Kathimerini.gr
Ηλίας Μαγκλίνης
«Ηλέξη “κιτς” χαρακτηρίζει τη στάση αυτών που θέλουν πάση θυσία να αρέσουν στους πολλούς. Για να αρέσουν, πρέπει να επιβεβαιώσουν αυτά που θέλει ν’ ακούσει ο κόσμος, να είναι στην υπηρεσία των κοινών τόπων. Το κιτς είναι η μετάφραση της βλακείας των κοινών τόπων στη γλώσσα της ομορφιάς και του συναισθήματος. Μας αποσπά δάκρυα τρυφερότητας για μας τους ίδιους, για τις κοινοτοπίες που σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε. (…) Σήμερα η νεωτερικότητα συγχέεται με την τεράστια ζωτικότητα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, και το να είσαι μοντέρνος σημαίνει μια ξέφρενη προσπάθεια να είσαι ενημερωμένος, να προσαρμόζεσαι, να προσαρμόζεσαι ακόμα περισσότερο κι από τους προσαρμοσμένους. Η νεωτερικότητα έχει φορέσει τη στολή του κιτς. Οι αγέλαστοι, η μη σκέψη των κοινών τόπων και το κιτς είναι το ένα και το αυτό, ο τρικέφαλος εχθρός της τέχνης που γεννήθηκε σαν αντίλαλος του γέλιου του Θεού και κατόρθωσε να δημιουργήσει αυτόν τον μαγευτικό φανταστικό χώρο όπου κανένας δεν είναι κάτοχος της αλήθειας και ο καθένας έχει το δικαίωμα να είναι κατανοητός. (…) Βλέπουμε στον ορίζοντα στρατιές από αγέλαστους που καιροφυλακτούν».
Αυτά έγραφε το μακρινό 1986 ο Μίλαν Κούντερα στο δοκίμιό του «Η τέχνη του μυθιστορήματος», βιβλίο που κυκλοφόρησε μόλις πριν από μια εβδομάδα σε νέα μετάφραση του μόνιμου στα ελληνικά μεταφραστή του έργου του Κούντερα, Γιάννη Η. Χάρη, από τις εκδόσεις της Εστίας.
Θα μπορούσαν να είναι λόγια γραμμένα σήμερα, με αιχμές για τα κοινωνικά δίκτυα (στη θέση των ΜΜΕ) και την πολιτική ορθότητα (οι στρατιές των αγέλαστων). Αλλά αυτή η διορατικότητα είναι που καθιστά τη σκέψη και τον λόγο των σπουδαίων δημιουργών όχι μόνον επίκαιρη μα και διαχρονική. Ο Κούντερα πέθανε χθες στα 94 του, στο Παρίσι όπου διέμενε εδώ και δεκαετίες, μετά την εξορία του από την κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία, συνέπεια της σοβιετικής εισβολής και κατοχής του 1968. Γεγονός κομβικό για τη ζωή και την κατοπινή του πορεία (πίστεψε τότε πως η χώρα του θα εξαφανιζόταν από τον χάρτη και, όπως γράφει, βρήκε μεγάλη παρηγοριά στις επιθετικές δομές της μουσικής του Ξενάκη), καθώς εξωθήθηκε στο περιθώριο και, τέλος, στη φυγή και την εγκατάστασή του στο Παρίσι.
Για χρόνια, είχε πάψει να γράφει. Πίστευε πως είχε τελειώσει. Το σοκ όμως δεν κράτησε πολύ. Η φήμη του εξαπλώθηκε τη δεκαετία του ’80, με το μυθιστόρημα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» («του είναι», ήταν ο αρχικός ελληνικός τίτλος), που έγινε και (κακή…) ταινία από τον Φίλιπ Κάουφμαν, με τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στον πρωταγωνιστικό ρόλο. «Αθανασία», «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης», «Το βαλς του αποχαιρετισμού», «Το αστείο», «Κωμικοί έρωτες», «Η ζωή είναι αλλού», «Η ταυτότητα», «Η βραδύτητα», «Η άγνοια», είναι μερικά από τα μυθιστορήματα που κατέστησαν τον Κούντερα έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους μυθιστοριογράφους.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και τα μοναδικής πνοής δοκίμιά του, τις «Προδομένες διαθήκες», τη «Συνάντηση», τον «Πέπλο» κ.ά., στα οποία στοχάζεται το παρελθόν και το μέλλον της τέχνης του μυθιστορήματος, πάντοτε σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή ταυτότητα. «Η ουσία του ευρωπαϊκού πνεύματος», γράφει στο τελείωμα της «Τέχνης του μυθιστορήματος», «είναι κατατεθειμένη, σαν σε ασημένια κιβωτό, στην ιστορία του μυθιστορήματος, στη σοφία του μυθιστορήματος. Σ’ αυτήν τη σοφία θέλω να αποτίσω φόρο τιμής… Αλλά καιρός να σταματήσω. Παραλίγο να ξεχάσω πως ο Θεός γελάει όταν με βλέπει να σκέφτομαι».
