Του Απόστολου Κουρουπάκη
Η αρχιτέκτονας Θεώνη Ξάνθη, επικεφαλής της αρχιτεκτονικής ομάδας για το Νέο Κυπριακό Μουσείο με αφορμή την παρουσία της στο 4ο DigitalAgenda μιλάει στην «Κ» για το μεγαλύτερο έργο του κρατικού προϋπολογισμού, που αναμένεται να αλλάξει την περιοχή πέριξ του κοινοβουλίου. Η κα Ξάνθη σημειώνει πως θέλησαν να κάνουν ένα κτίριο που θα ενσωματώνει την κυπριακή ταυτότητα και με αυτό τον τρόπο θα αυτοπροσδιορίζεται μονοσήμαντα ως το αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Οπωσδήποτε επιθυμούσαν έναν χώρο ζωντανό, που να απευθύνεται στους σύγχρονους ανθρώπους μέσα από την εμπειρία, τη γνώση και τη διεπαφή. «Έτσι, ενώ μιλά για τον Παρελθόντα χρόνο να ενσωματώνει και να αναφέρεται στον Ενεστώτα».
–Ποιο ήταν το όραμά σας, σχεδιάζοντας το νέο αρχαιολογικό μουσείο Λευκωσίας;
–Να κάνουμε ένα κτίριο αντάξιο της σημασίας του για την πόλη της Λευκωσίας και την Κύπρο. Τη ζώσα κιβωτό του κυπριακού πολιτισμού, που θα γίνει το όχημα για την προ- βολή και την ανάδειξή του, τόσο στη συνείδηση των Κυπρίων όσο και διεθνώς. Για τους Κύπριους, όπως και για όλους τους λαούς, το αρχαιολογικό μουσείο είναι η παρουσία της διαχρονικής τους ταυτότητας. Το πολύτιμο φορτίο αυτής της ιδιαίτερης ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, που είναι ζωντανή μέσα στην πόλη, όχι μόνο μέσα από τα μνημεία και τα ιστορικά κατάλοιπα αλλά και μέσα από τη ζωντάνια της παράδοσης, τη γλώσσα και το τοπίο. Θέλαμε λοιπόν ένα κτίριο που θα ενσωματώνει αυτή την ταυτότητα και με αυτό τον τρόπο θα αυτό-προσδιορίζεται μονοσήμαντα ως το αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Με άλλα λόγια, ένα κτίριο που θα γεννιόταν από τον τόπο και όχι ένα κτίριο που θα ερχόταν να εγκατασταθεί στον τόπο. Αυτό ήταν που θα καθόριζε και τη μοναδικότητά του και όχι απλώς μια προσπάθεια νεωτερισμού ή αναπαραγωγής διεθνών μορφολογικών προτύπων. Ξέρετε σήμερα δεν σχεδιάζονται ευρέως νέα αρχαιολογικά μουσεία. Συνήθως, αυτά βρίσκουν καταφύγιο σε κτίρια ιστορικής αξίας ή σε υπάρχοντα κελύφη και άρα δεν είναι ζητούμενη η εκφορά του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Αρχαίες μαρτυρίες που φιλοξενούνται σε παλιά κελύφη. Δεν είναι η περίπτωσή μας. Εδώ έχουμε ένα νέο κτίριο, το οποίο έρχεται σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης όπου τα σύνορα και οι αντιλήψεις ενοποιούνται, να δηλώσει την ταυτότητά του. Παράλληλα με αυτό, είναι ένα κτίσμα σύγχρονο και τεχνολογικά άρτιο, ένας κτηριακός οργανισμός λειτουργικός και αποδοτικός, ικανός να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός μουσείου διεθνών προδιαγραφών αλλά και τις ανάγκες της κυπριακής αρχαιολογίας σε με- γάλο βάθος χρόνου. Το όραμά μας ήταν μια νέα εγκατάσταση πολιτισμού που θα αποτελεί μια γενναιόδωρη χειρονομία προς την πόλη, θα γεννήσει νέα περιβάλλοντα και θα τροφοδοτήσει μια νέα κοινωνική και πολιτιστική αποδοτικότητα. Το μουσείο σαν ένα ανοικτό πεδίο πολιτισμού.
