ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
ΚΛΕΙΣΙΜΟ
 

Οι ιστορίες πίσω από τα τραγούδια

Οι φωνές που ανακάλυψε, οι ενίοτε τεταμένες σχέσεις με τους ερμηνευτές και ο τρόπος που συνέθετε ο Μίμης Πλέσσας

Kathimerini.gr

Γιώτα Συκκά

Ηταν η πρώτη ανακάλυψη του Μίμη Πλέσσα σαν επέστρεψε από την Αμερική: έλεγε ότι η Ζωή Κουρούκλη ήταν τραγουδίστρια από τα γεννοφάσκια της. Καλομεγαλωμένη σε σπίτι μεγαλοαστικό και φιλόμουσο, με πιάνο, με νονά τη Μελίνα Μερκούρη και ξαδέλφη τη Ζωή Λάσκαρη. Οκτώ χρόνων βρέθηκε με ρόλο στη Λυρική Σκηνή και στα δέκα τραγουδούσε στην τότε ΥΕΝΕΔ με πιανίστα τον Κώστα Καπνίση. Ο Πλέσσας την άκουσε στη Ραδιοφωνία και της είπε, «Το ξέρεις ότι τραγουδάς λάθος τραγούδια;». Εκείνη νόμισε ότι τραγούδησε φάλτσα. «Οχι κορίτσι μου. Καταπληκτικά τραγουδάς, αλλά στη δική σου φωνή ταιριάζει η τζαζ».

Εκτοτε έδεσαν και ο μαέστρος έγινε δάσκαλός της, της έμαθε τη Σάρα Βον, της έγραψε το «Πώς να ξεχάσω» και το «Συγχώρεσέ με αγάπη μου». Ομως, όπως μου είπε η ίδια το 2016 σε συνέντευξή μας στην «Κ», τη χτύπησε ο έρωτας. Στα 25 παντρεύτηκε και το τραγούδι απαγορεύτηκε. «Ηταν ένας ατυχής γάμος που κρατήθηκε με τα δόντια. Ο σύζυγός μου δεν ήθελε να έχω επαφή με το τραγούδι ούτε με τους παλιούς φίλους. Ο Πλέσσας ήταν απαγορευμένος, το ίδιο και η Τζένη Βάνου, με την οποία βλεπόμασταν κρυφά σαν εραστές». Αφοσιώθηκε στις κόρες της και στα 52 της χώρισε. «Εφυγα από το σπίτι. Ο Πλέσσας πάντα πατέρας και αδελφός, με βοήθησε πάλι». Εκανε δύο καριέρες λόγω του Πλέσσα.

Ηταν δοτικός, βοηθητικός με τους συνεργάτες του, του άρεσε να ανακαλύπτει φωνές, να γράφει για το ηχόχρωμα κάθε τραγουδιστή, να διασκευάζει μελωδίες του, να παίζει με τις ενορχηστρώσεις, να φλερτάρει με μουσικές επιρροές από τα χρόνια που τον καθόρισαν στην Αμερική. Εγραφε γρήγορα, πολύ, και όπως είπε 11 χρόνια πριν στην «Κ», «δεν δέχτηκα ποτέ να αντιγράψω, ούτε τον εαυτό μου».

• Τζένη Βάνου: Την έχει χαρακτηρίσει ως τη συγκλονιστικότερη τραγουδίστρια που πέρασε από τη ζωή του. Και το απέδειξε στα «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Σε βλέπω στο ποτήρι μου», «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου», «Εδώ τελειώνει ο ουρανός», «Το ξέρω», που σφράγισε με το γρέζι της φωνής της. Τον ένιωθε μέντορά της, και έλεγε ότι αυτός της έμαθε να τραγουδάει αληθινά τον έρωτα. «Οταν άρχισα», μου είχε πει το 2010 για την «Κ», «όλοι μου έλεγαν “μπράβο παιδί μου”, “μπράβο αηδόνι”. Ο μέντοράς μου όμως, ο Μίμης Πλέσσας, τίποτα. Εσπαγα το κεφάλι μου τι κάνω στραβά. Ενα βράδυ μου ζήτησε να μάθω ένα τραγούδι για να το ακούσουν ο Πρετεντέρης, ο Οικονομίδης, ο Σακελλάριος. Το μαθαίνω σε 2-3 λεπτά, όμως όπως το έπαιζε, έκανε μια κακοχορδία στο πιάνο και νευριασμένος –αν και ποτέ δεν θύμωνε– μου φώναξε: “Θα μάθεις να τραγουδάς;”. Μπήκα τρία μέτρα στη γη. Το ξανάπα αλλά δεν μπορούσα να συνέλθω από τον λυγμό. “Επιτέλους, αναρωτιόμουν πότε θα βγάλεις την καρδιά που έχεις μέσα σου”. Είχε δίκιο. Τραγουδούσα τέλεια αλλά χωρίς ψυχή. Ετσι έγινε το “Ποιος το ξέρει” που έπειτα είπε ο Χορν».