Ενας από τους τελευταίους Ευρωπαίους στοχαστές
Της Κατερίνας Σχινά *
Σε συνομιλία του με τον Φίλιπ Ροθ στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Μίλαν Κούντερα, ο συγγραφέας που περιέγραψε το μυθιστόρημα ως «τέχνη γεννημένη από το γέλιο του Θεού», διαπίστωνε ότι το πιο συναρπαστικό λογοτεχνικό είδος που γέννησαν οι νεότεροι χρόνοι δεν έχει πια θέση στον κόσμο. «Μου φαίνεται ότι σήμερα, παντού, οι άνθρωποι προτιμούν να κρίνουν παρά να κατανοούν, να απαντούν παρά να ρωτούν, με αποτέλεσμα η φωνή του μυθιστορήματος να αδυνατεί να ακουστεί, πνιγμένη από τη θορυβώδη ανοησία των ανθρώπινων βεβαιοτήτων». Σαράντα και πλέον χρόνια αργότερα, σ’ έναν κόσμο «απαντήσεων και όχι ερωτήσεων», ακραίου λαϊκισμού και ασφυκτικής ορθότητας, οι διαπιστώσεις του ηχούν εξίσου μελαγχολικές και εξίσου επίκαιρες.
Συγγραφέας που επιχείρησε να συλλάβει «την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στον σύγχρονο κόσμο» και κατέληξε να εστιάσει στην απίστευτη ελαφρότητά της, την ασημαντότητά της, δίνοντας πάντοτε έμφαση σε ό,τι καθιστά ανεκτή αυτή την ύπαρξη –το σεξ, το χιούμορ, τη φιλία, το παιχνίδι, τον εξορκισμό της σοβαροφάνειας– ο Κούντερα έγραψε μυθιστορήματα σαν πολυφωνικές μουσικές συνθέσεις – από το «Αστείο» (1967), το «Βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (1979) και την «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» (1984) ως τα τρία σύντομα, γραμμένα στα γαλλικά, μυθιστορήματά του «Η βραδύτητα» (1995), «Η ταυτότητα» (1998) και «Η άγνοια» (2000) στοχασμούς πάνω στη μνήμη και τον νόστο – που συνδύαζαν παιγνιώδες πνεύμα, αψεγάδιαστο ύφος, αίσθηση του παραλόγου, εξωφρενικά χορογραφημένες σεξουαλικές συνευρέσεις, ελεεινολογία των χυδαίων στερεοτύπων και περιφρόνηση του φαρισαϊσμού σε όλες του τις εκφάνσεις. Στα δοκίμιά του τον απασχόλησε η ταυτότητα του μυθιστορήματος, η ιστορική μοίρα του κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκού αυτού είδους, η υποβάθμιση της αυτονομίας του ατόμου και σε όλο το έργο του δεν έπαψε να υπογραμμίζει ότι αυτή η αυτονομία κερδίζεται με τον έρωτα, το γέλιο, την εμπειρία της τέχνης.
