Γλώσσα σημαίνει αυτό που λέει η λέξη. Φωνή. Δεν λέμε Εθνική γραφίδα αλλά Εθνική γλώσσα. Η γραφίδα την περιορίζει δραστικά. Δεν μπορεί να αποδώσει τα άπειρα σημεία στίξης της φωνής, του προσώπου, των χεριών, του βλέμματος. Αεράκι, δεν φυλακίζεται στα καλούπια των γραμμάτων. Όταν δε φυλακίζεται δεν είναι πια ζώσα γλώσσα αλλά κείμενο. Κείμενο, κάτι που κείται, ξέπνοο, νεκρό. Και βέβαια μια εκ των απωλειών του κειμένου είναι η συρρίκνωση της μνήμης. Πώς θυμόταν αλήθεια οι αγράμματες χωριάτισσες τα πολύστιχα τραγούδια της δημώδους;
Το μισό και παραπάνω της ευχαριστήσεως στο βιβλίο «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» είναι η τραγουδιστή εκφορά αυτών των γυναικών, η προσωδία, που δυστυχώς δεν αποδίδεται. Και αν μου επιτρέπεται θα διαφωνήσω με τον όρο ιδιωματική γλώσσα. Δεν υπάρχουν ιδιωματικές γλώσσες, ούτε διάλεκτοι, αλλά ανθρώπινες, ισότιμες γλώσσες όσο λίγοι και να τις μιλούν. Τα ελληνικά στον «Ουρανό απ’ άλλους τόπους» είναι απλά, απλούστατα ελληνικά που θέλουν λίγη εγρήγορση για να σου χαριστούν. Εκτός και αν εννοούμε ιδιωματικό λόγο, τον εικονοποιητικό, μεταφορικό και παροιμιακό λόγο, δηλαδή τον ποιητικό. Που δυστυχώς αυτό εννοούν ως διάλεκτο οι αρνητές του. Ως διάμεσος δημιουργός –όπως είναι όλοι οι λογοτέχνες– μπορώ να πω πως μια τυχαία σελίδα της αφηγήτριας του «Ουρανού απ’ άλλους τόπους» σβήνει την καλύτερη σελίδα ενός διηγήματός μου στην νεοελληνική δηλαδή στην Αθηναϊκή. Και φυσικά η σύγκριση μπορεί να επεκταθεί.
Ας το αντιστρέψω λοιπόν. Μήπως απλουστευτικός λόγος είναι η Αθηναϊκή; Κανένα από τα παραπάνω γνωρίσματα της δημώδους δεν τη χαρακτηρίζει. Επέβαλε στους ξεριζωμένους χωριάτες τα εύκολα, τα επιφανειακά και τα μονοσήμαντα για να δημιουργήσει τον κοινό τόπο κάποιας διεκπεραιωτικής συνεννοήσεως. Δεν τη νοιάζει η παραμυθητική, λυτρωτική λειτουργία της γλώσσας παρά κάποια χρηστική, τυπική εκφορά της. Κάθε γλωσσική κατίσχυση βασίζεται στην απλούστευση. Αυτή η σύγχρονη, άνοστη γλώσσα άσκησε γλωσσική τρομοκρατία στους χωριάτες πείθοντάς τους πως είναι αγράμματοι.
Όταν δε ξέφευγε στο σχολείο από κανένα παιδάκι κάνα γλωσσικό στολίδι, αμέσως επενέβαινε ο δάσκαλος με τη βίτσα. Θυμάμαι και τις φοιτήτριες στην Αθήνα απ’ τις διάφορες επαρχίες πόσο μοχθούσαν να συστοιχηθούν στην επιφανειακή νεοελληνική. Κατέπνιξαν τις λεξούλες και τους τρόπους των γιαγιάδων τους, όμως στον βαθύ πόνο τους αυτές οι διωγμένες λέξεις ερχόντουσαν ακάλεστες απ’ τα σωθικά στο στόμα για να τις στηρίξουν. Ό,τι εκφράζεται βαθύριζα χάνει τη δύναμή του. Γιατί αλήθεια εξαφανίσαμε τα μοιρολόγια; Tόσο πια ντελικάτη έγινε η ψυχή μας; Μα αν δεν εκφράσεις βαθειά την ώρα που πρέπει τον πόνο σου, μετά αυτός σε ακολουθεί διά βίου.
