Του Απόστολου Κουρουπάκη
Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας συλλογής του ποιητή και κριτικού λογοτεχνίας Παναγιώτη Νικολαΐδη «Ριμαχό» (εκδ. Σμίλη 2022), τον συνάντησα σε ένα λογοτεχνικό στέκι για να μιλήσουμε για την ποιητική Γενιά της Εισβολής, που είναι η Γενιά η οποία δημιουργήθηκε και εκφράστηκε μετά από το σημαντικό και καθοριστικό γεγονός της τουρκικής εισβολής τον Ιούλιο του 1974. Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης μού λέει πως οι περισσότεροι από τους εκπροσώπους αυτής της γενιάς ήταν σε νεαρή ηλικία και εξέφρασαν πολύ δυναμικά στην ποίησή τους το τραύμα της εισβολής, τονίζοντας πως αυτό ήταν κάτι το απολύτως φυσικό, αφού τα ίδια τα γεγονότα ήταν συνταρακτικά.
–Πώς εξέφρασαν τα γεγονότα του 1974 οι εκπρόσωποι αυτής της ποιητικής Γενιάς;
–Εξέφρασαν την εισβολή, την προδοσία, το μοίρασμα του νησιού με μια γλώσσα αντισυμβατική, η οποία πλησιάζει τη γλώσσα της ελληνικής Γενιάς του ’70, αλλά και μ’ έναν θυμό. Μάλιστα, επειδή ακριβώς πολλοί από αυτούς ήταν νεαροί ηλικιακά και οι περισσότεροι δεν ήταν διαμορφωμένοι ακόμη ποιητικά αυτό έχει οδηγήσει και σε μη αισθητικά άρτια ποιήματα, γιατί ακριβώς μίλησαν για ό,τι συνέβη τον Ιούλιο του 1974 με το μαχαίρι ακόμα μέσα στην καρδιά. Φυσικά, εξελισσόμενοι άφησαν μετέπειτα πιο άρτιο έργο.
–Ψήγματα του τραύματος ενυπάρχουν στα ποιήματά τους που δεν αφορούν τα γεγονότα του 1974;
– Ναι, υπάρχουν βέβαια και ψήγματα προβληματισμού για το πολιτικό αδιέξοδο που βιώνουμε έως σήμερα. Δεν υπάρχει λύση, ούτε και επιστροφή, υπάρχει μία κατάσταση που διαιωνίζεται και μας οδηγεί στη διχοτόμηση, κάτι που προβληματίζει και Ε/κ και αρκετούς Τ/κ λογοτέχνες. Έχουν ξεκινήσει λοιπόν από αυτή τη θεματική, ασκούν ενίοτε αμείλικτη κριτική προς την αλλοτριωμένη κυπριακή πραγματικότητα της εποχής και έχουν ξανοιχτεί βέβαια και σε διαφορετικά θέματα με πολύ καλά ποιήματα.
–Υπήρχαν ήδη οι ποιητές της Γενιάς του ’60...
–Ναι, πιο ολοκληρωμένο έργο για την εισβολή και τα γεγονότα εκείνα άφησε η ήδη διαμορφωμένη ποιητική Γενιά του ’60. Έδωσαν έργο αισθητικά πιο άρτιο και δοκιμασμένο στον χρόνο και έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους. Για παράδειγμα όταν μιλάμε για την εισβολή μάς έρχεται στο μυαλό ο Κώστας Μόντης με τα «Γράμματα στη Μητέρα», και άλλα, ο Παντελής Μηχανικός με την «Κατάθεση», οι οποίοι είναι και παλαιότεροι από τη Γενιά του ’60. Έχουμε τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, με τον «Θόλο», την «Αμμόχωστο Βασιλεύουσα» κ.ά., αλλά και τον Μιχάλη Πασιαρδή, τον Κώστα Βασιλείου, τον Πολύβιο Νικολάου... αυτοί οι ποιητές, των προηγούμενων από τη Γενιά της Εισβολής, επειδή είχαν ωριμάσει λογοτεχνικά, και είχαν έτοιμο το εκφραστικό τους όργανο, μπόρεσαν να τιθασεύσουν αυτόν τον μεγάλο πόνο και ίσως να τον εξέφρασαν αρτιότερα.