–Χώρος, χρόνος, μνήμη, τι βάρυνε περισσότερο, όταν οραματιζόσασταν το νέο αρχαιολογικό μουσείο Λευκωσίας;
–Δημιουργήσαμε έναν Χώρο για να στεγάσει τη συλλογική Μνήμη, και να ζήσει στον παρόντα Χρόνο. Δηλαδή βάρυναν και τα τρία σε ένα αδιάρρηκτο σύνολο. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι το σύγχρονο μουσείο δεν είναι ένα μαυσωλείο. Ζει στην εποχή του, διαφυλάσσοντας και ερμηνεύοντας το παρελθόν. Και με αυτή την έννοια συμβάλλει στη διατήρηση της συλλογικής μνήμης και την αναπαραγωγή του πολιτισμού. Θα λέγαμε ότι προσπαθεί να διατηρήσει ορατό το νήμα, το ίχνος. Για να το πετύχει όμως αυτό θα πρέπει να είναι ένας χώρος ζωντανός, που απευθύνεται στους σύγχρονους ανθρώπους μέσα από την εμπειρία, τη γνώση και τη διεπαφή. Έτσι, ενώ μιλά για τον Παρελθόντα χρόνο να ενσωματώνει και να αναφέρεται στον Ενεστώτα.
–Ένα μουσείο δεν είναι απλώς ένα εκθετήριο αντικειμένων, με ποιον άλλο τρόπο μπορεί να γίνει και σημείο κοινωνικής διάδρασης;
–Νομίζουμε ότι ένα σύγχρονο αρχαιολογικό μουσείο δεν είναι ούτε ένας ναός της μνήμης, ούτε ένας χώρος αρχαιολογικής αισθητικής, μια γκαλερί αρχαιολογίας. Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε έναν χώρο όπου συναντιούνται το παρελθόν με το παρόν, μέσα από τη ζωντανή καθημερινότητα της πόλης. Ένας χώρος που λειτουργεί μέσα στην πόλη, όχι σαν ένα στατικό συμβάν, αλλά σαν ένας χώρος που παράγει νέα περιβάλλοντα και συμπεριφορές, ανατροφοδοτώντας τη σύγχρονη ζωή με τα νοήματα και τους τρόπους του πολιτισμού που έχει ήδη παραχθεί. Παράλληλα, θελήσαμε η ίδια η περιήγηση της έκθεσης να είναι βιωματική τόσο από τις εικόνες που υποβάλλει η ίδια η αρχιτεκτονική δομή του κτιρίου, όσο και από τους χειρισμούς και τα μέσα της μουσειογραφίας. Να είναι μια εμπειρία που ο επισκέπτης θα θελήσει να την επικοινωνήσει και να ξαναζήσει.
Το κτίριο και η νέα μεγάλη αστική διαμόρφωση δεν ανταγωνίζονται την πλατεία Ελευθερίας. Συμμετέχει και εμπλουτίζει την αλληλουχία των δημόσιων χώρων που στοχεύουν στην αστική αναβάθμιση της πόλης της Λευκωσίας, και αρχίζει πλέον να γίνεται ορατή.
–Εχετε έγνοια αν το νέο μουσείο συνομιλεί με τα πλησιόχωρα δημόσια κτήρια ή τη νέα πλατεία της πρωτεύουσας;
–Το νέο μουσείο θα επιβάλει μια νέα πραγματικότητα για όλη την γύρω περιοχή. Είναι εξ ορισμού ένα κτίριο που θα επιβάλλει την παρουσία του, χωρίς όμως να καθυποτάζει τον περίγυρό του. Αντίθετα, σχεδιάστηκε ώστε να αποτελέσει το κέντρο και τον ζωογονητικό παράγοντα για την περιβάλλουσα περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όγκος του μουσείου σηκώθηκε ώστε να αφήσει την πόλη να περάσει από μέσα του, και απέδωσε στην πόλη μια νέα μεγάλη πλατεία, στην οποία έχουν αναφορά τόσο το κοινοβούλιο, όσο και το παλιό μουσείο, που θα μετατραπεί σε Βυζαντινό, θα λέγαμε ακόμα και το Δημοτικό Θέατρο. Τη λέμε η Πλατεία των Μουσείων. Το κτίριο και η νέα μεγάλη αστική διαμόρφωση δεν ανταγωνίζονται την πλατεία Ελευθερίας. Συμμετέχει και εμπλουτίζει την αλληλουχία των δημόσιων χώρων που στοχεύουν στην αστική αναβάθμιση της πόλης της Λευκωσίας, και αρχίζει πλέον να γίνεται ορατή.