Κάθε γλωσσική κατίσχυση βασίζεται στην απλούστευση. Αυτή η σύγχρονη, άνοστη γλώσσα άσκησε γλωσσική τρομοκρατία στους χωριάτες πείθοντάς τους πως είναι αγράμματοι.
Ήταν γύρω στο ’60 που όλο το Έθνος στράφηκε με πρωτοφανή μανία προς ό,τι ποιητικό μητρώο. Τα ονόμασαν δε συλλήβδην βλάχικα και να με συμπαθούν οι Βλάχοι με τον βαθύ πολιτισμό τους. Ενεδύθησαν οι μωρόπιστοι κάθε τι δυτικό και φυσικά έγιναν καρικατούρες. Πώς το λέει η παροιμία, θέλησε η κουρούνα να περπατά σαν την πέρδικα κι έχασε και τον δικό της βηματισμό;
Ο χωριάτης ούτε σύμπλεγμα κατωτερότητος είχε, ούτε σύμπλεγμα ανωτερότητος έναντι ουδενός ανθρώπου του πλανήτη. Ένιωθε απολύτως ισότιμος εν αντιθέσει με τον σημερινό νεοέλληνα. Κατέπνιξε η σύγχρονη νεοελληνική την ποίηση της δημώδους για την εύκολη χειραγώγηση. Η πενιχρή ανταπόδοση; Οι πάμπολλες σύγχρονες μικρογλυκύτητες και τα μπιχλιμπίδια –κάθε μέρα πλέον είναι Κυριακή– που όμως αφάνισαν τη θυμόσοφη γνώση και γαλήνη.
Αφάνισαν την ευφρόσυνη αίσθηση της γλώσσας. Μιας γλώσσας ζυμωμένης με τον ουρανό, την πίστη αλλά και με τα εξωτικά, τα πειρασμικά και τα ισκιώματα. Μία γλώσσα που κρατούσε την ψυχή δροσερή και παιδική μέχρι βαθέως γήρατος. Σε αντίθεση με την αζύμωτη, επιβαλλόμενη σχολική γλώσσα. Ως και τα παιδάκια σήμερα είναι περίφροντη και βλοσυρά.
Απ’ την ολότητα πλέον είμαστε στον κατακερματισμό, απ’ την κοινότητα στον ατομισμό, απ’ τις άλογες –και γι’ αυτό ποιητικές– βεβαιότητες στις στείρες αμφιβολίες κι απ’ την ποιητική δημώδη στο άμουσο Αθηναϊκό μόρφωμα. Οι συγγραφείς βέβαια δεν φταίνε. Όπως το λέει η λέξη συν-γραφούν με τους συνανθρώπους τους. Αλλά απέσβετο το λάλον ύδωρ της δημώδους. Από ποιο στόμα πια να αντλήσουν; Κι όταν επιτυγχάνουν κάποια γλωσσική ωραιότητα, κάποια έκπληξη, δεν κρατάει πολύ, δεν έχει ρίζες σε κοινό ευφρόσυνο λόγο. Μόνον σε αδέσποτους γλωσσικά τόπους ο συγγραφέας έχει κάποια ελπίδα ακουστικής ευχαριστήσεως.
Ανταλλάσσω όλο το έργο μου είχε πει ο Γκαίτε για ένα και μόνο ελληνικό τραγούδι και δεν είναι λογοτεχνικός θρύλος. Και είναι γνωστός ο μέγας θαυμασμός που έτρεφαν στα δημοτικά τραγούδια ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Ο δε Σολωμός κορφολογούσε συνεχώς τη δημώδη, περπατούσε στα βήματά της. Και τι άλλο είναι η δημώδης παρά το απαράμιλλο θαύμα του δημοτικού τραγουδιού απλωμένο σε ομιλία; Βέβαια, αυτή η γλωσσική έκπτωση είναι μοιραίο απότοκο της εκπτώσεως στην καθημερινή βιωτή.
