ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Καλλιτέχνες αφιερώνουν στην «Κ» λίγο χρόνο για να μας μιλήσουν για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Ποιήματα, ποιητές, εικόνες, σώμα και συγκινήσεις που γίνονται πράξη θεατρική, μουσική ή συντροφιά άυλη, μα ουσιαστική

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης η 21 Μαρτίου και είναι η μέρα που γιορτάζουν οι στιγμές εκείνες που αποτυπώθηκαν σε μερικές λέξεις, άλλοτε πολλές και άλλοτε λιγότερες. Γιορτάζει η τέχνη της Ποίησης, και γιατί όχι και καθετί που πυροδοτεί ριπές συναισθημάτων, συναισθημάτων τρυφερών, ή και οργής και καταγγελίας. Πολλά πράγματα είναι η ποίηση και γι’ αυτό για το 2024 σκέφτηκα ή για να ακριβολογώ «έκλεψα» την ιδέα από έναν καλό φίλο, που υπηρετεί τη λογοτεχνία αθόρυβα, αλλά αποτελεσματικά, όταν επικοινώνησα μαζί του για να συζητήσουμε τι διαφορετικό μπορεί να γίνει φέτος, να μη μιλήσουν για την Ημέρα αυτή ποιητές, αλλά άνθρωποι που υπηρετούν άλλες μορφές τέχνης, ποιώντας ίσως, μέσω της δουλειάς τους, μικρές εφήμερες ποιητικές στιγμές. Περί ποίησης λοιπόν μας μιλάνε ο χορογράφος Παναγιώτης Τοφής, η ηθοποιός Βασιλική Κυπραίου, η σκηνοθέτρια Μαρία Κυριάκου, ο ηθοποιός Φώτης Αποστολίδης, ο εικαστικός Γιώργος Τσαγγάρης και οι μουσικοί Γιάννης Κουτής και Δημήτρης Σπύρου (Acapella Solo Loop).

 

Δημήτρης Σπύρου (Acapella Solo Loop)

Η ποίηση είναι η απλότητα με την οποία ένα παιδάκι προσεγγίζει τη ζωή και είναι ο αγώνας ενός ενήλικα για να τη διατηρήσει . Η ποίηση είναι ένα τρελό όνειρο γεμάτο λογική σε ένα παράλογο κόσμο.