• Οι «χάντρες» και ο Χορν: Το τραγούδι «Ποιος το ξέρει» γράφτηκε για τον Δημήτρη Χορν και την παράσταση «Ρομανσέρο». Ενα απόγευμα που ο ηθοποιός έκανε πρόβα στο τραγούδι, ο Κώστας Πρετεντέρης του πρότεινε να το ηχογραφήσει για να μπει σε ένα 45άρι, αλλά χρειαζόταν και ένα για τη δεύτερη πλευρά του δίσκου. «Επειδή το “Ποιος το ξέρει” είναι πολύ σοβαρό και ποιοτικό, από την άλλη πλευρά πρέπει να πεις ένα πιο εμπορικό», τον πείραξε ο στιχουργός. «Θα πεις ένα γύφτικο τσιφτετέλι». Δίπλα του ο Μίμης Πλέσσας σιγοντάρισε «απλά θα κρατάς ένα ντέφι και θα λες, λα, λα, λα, λα» και του έπαιξε στο πιάνο μια μελωδία. Ο Χορν τρόμαξε, αλλά βρήκε χαριτωμένη τη μελωδία. Τότε ξεκαρδισμένος στα γέλια ο Πρετεντέρης έγραψε το «Οι πράσινες, οι κόκκινες, οι θαλασσιές σου οι χάντρες». Και, όπως έλεγε ο Πλέσσας, από εκείνο το αστείο έγραψε το πρώτο του λαϊκό τραγούδι.

• Είμαι γυναίκα του γλεντιού: Με τα χορευτικά και δη τα λαϊκά και τα τσιφτετέλια, η Χρονοπούλου δεν τα πήγαινε καλά. Στο «Κυρία στο μπουζούκια» ο Πλέσσας της έγραψε το «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και έπρεπε όχι μόνο να το τραγουδήσει, αλλά και να το χορέψει. Εκείνη στα γυρίσματα πήρε μια πορτοκαλάδα, την άδειασε κρυφά και γέμισε το μπουκάλι με το χύμα κονιάκ του κυλικείου. Ενα βήμα της έδειχνε ο Δαλιανίδης, μια γουλιά έπινε εκείνη. Κανείς δεν ήξερε τι είχε μέσα το μπουκάλι της πορτοκαλάδας. Το γύρισμα πήγε μια κι έξω. Στις επόμενες ταινίες δεν χρειαζόταν «να γίνω στουπί απ’ το μεθύσι για να βγάλω ένα χορευτικό». Το ξεπέρασε…

Η Μαίρη Χρονοπούλου χορεύει και τραγουδάει το «Εκλαψα χθες» του Μίμη Πλέσσα στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες».
• Βρέχει φωτιά…: Οταν ο Νίκος Φώσκολος ετοίμαζε το «Ορατότης μηδέν» με τον Νίκο Κούρκουλο, ζήτησε από τον Πλέσσα να γράψει τη μουσική και ένα στιβαρό λαϊκό τραγούδι και από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο παρήγγειλε στίχο που να περιέχει τη φράση «κύμα πικρό στην πλώρη μου» που υπήρχε στο σενάριο. Το τραγούδι γράφτηκε αλλά έλειπε η φωνή. Ο Παπαδόπουλος πήγε τον συνθέτη στο λαϊκό μαγαζί «Σου Μου». «Του άρεσαν αυτά τα μαγαζιά του Λευτέρη. Διασκέδαζε, βέβαια, πολύ περισσότερο όταν έβλεπε εμένα να πλήττω θανάσιμα και να ενοχλούμαι από την τόσο χαμηλή ποιότητά τους. (…)». Ομως εκεί βρήκαν τον Στράτο Διονυσίου…

• Ο δρόμος του χρυσώθηκε: Ενα βράδυ που ο Μίμης Πλέσσας ήταν στο σπίτι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, διάβασε κάτι σκόρπια χειρόγραφα που ήταν στο γραφείο του. «Θα τα πάρω», του είπε και ο στιχουργός τα έδωσε απρόθυμα. Δεν τους είχε δώσει τη μορφή κουπλέ – ρεφρέν, με εξαίρεση το «Ξημερώνει». Σε δυο μέρες ο συνθέτης τα έγραψε όλα, περιγράφει η Λουκίλα Καρρέρ. «Ο Δρόμος» με τους Γιάννη Πουλόπουλο, Ρένα Κουμιώτη και Πόπη Αστεριάδη, από το 1969 έγινε χρυσός, πλατινένιος και αδαμάντινος. Ο εμπορικότερος δίσκος στην Ελλάδα!

Πηγές: Μάκης Δελαπόρτας, «Μίμης Πλέσσας, Ενας δρόμος χίλιες νότες» και «Το Backstage του ελληνικού σινεμά» (εκδ. Αγκυρα), Λουκίλα Καρρέρ, «Μίμης Πλέσσας “Ποιος το ξέρει…”» (εκδ. Μίνωας), Ηρακλής Ευστρατιάδης «Μία Ιστορία… ένα Τραγούδι» (εκδ. Μ. Τουμπής).

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Μουσική: Τελευταία Ενημέρωση