–Είναι ένα μουσείο βιβλίο περιπέτειας ή ένα ιλουστρασιόν περιοδικό τέχνης και πολιτισμού;
–Είναι σίγουρα το πρώτο. Το βιβλίο μιας μεγάλης περιπέτειας, που σε καλεί να το διαβάσεις και να το ζήσεις με τα μάτια του σήμερα. Η προσπάθειά μας ήταν να κάνουμε αυτό το διάβασμα συναρπαστικό και βιωματικό, να κάνουμε τον αναγνώστη – επισκέπτη να ταυτιστεί με τους ήρωες και τις εποχές, να πλάσει τις δικές του εικόνες και ερμηνείες. Ν’ αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα στις ιστορικές διαδρομές. Και ίσως να αντιληφθεί βαθύτερα ή να επαναπροσδιορίσει με μεγαλύτερη αυτογνωσία την ταυτότητά του.
Το μουσείο γεννήθηκε από μέσα. Το περιεχόμενό του δημιούργησε τη δομή και τη μορφή του. Δεύτερη πρόκληση ήταν ο τρόπος που θα μπορούσε να υλοποιηθεί η ιδέα ενός «ανοιχτού» μουσείου.
Η εξοικονόμηση πόρων και η εξασφάλιση
μηδενικού ενεργειακού αποτυπώματος
–Οπωσδήποτε ένα έργο όπως αυτό θα είχε αρχιτεκτονικές προκλήσεις και ιδιαιτερότητες, ποιες ήταν αυτές;
–Οι προκλήσεις ήταν πάρα πολλές. Εξ αρχής δεν θελήσαμε να αντιμετωπίσουμε το έργο σαν μια αρχιτεκτονική άσκηση που θα δικαίωνε απλώς τις αρχιτεκτονικές μας φιλοδοξίες. Ξέραμε ότι φτιάχνουμε το κτίριο που θα στεγάσει τη διαχρονική ύπαρξη αιώνων ενός ολόκληρου πολιτισμού, ενός λαού. Η πρώτη πρόκληση λοιπόν ήταν να κατανοήσουμε το περιεχόμενο του μουσείου. Μελετήσαμε επίμονα και σε βάθος την ιστορία της Κύπρου και τον πολιτισμό της και γνωρίσαμε σχεδόν ένα προς ένα τα 6.000 εκθέματα που πρόκειται να εκτεθούν. Το μουσείο γεννήθηκε από μέσα. Το περιεχόμενό του δημιούργησε τη δομή και τη μορφή του. Δεύτερη πρόκληση ήταν ο τρόπος που θα μπορούσε να υλοποιηθεί η ιδέα ενός «ανοιχτού» μουσείου. Όχι δηλαδή ενός κλειστού συμβάντος μέσα στην πόλη αλλά ενός συνολικού μουσειακού περιβάλλοντος, που θα προσελκύει τους πολίτες και οι πολίτες θα το οικειοποιηθούν. Η μεγάλη υπαίθρια διαμόρφωση, που περιβάλλει το μουσείο, αποκτά χαρακτηριστικά που θα την προσδιορίζουν όχι σαν μια πλατεία αλλά σαν την Πλατεία του Μουσείου. Τα δάπεδα αποκτούν Κυπροσυλλαβικά χαράγματα και τις ελληνικές μεταφράσεις τους, οι αναφωτίδες των εργαστηρίων γίνονται επιφάνειες ιστορικών πληροφοριών, τα υαλοπετάσματα αποκτούν γραφιστικά μοτίβα, τα παγκάκια και οι ανθώνες αποκτούν γλυπτικές μορφές και έτσι ο χώρος που περιβάλλει το μουσείο σε προϊδεάζει γι’ αυτό που υπάρχει μέσα σε αυτό. Στη δυτική πλευρά δημιουργείται μια μεγάλη πλατφόρμα για υπαίθριες εκθέσεις, ενώ τα μεγέθη και η ογκοπλασία επιτρέπουν υπαίθριες εκδηλώσεις και πολιτιστικές δράσεις. Η τρίτη πρόκληση, καθαρά τεχνολογική, ήταν η στατική υλοποίηση.