«Η ποίησης είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου» αναφέρει ο Ανδρέας Εμπειρίκος μέσα από το ποίημά του «Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας» και μέσα από αυτή την πρόταση εξηγεί και με το παραπάνω τι είναι η ποίηση τελικά. Ένα λαμπερό ποδήλατο που αναπτύσσει ταχύτητα. «Η ποίηση είναι το ηδονικό παιχνίδι των λέξεων που συνευρίσκονται στις ακρογιαλιές του ονείρου» γράφει ο Κύπριος ποιητής Μιχαήλ Κ. Παπαδόπουλος μέσα από τη συλλογή του «Σωματοποίηση».
Η ποίηση είναι ίσως η πιο παρεξηγημένη μορφή τέχνης, γιατί γράφτηκε από ανθρώπους που η πλειοψηφία τους έφαγαν τη ζωή με το κουταλάκι και αργότερα διδάχτηκε στα σχολεία (ένα μικρό και λογοκριμένο μέρος της) ως κάτι στεγνό και υποχρεωτικό για μάθηση με την απειλή πάντα του κακού βαθμού σε περίπτωση μη συμμόρφωσης και κατανόησής της. Μέσα από το ποίημά του «ο κακός μαθητής» ο Ζακ Πρεβέρ αναφέρει κάπως αυτή την κατάσταση:
[…] «Και παρά τις φοβέρες του καθηγητή κάτω από τα γιουχαΐσματα των καλών μαθητών / Με κιμωλίες όλων των χρωμάτων ,πάνω στον μαυροπίνακα της δυστυχίας / ζωγραφίζει το πρόσωπο της ευτυχίας» […].
Το πρόσωπο της ευτυχίας λοιπόν ή καλύτερα η ποίηση θα μπορούσε να ήταν οποιαδήποτε στιγμή ομορφιάς : Ένα παιδάκι που ανακαλύπτει για πρώτη φορά τη γεύση της σοκολάτας, το πρώτο εφηβικό πάρτι και το πρώτο καρδιοχτύπι, η πρώτη αγκαλιά της μητέρας στο παιδί της, οι πρώτες άσπρες τρίχες. Ποίηση είναι και ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα στο πιο εμβληματικό ζέσταμα που έγινε ποτέ υπό τους ήχους του «life is life», όταν προετοιμαζόταν για τον ημιτελικό του Κυπέλου, το οποίο μετέτρεψε σε μια παράσταση χορού με παρτενέρ του μια μπάλα.
Η ποίηση δεν δημιουργήθηκε για να διαχωρίζει τους ανθρώπους αλλά για να τους ενώνει και να εξηγεί ότι στην τελική είμαστε όλοι ίδιοι και αντίθετοι με κοινούς προβληματισμούς, φόβους και ανάγκες ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και καταγωγής και αυτό είναι ποίηση, αν το δει κανείς με ανοιχτή καρδιά.
Ποιος είναι ο εχθρός της ποίησης; Η σοβαροφάνεια φυσικά και η ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από την απλότητα των λέξεων και να τη μετατρέψει σε κάτι σπουδαιότερο, απλώς και μόνο για να νιώθει και ο ίδιος ξεχωριστός από τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς.
Η ποίηση δεν υπάρχει χωρίς τον άνθρωπο, ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει χωρίς την ποίηση, αν όμως προσθέσει στη ζωή του την έννοιά της σε ό,τι κάνει τότε ίσως αρχίσει να έχει μια μικρή κατανόηση της ζωής και της ύπαρξης. Η ποίηση είναι η απλότητα με την οποία ένα παιδάκι προσεγγίζει τη ζωή και είναι ο αγώνας ενός ενήλικα για να τη διατηρήσει. Η ποίηση είναι ένα τρελό όνειρο γεμάτο λογική σε ένα παράλογο κόσμο.
Ποίηση είναι η ελπίδα, η αγάπη για τη ζωή και η κατανόηση της ατίθασης μας φύσης. Η ποίηση είναι ένα μικρό διάλειμμα στον χρόνο που τρέχει. Η ποίηση είναι η πρεσβυωπία και ο πόνος στην πλάτη. Η ποίηση είναι η αποδοχή του εαυτού μας και η συγχώρεση. Η ποίηση είναι η αγάπη άνευ ορίων και άνευ όρων.


Φώτης Αποστολίδης

Κι αν δεν αντέξουμε και νιώθουμε πως θα σκάσουμε αν δεν εκφραστούμε, μόνο τότε, ας εκδώσουμε τα δικά μας ποιήματα, ή ας μερακλώσουμε με μια ποίηση που χτυπάει σαν στυγνός δολοφόνος τον επίσημο πολιτισμό στα δόντια…

