Του Απόστολου Κουρουπάκη
Κόμικς και Λογοτεχνία, άραγε σε τι συγκλίνουν και σε τι αποκλίνουν οι δύο μορφές αφήγησης; Με ποιον τρόπο συνυπάρχουν; Είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που θα κληθούν να απαντήσουν ο Τάσος Καπλάνης, επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ, ο Γιάννης Παλαβός, συγγραφέας και ο Θανάσης Πέτρου, κομίστας στην εκδήλωση που διοργανώνει το Βιβλιοτρόπιο, στη Λεμεσό, την Τετάρτη. Για τη σχέση κόμικς και λογοτεχνίας μίλησαν στην «Κ» οι τρεις συμμετέχοντες στην εκδήλωση του Βιβλιοτροπίου, δίνοντας μία πρώτη γεύση για την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που θα γίνει μεταξύ τους, αλλά και με το κοινό. Ο κ. Παλαβός και ο Τάσος Καπλάνης ξεκαθαρίζουν πως τα κόμικς και η λογοτεχνία είναι δύο διαφορετικές τέχνες, η καθεμιά με τη δική της γραμματική και το δικό της συντακτικό, τους δικούς της τρόπους, τα δικά της μέσα και εργαλεία. Ο κ. Πέτρου μάς λέει πως, εφόσον κάνουμε λόγο για διασκευή, η μεταφορά του αρχικού έργου σε μια άλλη τέχνη συνεπάγεται ότι πρέπει να γίνουν επιλογές, αλλαγές, προσαρμογές, ώστε να ακολουθηθούν οι κώδικες του νέου μέσου.
–Μπορεί η τέχνη του κόμικς να υπονομεύσει τη διήγηση ενός λογοτεχνικού έργου;
–Γιάννης Παλαβός (Γ.Π.): Τα κόμικς και η λογοτεχνία είναι δύο διαφορετικές τέχνες, η καθεμιά με τη δική της γραμματική και το δικό της συντακτικό, τους δικούς της τρόπους, τα δικά της μέσα και εργαλεία. Η διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου σε κόμικς δεν είναι η εικονογράφησή του, αλλά η μεταγραφή του από τον κώδικα της μιας τέχνης –εν προκειμένω της λογοτεχνίας– στον κώδικα μιας άλλης, των κόμικς. Το ερώτημά σας δεν έχει μεγάλη διαφορά από το ερώτημα «αν η τέχνη του κινηματογράφου μπορεί να υπονομεύσει τη διήγηση ενός λογοτεχνικού έργου;» – ή και το αντίστροφο, μια και έχουμε δει κινηματογραφικές ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές να μεταγράφονται σε βιβλία που αυτοπαρουσιάζονται ως λογοτεχνία. Η απάντηση, λοιπόν, είναι: εξαρτάται από τις ικανότητες του κομίστα. Το μόνο σίγουρο είναι πως από τη στιγμή που ένα λογοτεχνικό έργο μεταγράφεται σε μια άλλη μορφή τέχνης –σε κόμικς ή στον κινηματογράφο– γίνεται κάτι άλλο. Κι αυτό το άλλο το αποτιμούμε με βάση τους δικούς του όρους. Από αυτή τη σκοπιά, η τέχνη των κόμικς πάντα υπονομεύει τη διήγηση ενός λογοτεχνικού έργου και ταυτόχρονα είναι αδύνατο να την υπονομεύσει. Και σε κάθε περίπτωση, εφόσον πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά συστήματα, δεν χωρούν αξιολογικές συγκρίσεις.
– Τάσος Καπλάνης (Τ.Κ.): Θα έλεγα να μην μπερδεύουμε τα μήλα με τα πορτοκάλια και μάλιστα αξιολογικά: και τα δύο φρούτα είναι, αλλά προφανώς δεν μπορεί να «υπονομεύσει» το ένα το άλλο. Κόμικς και λογοτεχνία είναι δύο διαφορετικές τέχνες που καλό είναι να αξιολογούνται η καθεμιά για αυτό που είναι και όχι για κάτι άλλο.
– Θανάσης Πέτρου (Θ.Π.): Αν πάρουμε κυριολεκτικά τη σημασία του ρήματος «υπονομεύω», δηλαδή «βλάπτω» ή «μειώνω», τίθεται το ζήτημα για ποιον λόγο να θέλει ένας δημιουργός κόμικς να ασχοληθεί με ένα έργο λογοτεχνίας, εφόσον σκοπός του είναι να το ευτελίσει; Επομένως, δεν νομίζω ότι ισχύει κατά κυριολεξία η έννοια της υπονόμευσης. Από την άλλη, εφόσον κάνουμε λόγο για διασκευή, η μεταφορά του αρχικού έργου σε μια άλλη τέχνη συνεπάγεται ότι πρέπει να γίνουν επιλογές, αλλαγές, προσαρμογές, ώστε να ακολουθηθούν οι κώδικες του νέου μέσου.
–Εικονογράφηση και κόμικς, πόσο λεπτή είναι η γραμμή;
–Γ.Π.: Άλλο η εικονογράφηση και άλλο τα κόμικς. Στα κόμικς έχουμε αφήγηση, πλοκή, διάλογο – ένα βλέμμα κι ένα νόημα που αναδύεται από την αλληλουχία των εικόνων, από το περιεχόμενο, τη διάταξη και τις μεταξύ τους σχέσεις στον χώρο της σελίδας, κι επίσης –κι αυτό είναι σημαντικό, νομίζω– από τα κενά, τις παύσεις και τις σιωπές δηλαδή, ανάμεσα στις εικόνες. Η εικονογράφηση είναι κάτι στατικό και, συνήθως, λειτουργεί επικουρικά προς τον λόγο, έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Δεν ισχύει πάντα αυτό, βέβαια – σκέφτομαι τα εικονογραφημένα παιδικά βιβλία, π.χ., όπου η εικονογράφηση παίζει κρίσιμο ρόλο. Και πάλι, όμως, ο λόγος είναι ο φορέας της αφήγησης και της πλοκής. Στα κόμικς, το νόημα παράγεται από την αλληλουχία των εικόνων και ο λόγος είναι που βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα.
