ΚΥΠΕ
Πτυχές της μετάβασης από την ελληνορωμαϊκή στη βυζαντινή εποχή φέρνει στο φως η ανασκαφή στη Μεσσήνη του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου. Η ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε κατά τα έτη 2020-2021 και επικεντρώθηκε στη μελέτη πρωτοβυζαντινής εκκλησίας και μεσαιωνικού νεκροταφείου, στην αρχαία πόλη της Μεσσήνης, στην Πελοπόννησο.
Το Προπτυχιακό πρόγραμμα «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό» του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου, με επικεφαλής τον Αναπληρωτή Καθηγητή Γιώργο Δεληγιαννάκη και σε συνεργασία με την Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Μελετών, υπό τη διεύθυνση του Ομότιμου Καθηγητή Πέτρου Θέμελη, διεξήγαγε συστηματική ανασκαφή σε χώρο που είχαν προηγουμένως εντοπιστεί τα ερείπια «βυζαντινής εκκλησίας», ανατολικά του ιερού τεμένους του Ασκληπιού και ο οποίος ανήκε σε ένα από τα ελάχιστα βυζαντινά/μεσαιωνικά τμήματα της πόλης που δεν είχε προηγουμένως ανασκαφεί ή διαταραχθεί από άλλες δραστηριότητες.
Η ανασκαφική έρευνα διεξήχθη στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου με τίτλο «Η χριστιανική φάση του ιερού του Ασκληπιού στην αρχαία Μεσσήνη», διάρκειας δύο ετών, το οποίο χρηματοδότησε το ΑΠΚΥ. Εκτός από τον επικεφαλής ερευνητή Δρα Δεληγιαννάκη, στην έρευνα συμμετείχαν ο αρχαιολόγος Δρ Νίκος Τσιβίκης του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών/ΙΤΕ, και στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης οι φοιτητές/τριες του ΑΠΚΥ Άντρη Καζαμία, Ντίνα Αναγνώστη και Αντώνης Γενναδίου, καθώς και η μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Μπολόνια Ilaria Bandinelli.
«Ανατολικά του ιερού συγκροτήματος του Ασκληπιείου της Μεσσήνης έστεκαν σε σημαντικό ύψος τα ερείπια ενός κτηρίου μεγάλων διαστάσεων, τα χαρακτηριστικά του οποίου παραπέμπουν σε πρωτοβυζαντινό ναό. Η ανασκαφή επικεντρώθηκε στην αποκάλυψη του κτηρίου αυτού», σημειώνεται από την ερευνητική ομάδα.
Κατά την έναρξη των εργασιών το κτήριο παρουσίαζε την εικόνα μιας μονόχωρης αψιδωτής αίθουσας με παράλληλους τοίχους που εκτείνονταν προς τα δυτικά. Από την πρωτοβυζαντινή φάση του (5ος-7ος αι. μ.Χ.), σώθηκε κυρίως η τοιχοδομία. Η ομάδα αναφέρει ότι κατά τη μακρά περίοδο χρήσης του, το κτήριο υπέστη αρκετές μετατροπές. Για παράδειγμα, στα δυτικά του ημικυκλικού χώρου κτίστηκε τοίχος κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (8ος-12ος αι. μ.Χ.) που γεφυρώνει τα δύο σημεία της γένεσης της αψίδας, ορίζοντας έναν κλειστό χώρο με τοξωτή θύρα τοποθετημένη στον άξονα της αψίδας. Φαίνεται ότι με αυτό τον τρόπο «ο χώρος της αψίδας απομονώθηκε και μετατράπηκε σε αυτόνομο παρεκκλήσιο», σημειώνουν.
Επίσης, μεγάλο τμήμα του αρχικού πλακόστρωτου δαπέδου του ιερού βήματος είχε παραβιαστεί προκειμένου να τοποθετηθούν ταφές. Στα βόρεια του κτηρίου αποκαλύφθηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου (12ος-14ος αι.). Εντός αυτών βρέθηκαν ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα που συνοδεύονταν ενίοτε από λιγοστά ταφικά κτερίσματα, συνήθως μικρά πήλινα αγγεία και χάλκινα δακτυλίδια.
Κάτω από τις ταφές αποκαλύφθηκε καλοχτισμένο επίμηκες δωμάτιο που θα μπορούσε να κατέχει τη θέση του ανατολικού τμήματος του βορείου κλίτους, εάν το αρχικό κτήριο αναγνωριστεί ως τρίκλιτη βασιλική, όπως σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Το σύνολο του ανασκαμμένου τμήματος του βόρειου δωματίου καλυπτόταν από ένα ιδιαίτερα παχύ στρώμα καταστροφής που περιείχε μεγάλο αριθμό από ακέραια κεραμίδια στέγης, τα οποία είχαν καταπέσει και δεκάδες σιδερένια ισχυρά καρφιά μεγάλων διαστάσεων, που προέρχονται από τα ξύλινα δοκάρια της στέγης.
Από τα υπόλοιπα κινητά ευρήματα του χώρου αυτού, αξίζει να αναφερθούν ένα χάλκινο στοιχείο ανάρτησης πολυκανδήλου, διάφορες κατηγορίες μεσοβυζαντινής κεραμικής και τμήματα υαλοπινάκων.
Η ερευνητική ομάδα θα επιδιώξει τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας μέσω νέας χρηματοδότησης, επεκτείνοντας παράλληλα το δίκτυο των συνεργασιών της, αναφέρεται στην ανακοίνωση του ΑΠΚΥ.