Με έπεισε ο Αλμοδοβάρ: στα οχτώ σου χρόνια ξέρεις αν είσαι ποιητής. Τότε το κατάλαβα κι εγώ και έπεισα τον εαυτό μου, αστείος και τραγικός, όπως ο Γιάρομιλ… 8 χρόνια μετά, ο Στέφανος είπε στο μάθημα πως κάποτε «τα παιδιά μας θα δίνουν εξετάσεις με τα ποιήματα του Φώτη». Ο Στέφανος δεν έκανε παιδιά (που πολύ θα ήθελα να τα είχε κάνει μαζί μου) και δεν ξέρει, εκεί που είναι, στα βουνά, πως ο Φώτης δεν εξέδωσε τα ποιήματά του και πως ακόμα κι αν το κάνει, αυτό που είπε, δεν θα γίνει ποτέ. Αλλά για σκέψου να γινόταν, και το σκέφτομαι όπως φαντασιωνόμαστε οι ηθοποιοί πως παίρνουμε το όσκαρ, και να ανέλυαν τους στίχους μου οι, σχεδόν συνάδελφοί μου, φιλόλογοι. Θυμάμαι: «Σε ποιον στίχο διακρίνουμε μελαγχολία;» ρώτησε ο καθηγητής. Και η χαζή πετάχτηκε και είπε «βρήκα μια μελαγχολία στον στίχο 14». Πετάχτηκα εγώ: «μπράβο, κράτα τη καλά να μη σου φύγει».
Η Δημουλά δεν είναι από τις αγαπημένες μου… Λογοπαίγνια έπλεκε. Στις συνεντεύξεις όμως τα έλεγε σωστά: «μην αναλύετε τα ποιήματά μου, εγώ η ίδια δεν ξέρω τι γράφω». Ο ποιητής (και ο ποιητής του πεζού λόγου, όχι ο συγγραφέας) γράφει για να διαβάσει τι έζησε. Ας θυμηθούμε τον ορισμό: «το ποίημα δεν σημαίνει, Είναι».
Λοιπόν με τη λογική του «δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας, για να τιτλοφορούμεθα ποιητές» (Καρυωτάκης), που έφτασε στο παράλογο μιας υπερβολής ώστε να μη διαχωρίζεται η ήρα από το στάρι, ας κρατηθούμε όλοι λίγο, ας πνίξουμε την έκφραση, ας μη βάλουμε το «λιθαράκι» μας, διότι ο βράχος μόνο κάνει δουλειά, ας αρκεστούμε στις επισκέψεις του Ερμή στη Σαπφώ μέσα στη νύχτα, ας αντιληφθούμε τον θάνατο που επιστρέφει στα βάθη του: «η πλάκα που βροντά, το χώμα που βουίζει» (δημοτικό), ας διευκολύνουμε την έλευση ενός Θείου ανέμου που θα μας αποσυντονίσει, σαν να λέμε «και για να πάω στην εκκλησιά, κρατιόμουν απ’ τα στάχυα» (Βρεττάκος) κι αν δεν αντέξουμε και νιώθουμε πως θα σκάσουμε αν δεν εκφραστούμε, μόνο τότε, ας εκδώσουμε τα δικά μας ποιήματα, ή ας μερακλώσουμε με μια ποίηση που χτυπάει σαν στυγνός δολοφόνος τον επίσημο πολιτισμό στα δόντια:

«Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη
Όλα μου τα παίρνει τίποτα δε δίνει
Η ζωή μου όλη είναι ένα καμίνι
Που ’χω πέσει μέσα και με σιγοψήνει

Η ζωή μου όλη μια ανοησία
Κι η μοναδική μου η περιουσία
Η ζωή μου όλη είναι μια θυσία
Που σκοπό δεν έχει ούτε σημασία
Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο
Που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω
Κι όταν γίνει η γόπα: κέρασμα στο Χάρο
Όταν έρθει η ώρα και τόνε τρακάρω (Άκης Πάνου)


Βασιλική Κυπραίου

Πηγαίνοντας στο σχολείο τη δεκάχρονη κόρη μου σήμερα το πρωί, τη ρώτησα «Τι είναι ποίηση;». Σταμάτησε. Κοίταξε γύρω της. Χαμογέλασε. «Ποίηση είναι κάτι που σου δίνει κουράγιο να συνεχίζεις» είπε.


Η πρώτη δική μου μετωπική και καθοριστική σύγκρουση με την ποίηση έγινε στο μακρινό παρελθόν, εκεί κάπου στα δεκατρία μου χρόνια. Αρχές εφηβείας. Στο βιβλίο της πρώτης γυμνασίου Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας υπήρχε –ελπίζω να υπάρχει ακόμα– το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι». Και διάβασα τότε: «Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα. / Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά. / Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει».
Και συνέβη. Αυτό. Το ανεξήγητο. Ένιωσα πως δεν είμαι μόνη. Βρήκα κρυψώνα. Καταφύγιο. Άρχισα να διαβάζω μανιωδώς ποιήματα. Περνούσα ώρες στα βιβλιοπωλεία, κατεβάζοντας από τα ράφια ποιητικές συλλογές. Άνοιγα τα βιβλία, ξεφύλλιζα, διάβαζα σκόρπιους στίχους, αγόραζα αυτά που μπορούσα και κρατούσα σημειώσεις μέχρι την επόμενη φορά που θα βρισκόμουν εκεί. Έψαχνα σε βιβλιοθήκες συγγενών και φίλων να ανακαλύψω κι άλλους ποιητές. Ποιητές που με τις λέξεις τους –κάποιες φορές παράδοξα ελάχιστες–μου έδωσαν απαντήσεις, στάθηκαν πλάι μου στα εύκολα και στα δύσκολα, με πήραν από το χέρι και μαζί τους ερωτεύτηκα, έπεσα, σηκώθηκα, αγάπησα, πόνεσα, θρήνησα, γέννησα. Ποιητές που με τις λέξεις τους με ανάθρεψαν.
Πηγαίνοντας στο σχολείο τη δεκάχρονη κόρη μου σήμερα το πρωί, τη ρώτησα «Τι είναι ποίηση;». Σταμάτησε. Κοίταξε γύρω της. Χαμογέλασε. «Ποίηση είναι κάτι που σου δίνει κουράγιο να συνεχίζεις» είπε.