Οι τρεις υπερυψωμένου όγκοι επιλύθηκαν με ευφυή τρόπο στη στατική μελέτη του κ. Γρηγόρη Πενέλη σαν γέφυρες στηριγμένες σε δύο ισχυρές βάσεις. Αυτό έδωσε δύο μεγάλα πλεονεκτήματα. Το πρώτο ότι στατικός φορέας των όγκων είναι το ίδιο τους το κέλυφος, οπότε το εσωτερικό έμεινε ελεύθερο από υποστυλώματα για τη διάταξη των εκθέσεων. Το δεύτερο, ότι η κίνηση του σεισμού κλειδώθηκε με εφέδρανα στα δύο σημεία στήριξης και λύθηκε το θέμα του σεισμικού κραδασμού για τους εκθεσιακούς χώρους. Τέταρτο, το θέμα του βιοκλιματικού σχεδιασμού. Σχεδιάσαμε με τρόπο που η ίδια η δομή, η διάταξη και ο προσανατολισμός του κτιρίου να προσφέρει αφ’ εαυτής οφέλη, που θα μειώνουν το ενεργειακό κόστος.
Οι διακριτοί όγκοι που επιτρέπουν τους ευεργετικούς ΒΔ δροσιστικούς ανέμους το καλοκαίρι, ο σκιασμός που προσφέρουν οι υπερυψωμένοι όγκοι, το φίλτρο του στεγάστρου της εισόδου, το μικροκλίμα των μεγάλων και μικρών αιθρίων στο σώμα του κτιρίου και πολλά άλλα. Και ακόμα η τεχνολογική αρτιότητα που θα έπρεπε να συνδυάζεται με τη γήινη μορφή του χειροποίητου τεχνήματος. Η εξοικονόμηση πόρων και η εξασφάλιση μηδενικού ενεργειακού αποτυπώματος. Ο συνδυασμός της «Ανοιχτότητας» με την Ασφάλεια του μουσείου. Η προσβασιμότητα για όλους έξω και μέσα στο μουσείο. Θα μπορούσαμε να φτάσουμε στο εκατό. Αν το συνοψίσουμε όμως είναι η πρόκληση ότι προσπαθήσαμε να σχεδιάσουμε συνολικά ή όπως λέμε «ολιστικά». Δηλαδή η αρχιτεκτονική, η μουσειολογική, η στατική, η βιοκλιματική προσέγγιση να προκύπτουν η μία από την άλλη και να αλληλοτροφοδοτούνται, παράγοντας έναν ενιαίο σχεδιασμό που στοχεύει στο «όλον».
–Τα πλημμυρικά φαινόμενα που παρατηρηθήκαν σας ανάγκασαν σε τεχνικές αλλαγές, και τροποποίηση των αρχικών σχεδίων, σε τι βαθμό έγιναν αλλαγές;
–Διαθέσαμε πολύ μελετητικό χρόνο ώστε να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του Μουσείου από ενδεχόμενα πλημμυρικά φαινόμενα σε πολύ μεγάλο βάθος χρόνου. Σκεφτεί- τε ότι δουλέψαμε με πλημμυρικά δεδομένα 200ετίας, όταν συνήθη έργα ακόμα και αντιπλημμυρικά έχουν δεδομένα 20ετίας. Αυτό επιβάρυνε βέβαια κατά τι τον προϋπολογισμό του έργου, όμως καταφέραμε να μην αλλοιώσει τον αρχικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ίσως γιατί είμαστε από τις ελάχιστες προτάσεις του διαγωνισμού που είχε λάβει σοβαρά υπόψη το πρόβλημα εξ αρχής και υπήρχαν οι αντίστοιχες επιλογές και προβλέψεις. Σε κάθε περίπτωση, οι ραγδαίες κλιματικές αλλαγές πιθανώς δικαιολογούν την επιμονή μας, την επιστημονική μεθοδικότητα και το χρόνο που αναλώθηκε πάνω σε αυτό το ζήτημα.