Ισως, με τον θάνατο του Μίλαν Κούντερα, να σβήνει η φωνή ενός από τους τελευταίους στοχαστές μιας παλιότερης φρουράς, που δεν έπαψε να βλέπει μια Ευρώπη ενωμένη στη βάση του κοινού πολιτισμικού παραδείγματος, και όχι των γραφειοκρατικών μηχανισμών. «Σωτήρια ανάσα μιας Ευρώπης που δεν θέλει να πεθάνει», όπως τον αποκάλεσαν, αφήνει πίσω του, πρόσφατα μεταφρασμένα στη γλώσσα μας από τον Γιάννη Χάρη δύο παλαιότερα κείμενά του («Ο ακρωτηριασμός της Δύσης» από την Εστία, όπως και όλα τα βιβλία του) ικανά να φωτίσουν, παρά την ηλικία τους, όσα εξακολουθούν να διακυβεύονται στις μέρες μας. Η εισβολή στην Ουκρανία είναι και παραμένει μια οδυνηρή υπενθύμισή τους.
* Η κ. Κατερίνα Σχινά είναι κριτικός λογοτεχνίας και μεταφράστρια.
Δίκαια αγαπήθηκε από το πλατύ κοινό
Της Χριστίνας Ντουνιά *
Ο Μίλαν Κούντερα σημάδεψε την ευρωπαϊκή λογοτεχνία για περίπου πενήντα χρόνια παραμένοντας σε όλη του τη ζωή σταθερά δημιουργικός και σε πλήρη εγρήγορση πνευματική. Δεν ξέρω αν ήταν η ισχυρή εντύπωση που μου είχε προκαλέσει η ανάγνωση του πρώτου μυθιστορήματος, «Το αστείο» –το διάβασα στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν άρχισα να έχω τις απορίες μου για την πραγματικότητα του «υπαρκτού σοσιαλισμού»–, αλλά πάντα διέκρινα στα πορτρέτα του συγγραφέα μια ειρωνική ή έστω παιγνιώδη έκφραση που του προσέδιδε μια αδιόρατη μελαγχολία.
Ούτως ή άλλως η ειρωνική ματιά αποτελεί συστατικό στοιχείο στην παράδοση της νεωτερικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στην οποία ο Κούντερα εντάχθηκε γρήγορα με φυσικό τρόπο. Εκείνο το καλοκαίρι στην Πράγα, όταν ο νεαρός Λούντβιχ στέλνει ένα ιοβόλο αστείο στην αγαπημένη του που παρακολουθεί μακριά του κομματικό σεμινάριο για έναν «υγιή τρόπο» του σκέπτεσθαι, διατυπώνει τη φράση που θα του στοιχίσει την ελευθερία και θα μείνει στο μυαλό των αναγνωστών του Κούντερα: «Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού! Το υγιές πνεύμα βρωμάει βλακεία». Το γέλιο, απαγορευμένο σε όλες τις δικτατορίες, απεχθές σε όλων των ειδών τους φανατικούς, θα συνδέεται στο εξής με το έργο του Κούντερα, ο οποίος φυσικά δεν μένει στην πολιτική ή στην Ιστορία, αλλά προχωράει στις κοινωνικές ή τις ερωτικές σχέσεις και φτάνει έως τον σκληρό πυρήνα της ύπαρξης. Ο συγγραφέας ακολούθησε σε άλλα δύο βιβλία τη γραμμή του πρώτου μυθιστορήματος με το βλέμμα ακόμα στραμμένο στη μεταπολεμική Τσεχοσλοβακία – αναφέρομαι στα «Η ζωή είναι αλλού» και «Το βαλς του αποχαιρετισμού», ωστόσο με τα επόμενα έργα του «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης», «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» και «Η αθανασία» θα κατακτήσει μια σημαντική θέση στον λογοτεχνικό κανόνα και στην καρδιά του αναγνωστικού κοινού, μαζί με τις νουβέλες του και τα δοκίμια. Ο Κούντερα είναι ένας διανοούμενος που δίκαια αγαπήθηκε από το πλατύ κοινό και επηρέασε τον τρόπο της ανάγνωσης του μυθιστορήματος.
Συνολικά στο έργο του εναλλάσσονται και διαπλέκονται: Ιστορία και φιλοσοφία, αυτοβιογραφία και φανταστικό, φορμαλιστικοί πειραματισμοί και απλές αφηγήσεις, στοχαστικός λόγος και λεπτή παρατήρηση, απόρριψη της αισθηματολογίας και αιφνίδιες λυρικές πινελιές. Θα τολμούσα να πω ότι διαμόρφωσε μια υβριδική, εντελώς δική του τεχνική, που τρέφεται από διαφορετικές πηγές αλλά κατακτά ένα εντελώς προσωπικό ύφος, πάντα με ένα φανερό ή υπόγειο χαμόγελο αμφισβήτησης.