Υγ. Το ποίημα του Ελύτη στο βιβλίο της πρώτης γυμνασίου δε διδάχθηκε ποτέ στην τάξη. Μάλλον η φιλόλογός μας φοβήθηκε να μιλήσει στο έφηβο κοινό της για αγοροκόριτσα. Για τον ύπνο που μυρίζει πυρκαγιά. Για τον ήλιο που σπαρταράει στα δόντια. Επικίνδυνη σειρά λέξεων. Το ανακάλυψα τυχαία ξεφυλλίζοντας το βιβλίο μου ένα απόγευμα Κυριακής. Ευτυχώς.


Μαρία Κυριάκου

Η σχέση μου με την ποίηση θα έλεγα ότι είναι ιδιόρρυθμη. Ίσως επειδή από τη φύση της η ποίηση γεννιέται μέσα από το ασυνείδητο και για να συναντηθείς μαζί της –ένας καλός φίλος μου είπε ότι με την ποίηση πρέπει να συναντιέσαι– χρειάζεται να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή, δεν επιδρά το ίδιο σε όλους.


Η σχέση μου με την ποίηση θα έλεγα ότι είναι ιδιόρρυθμη. Ίσως επειδή από τη φύση της η ποίηση γεννιέται μέσα από το ασυνείδητο και για να συναντηθείς μαζί της –ένας καλός φίλος μου είπε ότι με την ποίηση πρέπει να συναντιέσαι– χρειάζεται να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή, δεν επιδρά το ίδιο σε όλους. Όταν όμως συμβαίνει αυτή η συνάντηση με συνεπαίρνει τόσο αναπάντεχα που μπορεί να ανακαλώ τη στιγμή για χρόνια. Όπως όταν συνάντησα τα ποιήματα της Έμιλυ Ντίκινσον κι επιβεβαίωσα πως «Το Νερό, μαθαίνεται απ’ τη δίψα» κι «Η Έκσταση – απ’ την οδύνη» ή όταν βρέθηκα στο Νοσοκομείο του Γιώργου Μαρκόπουλου κι είδα μπροστά μου, μύρισα, γεύτηκα αυτή τη «γλώσσα ανθρώπινη σε μικρή λεκανίτσα, ύστερα από επέμβαση, σε μικρή λεκανίτσα χειρουργείου» ή όταν κατάλαβα πως η μοναξιά «Πληθαίνει αυτή με γεωμετρική πρόοδο, γεμίζει κάθε γωνιά και κάθε χαραμάδα. Δεν χωράει πλέον κανένας άλλος» του Αντώνη Γεωργίου και πιο πρόσφατα όταν συνάντησα τον Λευκό Άγγελο του Γιάννη Στίγκα την ώρα που «το βυθίζεις, λοιπόν, μόρτη μου και ξεριζώνεις την καρδούλα του που χτυπά έτσι, μονάχη της πάνω στο μικρό σου νύχι για κάνα τρίωρο, να πούμε, και βάλε». Τέτοιες συναντήσεις με την ποίηση με ακινητοποιούν, με φέρνουν αντιμέτωπη με την ουσία της ύπαρξης και γι’ αυτές τις συναντήσεις είμαι ευγνώμων.