–Σε ποια φάση βρίσκονται οι εργασίες του μουσείου αυτή την περίοδο;
–Σήμερα, και μετά από μια πολύ δύσκολη διαδικασία μέσα στις συνθήκες της πανδημίας, έχει παραδοθεί το σύνολο των Μελετών Εφαρμογής και των Εγγράφων Δημοπράτησης του έργου και αναμένεται η τελική έγκριση από την πλευρά του εργοδότη, δηλαδή από το Τμήμα Δημοσίων Έργων του Υπουργείου. Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η Προκήρυξης του διαγωνισμού Δημοπράτησης του έργου, που θα αναδείξει και θα εγκαταστήσει τον κατασκευαστή.
Οι τρεις ενότητες του νέου Μουσείου
–Τόπος, Θάλασσα και Κόσμος, τρεις νοηματικές ενότητες... τι περιλαμβάνουν και πώς διαφοροποιείται η μία από την άλλη;
–Μελετώντας τις αρχαιολογικές συλλογές που θα συνέθεταν το περιεχόμενο του κτιρίου αλλά ταυτόχρονα και την ιστορική διαδρομή του νησιού, καταλάβαμε ότι αυτό θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο πολύ διακριτές ενότητες, που γινόταν ορατές ακόμα και στη φύση και την υφή των εκθεμάτων. Ήταν η χρονική περίοδος της Προϊστορίας και αυτή των Ιστορικών χρόνων. Ταυτόχρονα, υπήρχε ένα διαχρονικό στοιχείο που διέτρεχε όλες τις φάσεις της αφήγησης και αυτό ήταν η Θάλασσα. Έτσι, προέκυψαν οι τρεις βασικές ενότητες της μόνιμης Έκθεσης. Στη συνέχεια, οι τρεις νοηματικές ενότητες πήραν χωρική υπόσταση και μεταφράστηκαν στους τρεις διακριτούς κτιριακούς όγκους που συνθέτουν την ανωδομή του κτιρίου.
Η πρώτη ονομάζεται ΤΟΠΟΣ, αφηγείται την Προϊστορία, δηλαδή από τη γένεση του νησιού μέχρι την Ύστερη εποχή του Χαλκού, και εστιάζει στη σχέση των πρώιμων κατοίκων της Κύπρου με τη γη και τις πηγές της.
Η δεύτερη, ο μεσαίος μικρότερος όγκος, ονομάζεται ΘΑΛΑΣΣΑ, το άχρονο ενδιάμεσο, και εστιάζει στην αδιάλειπτη σχέση του νησιού με το θαλάσσιο στοιχείο.
Η τρίτη ονομάζεται ΚΟΣΜΟΣ και αφορά τους Ιστορικούς χρόνους, από την εποχή των Κυπριακών Βασιλείων μέχρι τη Ρωμαϊκή και Πρωτοχριστιανική εποχή, εστιάζοντας στις μετακινήσεις και τις αλληλεπιδράσεις των μεσογειακών πολιτισμών. Οι τρεις ενότητες διαφοροποιούνται από το ίδιο τους το περιεχόμενο. Από τη μία πλευρά είναι ο γήινος απλός κόσμος της προϊστορίας, ο Τόπος. Και από την άλλη τα αγάλματα, η αίσθηση του καλλιτεχνήματος και η οικουμενικότητα της Ιστορίας, ο Κόσμος. Ανάμεσά τους ο αέναος κόσμος της Θάλασσας, της ανταλλαγής της επικοινωνίας και της αλληλεπίδρασης. Όλα αυτά παρουσιάζονται μέσα από μια δομημένη μουσειολογική αφήγηση και σύγχρονους μουσειογραφικούς τρόπους. Η περιήγηση αρθρώνεται σε θεματικές ενότητες με βάση την χρονολογική αφήγηση και πλαισιώνεται από γραφιστικές και οπτικοακουστικές πολυμεσικές εφαρμογές, διαδραστικούς σταθμούς και τρισδιάστατες ανακατασκευές και μοντέλα, που θα ζωντανέψουν την έκθεση με στόχο να δημιουργήσουν τις συνθήκες για μια βιωματική, συμμετοχική και πολυαισθητηριακή επίσκεψη, χωρίς να υποκαταστήσουν ή να υποβαθμίσουν τα ίδια τα αρχαιολογικά ευρήματα.
