σχήμα αστεριού με έντεκα προμαχώνες, καθώς ο σχεδιασμός αυτός ήταν πιο κατάλληλος για το πυροβολικό, και εξασφάλιζε καλύτερο έλεγχο στους υπερασπιστές της πόλης. Αλλαγές πραγματοποιήθηκαν επίσης στο Κάστρο της Κερύνειας.
Ολα αυτά, ωστόσο, δεν έδρασαν αποτρεπτικά για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ετσι, στις 2 Ιουλίου του 1570, περίπου 60.000 Οθωμανοί στρατιώτες -συμπεριλαμβανομένων ιππικού και πυροβολικού- αποβιβάστηκαν κοντά στη Λεμεσό και πολιόρκησαν τη Λευκωσία. Η πόλη κατελήφθη στις 9 Σεπτεμβρίου. Λίγες μέρες αργότερα κατελήφθη και η Κερύνεια, ενώ η Αμμόχωστος αντιστάθηκε προβάλλοντας σθεναρή άμυνα έως τον Αύγουστο του 1571. Από το 1571 μέχρι και το 1878, η Κύπρος θα περνούσε σε ένα νέο κεφάλαιο της ιστορίας της υπό οθωμανική κυριαρχία.