–Τ.Κ.: Καθόλου λεπτή: η εικονογράφηση είναι στατική και συμπληρωματική του κειμένου, στα κόμικς η αφήγηση προϋποθέτει τη σύμπραξη λόγου και εικόνας σε αδιαίρετη αλληλουχία.
–Θ.Π.: Η διαφορά της εικονογράφησης από τα κόμικς μόνο λεπτή δεν είναι. Πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Τα κόμικς είναι η τέχνη της αφήγησης μέσα από αλληλένδετες εικόνες με την παρουσία ή και χωρίς την παρουσία, κάποιες φορές, κειμένου. Στα κόμικς υπάρχει η έννοια της αφήγησης, της σκηνοθεσίας, του χρόνου και πολλά άλλα στοιχεία που προσδίδουν μία μοναδικότητα σε αυτά. Στην εικονογράφηση εστιάζουμε κυρίως στην εικαστικότητα της εικόνας και όχι στην αφηγηματικότητά της. Στην εικονογράφηση η κάθε εικόνα είναι αυθύπαρκτη, ενώ στα κόμικς, κανένα καρέ δεν έχει υπόσταση και ύπαρξη χωρίς το προηγούμενο και το επόμενό του. Ένα μεμονωμένο καρέ είναι κυριολεκτικά ακατανόητο αν το απομονώσουμε από τη σελίδα στην οποία είναι τοποθετημένο.
–Μπορούμε να ισχυριστούμε πως η «μεταμόρφωση» ενός λογοτεχνικού έργου σε κόμικς είναι τροχιοδεικτικός οδηγός του κειμένου;
–Γ.Π.: Αν εννοείτε ότι η διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου σε μορφή κόμικς μπορεί να συμβάλει ώστε ο αναγνώστης να πάρει μια γεύση του λογοτεχνικού έργου και να το αναζητήσει αργότερα, φαντάζομαι η απάντηση είναι θετική. Ωστόσο, το λογοτεχνικό έργο είναι λογοτεχνία, γιατί δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο: η λογοτεχνία γίνεται με λέξεις, όπως ο κινηματογράφος γίνεται με μονταρισμένες κινούμενες εικόνες και τα κόμικς γίνονται με στατικές εικόνες που κι αυτές είναι, τρόπον τινά, μονταρισμένες. Αν ένα έργο τέχνης μπορεί να μεταγραφεί στον κώδικα μιας άλλης τέχνης δίχως να χαθεί τίποτε από την ιδιοσυστασία του, από τη μοναδική του ταυτότητα, είναι μάλλον ένα κακό έργο. Σκεφτείτε το πασίγνωστο κλισέ «ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη μετάφραση». Μπορείτε, λοιπόν, να φανταστείτε πόση ποίηση χάνεται όχι όταν απλώς μεταφράζεις ένα έργο αλλά όταν του αλλάζεις τελείως το DNA. Συνεπώς, η «μεταμόρφωση» ενός λογοτεχνικού έργου σε κόμικς μπορεί να είναι απλώς ένας πολύ θαμπός τροχιοδεικτικός οδηγός του, αν γίνει ως απλή μεταφορά της πλοκής ή κάποιων εξωτερικών γνωρισμάτων του ή ως απλή επένδυση με εικόνες. Εκείνο που χρειάζεται προκειμένου να έχουμε δύο ισοδύναμα, ισόκυρα έργα στους δύο διαφορετικούς κώδικες είναι ο διασκευαστής, ο κομίστας εν προκειμένω, να εισέλθει στον πυρήνα ενός λογοτεχνικού έργου, στην ψίχα του, και αυτή να μεταφέρει στον νέο κώδικα, επιφέροντας όλες τις αναγκαίες προσαρμογές και αλλαγές που απαιτούν οι τρόποι του νέου κώδικα, και επίσης μεταφέροντας, το κατά δύναμιν, το βλέμμα, το αίσθημα, την ιδιοσυχνότητα του λογοτεχνικού έργου.
–Τ.Κ.: Αν με το «τροχιοδεικτικός οδηγός» εννοείτε ότι διαβάζοντας το κόμικς παίρνουμε μια ιδέα για την πλοκή, τα επεισόδια, τις σκηνές, τους χαρακτήρες, κοκ. του λογοτεχνικού έργου-πηγή, προφανώς ναι, παίρνουμε, πάντα όμως μέσα από την ερμηνευτική και καλλιτεχνική ματιά των δημιουργών του κόμικς.
–Θ.Π.: Και πάλι τίθεται το θέμα των επιλογών που κάνει ο διασκευαστής. Υπάρχουν περιπτώσεις λογοτεχνικών κειμένων που βασίζονται πάρα πολύ στο γλωσσικό ύφος του συγγραφέα, οπότε το έργο θα χάσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, αν αυτός που το διασκευάζει προσπαθήσει να επέμβει, παραλλάσσοντάς το. Σε άλλες περιπτώσεις, υπάρχει η πιθανότητα, ο διασκευαστής απλώς να κρατήσει την αφηγηματική πλοκή του βιβλίου και να κάνει γλωσσικές επεμβάσεις, εφόσον τον εξυπηρετούν καλύτερα.
Πληροφορίες Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου, ώρα 7:30 μ.μ. Ξυδάδικο, Λεμεσός