–Σε παλαιότερή μας συνέντευξη μου είχατε πει ότι θέλετε το μουσείο να συμμετέχει στην καθημερινότητα της πόλης, ένα παρόμοιο αρχιτεκτονικό έργο μπορεί να αλλάξει την αστική καθημερινότητά της;
–Νομίζω ότι μπορεί. Θελήσαμε να δημιουργήσουμε έναν νέο «προορισμό» για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης. Έναν προορισμό που θα είναι τουριστικός, με τα αντίστοιχα ευεργετήματα για την πόλη. Εκπαιδευτικός με την οργανωμένη προσέλκυση μαθητών, σπουδαστών και ερευνητών. Αλλά κυρίως καθημερινός για τους πολίτες της Λευκωσίας, που θα προσελκυσθούν από το νέο αστικό περιβάλλον και θα το εντάξουν στις επιλογές της καθημερινότητάς τους, σαν τόπο συνάντησης και αναψυχής, ανεξαρτήτως αν το συνδυάσουν με επίσκεψη ή όχι στην έκθεση. Ο τόπος μιας κυριακάτικης βόλτας, ενός ραντεβού με φίλους, ενός μεσημεριανού διαλείμματος ή ενός βραδινού δείπνου. Ή ακόμα η συμμετοχή σε μια εκδήλωση, μια γιορτή ή ένα πολιτιστικό δρώμενο.
–Πόσο έτοιμο θα είναι το μουσείο κυρία Ξάνθη για το μακροπρόθεσμο αύριο της πόλης, τόσο σε επίπεδο νέων ανακαλύψεων, αλλά και σε αστικό-πολεοδομικό;
–Το Νέο Κυπριακό Μουσείο είναι ένα έργο σχεδιασμένο για ζήσει και να καλύψει τις ανάγκες της αρχαιολογικής έρευνας σε μεγάλο βάθος χρόνου. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι πρέπει να αγκαλιαστεί και από την Πολιτεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σήμερα τα μεγάλα εθνικά αρχαιολογικά μουσεία, και μάλιστα τα διεθνή, όπως φιλοδοξούμε να είναι αυτό που σχεδιάσαμε, είναι πολύπλοκοι οργανισμοί που απαιτούν στελέχωση και φροντίδα από την πλευρά του κράτους. Χρειάζονται πόρους και κυρίως οραματική διαχείριση. Για να κεντρίσεις όμως το διεθνές ενδιαφέρον και να καταγραφείς και να παραμείνεις στον διεθνή χάρτη των σημαντικών μουσείων, πρέπει να δημιουργήσεις έναν ζωντανό, εξωστρεφή οργανισμό, που συμμετέχει στο διεθνές αρχαιολογικό γίγνεσθαι, στην έρευνα και την επιστημονική διάδραση. Το γεγονός ότι η κυπριακή αρχαιολογία απέκτησε το νέο της σπίτι, νομίζουμε ότι θα δώσει το έναυσμα για μια αναζωογόνηση και συσπείρωση των μελών της αρχαιολογικής κοινότητας, που έτσι και αλλιώς είναι πολύ ενδιαφέρουσα και δραστήρια. Αν λάβουμε υπόψη και το ολοένα αυξανόμενο διεθνές ενδιαφέρον για την ιδιαιτερότητα του κυπριακού πολιτισμού, ως ένα διαχρονικό χωνευτήρι πολιτισμών και κόμβος αλληλεπίδρασης των μεσογειακών πολιτισμών, έχουμε βάσιμους λόγους να ελπίζουμε σε μια νέα άνθιση και διεθνή προβολή της κυπριακής αρχαιολογίας. Από την άλλη, το μουσείο διαθέτει μια εκτεταμένη πτέρυγα Εργαστηρίων Συντήρησης για όλες τις κατηγορίες ευρημάτων, που είναι εξοπλισμένη με πλήρη και σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό, και ικανή να καλύψει τις ανάγκες σε βάθος χρόνου. Ακόμα, διαθέτει εκτεταμένους και εξοπλισμένους χώρους Αποθηκών Αρχαιολογικού υλικού, για να φιλοξενηθούν τα ευρήματα μελλοντικών ανασκαφών. Όσον αφορά στο αστικό και πολεοδομικό επίπεδο πιστεύουμε ότι το έργο, με τον τρόπο που σχεδιάστηκε, θα δημιουργήσει έναν νέο κοινωνικό και πολιτιστικό πόλο έξω από τα τείχη, αναβαθμίζοντας μακροπρόθεσμα τον αστικό ιστό και τη ζωή της πόλης.