* Η κ. Χριστίνα Ντουνιά είναι ομότιμη καθηγήτρια ΕΚΠΑ, συγγραφέας.
Το «Αστείο» ως λογοτεχνικό και πολιτικό όπλο
Του Γιάννη Μπαλαμπανίδη *
Εκτός από την υψηλή μυθιστορηματική τέχνη, την απολαυστική γραφή και το φιλοσοφικό βάθος, τα βιβλία του Μίλαν Κούντερα διαθέτουν βέβαια και μια έντονη πολιτική και ιστορική διάσταση. Για εμένα, το σημείο εισόδου στο έργο του ήταν το «Αστείο», που το δημοσίευσε το 1967, γράφοντάς το μέσα στην πλήρη άνθηση της Ανοιξης της Πράγας, την οποία εξέφραζε και της οποίας το άδοξο τέλος προεικόνιζε.
Ηταν ένα σημαντικό βιβλίο, γιατί αποτύπωνε κάτι κρίσιμο, που συνέβαινε στην αθέατη πλευρά του παγκόσμιου 1968, πίσω από τον Γαλλικό Μάη. Η Τσεχοσλοβακία, η πιο δυτική από τις ανατολικές χώρες, αποτελούσε το επίκεντρο αυτού του αθέατου αλλά κρίσιμου συμβάντος, καθώς σε εκείνη είχαν συγκεντρωθεί οι ελπίδες μιας εκ των έσω ανανέωσης του κομμουνιστικού-σοσιαλιστικού προτάγματος. Αυτό το κλίμα, αυτές τις προσδοκίες, αλλά και την καταστολή τους από τη Σοβιετική Ενωση, τα έβρισκε κανείς σε εκείνο το βιβλιαράκι. Το οποίο, μέσα από την ειρωνεία και τον σαρκασμό, υπονόμευε το πολιτικό οικοδόμημα του αυταρχικού κομμουνιστικού κράτους: «το υγιές πνεύμα βρωμάει βλακεία», έγραφε στη φίλη του ο ήρωας του βιβλίου, ο Λούντβιχ, ένα αστείο που δεν άρεσε ιδιαίτερα στο καθεστώς.
Ωστόσο, η τέχνη και η σκέψη του Κούντερα έχουν στο σύνολό τους μια πολιτική αφετηρία. Ο Κούντερα καταπιάνεται με το συγκροτησιακό στοιχείο της δημοκρατίας, εκείνο που υπονομεύει τον αυταρχισμό και το οποίο δεν είναι άλλο από το να έχουμε περισσότερα ερωτήματα, παρά απαντήσεις. Οταν συμβαίνει το αντίθετο, τείνουμε να γινόμαστε λιγότερο δημοκρατικοί και λιγότερο ανοιχτοί στον άλλο.
Από αυτή την άποψη, η επικαιρότητα του έργου του δεν θα χρειαζόταν καν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία για να ανανεωθεί· θα υφίστατο και χωρίς τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Σίγουρα, είναι ριψοκίνδυνες οι συγκρίσεις ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές: τότε είχαμε μία εκ των έσω κοινωνική κίνηση εκδημοκρατισμού του καθεστώτος, η οποία συγκίνησε όσους Ευρωπαίους πίστευαν σε μια βιώσιμη εκδοχή δημοκρατικού σοσιαλισμού. Τώρα έχουμε μια μετακομμουνιστική Ρωσία, αυταρχική, ultra καπιταλιστική και ολιγαρχική, η οποία επιτίθεται στην Ουκρανία στο πλαίσιο μιας ιδέας περί Μεγάλης Ρωσίας. Αν όμως υπάρχει κάτι κοινό, είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για καθεστώτα αντιδημοκρατικά, αυταρχικά, απεχθή για όποιον συμμερίζεται τις αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισότητας. Υπό αυτή την έννοια, το «Αστείο» μπορεί να είναι εκείνο το λογοτεχνικό-πολιτικό όπλο, με το οποίο τέτοια καθεστώτα μπορούν να υπονομευθούν.
* O κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας, συγγραφέας.