 

Τώνια Μισιαλή


Η πρώτη φορά που διάβασα ποίηση ήταν στο σχολείο όπου μελετούσαμε τον Άγγλο ποιητή Keats. Ήταν μια εξωπραγματική εμπειρία και ένιωσα ότι ανοίχτηκε ένας άλλος κόσμος μπροστά μου.

Ποίηση. Ποίηση για μένα είναι συναίσθημα, όνειρο, μαγεία, ταξίδι, εικόνα, μουσική, ρυθμός. Ρυθμός για μένα είναι και το σινεμά. Ποίηση, με την αρχική σημασία της λέξης, είναι η δημιουργία, και γι’ αυτό ήθελα να γράψω: για την έμπνευση μιας κινηματογραφικής δημιουργίας.
Μια ταινία ή η ιδέα μιας ταινίας μπορεί να γεννηθεί από πολλά πράγματα που τραβούν το ενδιαφέρον του δημιουργού. Μπορεί να είναι μια εικόνα, μια φωτογραφία, ένας πίνακας, ένα γλυπτό, ένα έργο τέχνης. Μπορεί να είναι ένα τραγούδι, είτε οι στίχοι του είτε η μουσική του, μια μελωδία, ένας ήχος. Μπορεί να είναι ο συναισθηματικός κόσμος του δημιουργού ή των γύρω του. Μπορεί να είναι ένα όνειρο, μια είδηση, ένα άρθρο, ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα…
Η πρώτη φορά που διάβασα ποίηση ήταν στο σχολείο όπου μελετούσαμε τον Άγγλο ποιητή Keats. Ήταν μια εξωπραγματική εμπειρία και ένιωσα ότι ανοίχτηκε ένας άλλος κόσμος μπροστά μου. Αυτή η εμπειρία είχε σημαδέψει τη ζωή μου και αποτελεί πηγή έμπνευσης κάθε φορά που ετοιμάζομαι να γράψω μια ταινία, αφού βρίσκω τον εαυτό μου να διαβάζω ξανά και ξανά το ποίημά του Keats, «Ode to a Nightingale».

 

Παναγιώτης Τοφή

Βρίσκω μια μοναδικά ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ ποίησης, εικόνας και σωματικής κίνησης. Γι’ αυτό το λόγο τρέφω μεγάλη συμπάθεια και θαυμασμό προς ποιητές οι οποίοι τους απασχολεί, μέσα από τις λέξεις, το ανθρώπινο σώμα τόσο ως βιωματικό μέσο αλλά και ως εικόνα.

Η ποίηση με συγκινεί βαθιά ως δημιουργό αλλά κυρίως ως άνθρωπο. Πιστεύω πως είναι ένα τρομερά δυνατό και ακριβές μέσο έκφρασης πολυσύνθετων συναισθημάτων και καταστάσεων, και παράλληλα ένα ανεκτίμητο μέσο έμπνευσης. Προσωπικά βρίσκω μια μοναδικά ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ ποίησης, εικόνας και σωματικής κίνησης. Γι’ αυτό το λόγο τρέφω μεγάλη συμπάθεια και θαυμασμό προς ποιητές, τους οποίους απασχολεί, μέσα από τις λέξεις, το ανθρώπινο σώμα τόσο ως βιωματικό μέσο αλλά και ως εικόνα, ιδιαίτερα εάν αυτό συμβαίνει σε ένα πλαίσιο το οποίο χαρακτηρίζει ο συμβολισμός, η λιτότητα και βέβαια η εικονοποιία.
Ξεχωρίζω το έργο του Έλληνα ποιητή Μίλτου Σαχτούρη, οποίος εάν και ενσωμάτωσε ευρηματικά διάφορα στοιχεία υπερρεαλισμού, ξέφυγε από αυτόν, αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Πιο κάτω τα ποιήματά του «Πορτοκαλιά» και «[Βρέχει]» από τη συλλογή του 1956 «Όταν Σας Μιλώ».

Πορτοκαλιά
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! / Τι θλιβερός χειμώνας!/ Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει. / Ένας γέρος κοιτάζει μέσ’ απ’ το τζάμι. / Ένα ξερό δέντρο, ένα / φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού. / Ένα δέντρο με πορτοκάλια / πιο πέρα. / Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι / σπασμένο κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε / Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά. / Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! / Τι θλιβερός χειμώνας.