–Πόσο επηρέασε ή και επηρεάζει την ποίηση η πολιτική τοποθέτησή τους;
–Η πολιτική τοποθέτηση επηρεάζει εν μέρει. Νομίζω ότι κυρίως είναι η αντίδρασή τους προς το καθοριστικό γεγονός της εισβολής, προς αυτόν τον μεγάλο πόνο, σε αυτή τη μεγάλη ανατροπή της ζωής τους, που δεν μπορεί να τιθασευτεί από ιδεολογίες, τέτοια γεγονότα διαπερνούν την ψυχή του ανθρώπου. Παρατηρούμε στη Γενιά της Εισβολής μια στάση αμφισβήτησης και κριτικής απέναντι και στη στάση της Ελλάδας, αλλά και στην ίδια την εκμαυλιστική, αλλοτριωτική κυπριακή πραγματικότητα, έχουν διάθεση αμφισβήτησης και κριτικής σε μια κατάσταση που ήταν τόσο αλλοτριωμένη...
–Ποια είναι η συμβολή αυτής της Γενιάς στην επόμενη;
–Αυτή η γενιά έχει σημαντικούς λογοτέχνες, που επηρεάζουν και τους νεότερους, είμαστε όλοι μια αλυσίδα σε αυτό το ποιητικό παιχνίδι, μοιάζει σαν μία σκυταλοδρομία και θεωρώ ότι όποιος γράφει ποίηση ή γενικά ασχολείται με τη λογοτεχνία πρέπει να γνωρίζει τους προηγούμενους, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να διαλεχθεί συγκρουσιακά μαζί τους. Πρέπει να γνωρίζεις τι έχει γραφτεί ώστε να μπορέσεις και εσύ να καθορίσεις τη δική σου πορεία στον χρόνο. Από τη δική μου οπτική λοιπόν, κάθε γενιά έχει κάτι να προσφέρει, γιατί για να είμαστε εδώ σήμερα εμείς πατάμε σε αυτούς.
–Σήμερα είναι το ίδιο δυνατό να γράφεται ποίηση για εκείνη την περίοδο; Πρέπει να γράφεται;
–Στην ποίηση και στη λογοτεχνία δεν υπάρχει πρέπει και δεν πρέπει, υπάρχει κάτι που συμβαίνει και κάτι που δεν συμβαίνει. Το θέμα είναι πώς αυτό πραγματώνεται αισθητικά, αν δηλαδή μετουσιώνεται σε έργο τέχνης. Πιστεύω ότι στην Κύπρο, μέσα από αυτή την επίπλαστη ευμάρεια που ζούμε και κρύβουμε το τραύμα κάτω από το χαλί, πρέπει να ασχοληθούμε επιτέλους με αυτό και ο κυριότερος τρόπος είναι να μιλήσουμε γι’ αυτό. Ενας Ε/κ ποιητής που κάθε μέρα βλέπει τη σημαία του ψευδοκράτους ή ακούει τις απειλές του Τούρκου προέδρου, που δεν μπορεί να πάει στο σπίτι του ή που έχει νεκρούς ή αγνοούμενους, που ζει τη ματαίωση εδώ και 48 χρόνια, θεωρώ ότι μπορεί να μιλήσει, το θέμα είναι πώς θα μιλήσει, εάν π.χ. μιλάει μόνο ιδεολογικά, πιθανότατα δεν θα γράψει ποίηση...
–Υπάρχει συνομιλία ποιητική με Τ/κ λογοτέχνες;
–Ναι, βέβαια, και υπάρχουν και σχέσεις Ε/κ και Τ/κ λογοτεχνών αυτής της γενιάς της Εισβολής, γιατί ακριβώς και οι Τ/κ έχουν βιώσει το μεγάλο κακό που έγινε στο νησί, τους άγγιξε και εκείνους. Αλλά και οι νεότερες γενιές συνομιλούν μεταξύ τους, υπάρχει ένα καταπληκτικό ποίημα του Γκιουργκέντς Κορκμάζελ για τον πόλεμο, το «Η κατάρα της λεηλασίας». Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχουν λογοτεχνικές σχέσεις με τους Τ/κ, διότι αναφέρονται στα ίδια γεγονότα, τα οποία καθόρισαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της νεότητάς τους και της βιωτής τους.
–Εγκλωβίστηκε η λογοτεχνία μας σε αυτό το τραύμα;
–Αυτό που ίσως έγινε είναι μια κακή εκμετάλλευση από κάποιους, στην προσπάθειά τους να μιλήσουν έχουν περιπέσει σε βαρετές επαναλήψεις. Ίσως να έχει εξαντληθεί ο τρόπος έκφρασης του βιώματος του 1974, αλλά πάντα υπάρχει ένας καινούργιος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα. Μπορούμε να γράψουμε για ό,τι έγινε τότε και ακόμη σήμερα βιώνουμε, αλλά δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε αυτά που έχουν πει οι προηγούμενοι. εμείς πρέπει να δούμε τα πράγματα διαφορετικά και να τα εκφράσουμε διαφορετικά.