Αφού χάθηκε η χειρότευκτη, πεζοπορούσα, φυσική και κοινοτική ζωή, καταστράφηκε μοιραίως και η μήτρα παραγωγής αυτής της γλώσσας. Φαίνεται πως η γλωσσική ποιητική ανθοφορία έχει πορεία απ’ το σώμα προς τον νου, απ’ έξω προς τα μέσα. Πρώτα πλάθουν τα χέρια –και ένας Θεός ξέρει τι δημιουργούσαν με τα χέρια τους οι χωριάτισσες– βαδίζουν τα πόδια στους μαγικούς τόπους τους, βλέπουν τα μάτια και κυρίως ακούν τ’ αφτιά. Κατόπι μεταπλάθει όλο αυτό το θάμβος ο νους σε γλώσσα. Εγκαταλείποντας ο άνθρωπος τη φύση, τον κάματο, τον συχνωτισμό και την αλληλοανάγκη με τους συνανθρώπους του, απομαγεύει και τη γλώσσα, καταστρέφει τον ποιητικό μηχανισμό της. Αν αντιπαραβάλλει κανείς το υπέροχο σκίρτημα της ομιλίας μιας χωριάτισσας με τον σύγχρονο πεπαιδευμένο της πόλης η διαφορά υπέρ της χωριάτισσας είναι συντριπτική.
Μια δε τυχαία σελίδα της αφηγήτριας του «Ουρανού απ’ άλλους τόπους» είναι γεμάτη άνθη και μοσκοβολιές, γεμάτη γλυκόηχες καμπανούλες. Παρεκτός για τους φαιδρούς, τους μακάριους φυρούς, τους αναίσθητους, τους άσχετους, τους φθονερούς, τους βοϊδοβλέμματους και τους χαζοϊδεόληπτους εκ των αριστερών – έτσι για να βρίσουμε και λίγο. Και παρεκτός από τις χθεσινές βοσκοπούλες και τα αγροτόπαιδα που ισχυρίζονται πως δεν την καταλαβαίνουν. Μάλλον έλκουν την καταγωγή απ’ τις Βερσαλλίες – για να ευθυμήσουμε λίγο. Απ’ το όϊ, όϊ μάνα μου του Ελύτη φτάσαμε στα καλή συνέχεια και καλή απόλαυση, φτάσαμε στα ψυχικώς κακοποιητικά μεγκαμπάιτ και γκουγκλ. Είμαι βέβαιος πως δυο ηλικιωμένες χωριάτισσες μια Κύπρια και μια Ηπειρώτισσα όχι μόνον θα απολαύσουν τη συνομιλία τους αλλά και θα χωρίσουν παρηγορημένες.
Όλη η δημώδης απ’ την Κύπρο μέχρι την Κέρκυρα κι απ’ τη Θράκη μέχρι την Κρήτη είχε κοινό παρονομαστή τον μηχανισμό δημιουργίας ποιήσεως, την παραμυθία, τη θεραπεία και δευτερευόντως τη χρηστικότητα. Απλώς διαφέρει η εκφορά, κάθε τόπος και το τραγούδι του. Αναλογιστείτε τον πλούτο. Εντάξει άλλαξαν οι συνθήκες, μια πιστωτική κάρτα, ένα κινητό κι ένας καπουτσίνο διατρέχουν πλέον όλη την υφήλιο – ατρόφησαν τα χεράκια μας, έγινε άμουση κι η γλώσσα μας. Άλλα δεν θα μπορούσε το κράτος να εντάξει την πολυποίκιλη δημώδη στην εκπαίδευση; To ερώτημα είναι αν θέλει και βέβαια αν θέλουν κι οι υπήκοοι. Όπως θα ’λεγε η αφηγήτρια του «Ουρανού απ’ άλλους τόπους» με τον παιγνιώδη, στοχαστικό τρόπο της, «δεν έχει αφαλό ο δολιοάνθρωπος, δεν του τον έδεσε καλά ο θεουλάκης».
Πληροφορίες
«Γλώσσα απ’ άλλους τόπους», με τους συγγραφείς Σωτήρη Δημητρίου και Αντώνη Γεωργίου, μαζί με την ακαδημαϊκό Δήμητρα Δημητρίου σε μια συζήτηση με θέμα τη σχέση γλώσσας και τόπου και τις πολλαπλές μορφές αλληλεπίδρασής τους μέσα στη λογοτεχνία.
Τετάρτη 9 Νοεμβρίου, ώρα 7:30 μ.μ. Το Ξυδάδικο, Γενεθλίου Μιτέλλα 34, Λεμεσός