[Βρέχει]
Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά. / Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι σύρματα προσπαθεί να κρατήσει τα χρόνια. / Όμως τα χρόνια φεύγουν τα σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στα μάγουλά της/ τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα / ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία πηγαινοέρχεται /και βάφει τα μαλλιά της άσπρα.

 

Γιάννης Κουτής

Κι ενώ που και που κάτι αβίαστα με σπρώχνει να γράφω μουσική, κυρίως χωρίς στίχο, το παράδοξο είναι πως η ποίηση είναι από τις βασικότερες μου πηγές έμπνευσης. Προσπαθώ τις εικόνες που μου δημιουργούν τα ποιήματα να τις στολίσω με μουσική, σαν να γράφω κάθε φορά για μία ταινία.

Η ποίηση, στα διαχρονικά της δείγματα, εμπεριέχει συνήθως δύο πολύτιμα στοιχεία, την αλήθεια και την ευγένεια, όποια κι αν ήταν η εκάστοτε αφορμή του ποιητή και όποιος ο μετέπειτα σκοπός του. Είναι ίσως η πιο άρτια μορφή της ανθρώπινης γλώσσας, όπου με άλλοτε λιγοστές, μα με μόχθο ταιριασμένες λέξεις, έχει τον μαγικό τρόπο να προβάλει στο μυαλό και τη ψυχή μας ολοζώντανες εικόνες. Ένας μονάχα στίχος μπορεί να κατέχει την ισχυρότατη δύναμη να γεννήσει ιδεολογίες, να εμπνεύσει, να παροτρύνει σε συγκεκριμένες αποφάσεις, να χαράξει χαμόγελα μα και να στάξει δάκρυα. Φτάνει βέβαια ο άνθρωπος να έχει την καρδιά του ορθάνοιχτη, να κοινωνήσει τη στιγμή του ποιητή, εάν οι λέξεις βέβαια προέρχονται από «χέρια» ειλικρινή. Η ειλικρίνεια, διόλου δεδομένο στοιχείο στην Τέχνη, προαπαιτούμενο όμως και θεμέλιο στη σχέση όλων μας με αυτήν, είτε ως αποστολείς είτε ως παραλήπτες. Αναμφισβήτητα όσοι/ες ασχολούμενοι/ες με την καλλιτεχνική δημιουργία, επηρεάζονται από τα διάφορα πρόσωπα της Τέχνης, πόσο μάλλον και από την Ποίηση. Προσωπικά, θα ήταν άστοχο να επιλέξω ένα μονάχα ποίημα ως αγαπημένο ή έναν Ποιητή ως «τον έναν», είναι όμως κάποιο που με συντροφεύει πεισματικά χρόνια τώρα. Το «Περιμένοντας το βράδυ», από τη συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», του Τάσου Λειβαδίτη. Κι ενώ που και που κάτι αβίαστα με σπρώχνει να γράφω μουσική, κυρίως χωρίς στίχο, το παράδοξο είναι πως η ποίηση είναι από τις βασικότερες μου πηγές έμπνευσης. Προσπαθώ τις εικόνες που μου δημιουργούν τα ποιήματα να τις στολίσω με μουσική, σαν να γράφω κάθε φορά για μία ταινία. Βέβαια, στο τέλος «ορατή» απομένει μόνο η μουσική σύνθεση, αλλά πολλές φορές καθώς παίζω, κλείνω τα μάτια κι έτσι όλες αυτές οι εικόνες ξαναφανερώνονται μπροστά μου.

 

Γιώργος Τσαγγάρης

Μπλέχτηκα με υπερρεαλιστές ποιητές πλάι στον Κώστα Ρεούση. Ονειρεύτηκα μια Κύπρο ελεύθερη κοντά στον Χαράλαμπο Δημοσθένη. Σε μια σκαλωσιά απάγγελλε ο Μιχάλης Σορόκκος: Τεύκρο Ανθία και Παύλο Λιασίδη. Δίπλα στον Μιχάλη Πασιαρδή έζησα μια Λευκωσία που έφευγε. Ξενύχτησα με στοίχους μαγικούς του Αντώνη Αντωνίου.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Κύπρος  | 

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση