Του Παύλου Ξανθούλη
Το ενδεχόμενο εξασφάλισης απόλυτης πλειοψηφίας των εθνικιστών στο δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία, στοιχειώνει τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο καθώς, όπως επισημαίνουν κοινοτικοί κύκλοι, η χώρα, που αποτελεί έναν από τους δύο πυλώνες σταθερότητας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, «κινείται με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα μεταξύ των εθνικιστών της Μαρίν Λεπέν και της ακυβερνησίας», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ίδια την Ε.Ε., που, σε κάθε περίπτωση, κινδυνεύει να εισέλθει σε αχαρτογράφητα νερά.
Η δεύτερη συνεχόμενη νίκη των εθνικιστών μέσα σε τρεις εβδομάδες, (η πρώτη ήταν στις ευρωεκλογές), με ποσοστά που κυμαίνονται πέριξ του 33%, σε συνδυασμό με τις πρώτες διεκδικήσεις της Μαρίν Λεπέν, που αξιώνει ακόμη και περιορισμό των εξουσιών του προέδρου Μακρόν, στα ζητήματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, συνθέτουν ένα παζλ υψηλής δυσκολίας για τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Σχηματίζοντας με ευκρίνεια μια πολύ ενδεικτική εικόνα των εθνικιστικών προθέσεων, που εκ των πραγμάτων προκαλούν εντονότατο προβληματισμό, καθώς αγγίζουν, μεταξύ άλλων, και το ιδιαίτερα ευαίσθητο για την Ε.Ε. ζήτημα της στήριξης της Ουκρανίας στον πόλεμο κατά της επιτιθέμενης Ρωσίας. Η Μαρίν Λεπέν έσπευσε να αναφέρει ότι εάν εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία και σχηματίσει κυβέρνηση, τότε ο Εμανουέλ Μακρόν θα πρέπει να ξεχάσει την αποστολή στρατευμάτων στην Ουκρανία, ενώ ο 28χρονός πρόεδρος της Εθνικής Συσπείρωσης, Ζορντάν Μπαρντελά, που φιλοδοξεί να γίνει νέος πρωθυπουργός, στη Γαλλία, προεξόφλησε ήδη ότι το Κίεβο δεν θα μπορεί να εξασφαλίσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς.
Και αυτό προφανώς είναι απλώς η αρχή, καθώς οι εθνικιστές δεν έχουν ακόμη ανέβει στην εξουσία, γεγονός που καταγράφεται στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο, όπου η αμηχανία είναι τουλάχιστον έκδηλη. Όπως έλεγε στην «Κ» κοινοτική πηγή, «η εντύπωση που κυριαρχεί στην έδρα της Ε.Ε. είναι ότι το εθνικιστικό κόμμα της Γαλλίας δεν θα αρκεστεί στη χειραγώγηση της εθνικής ατζέντας της Γαλλίας, αλλά θα επιδιώξει να καθορίσει και την πορεία της “γερμανογαλλικής ατμομηχανής”, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στατική επάρκεια του συνόλου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος».
Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης, Στέφεν Χέμπεστραϊτ, υποστήριξε ότι «εργαζόμαστε στενά και με εμπιστοσύνη με τη Γαλλία, τον σημαντικότερο ευρωπαίο εταίρο μας. Και αυτό θα παραμείνει έτσι από την πλευρά μας», διαμήνυσε, αφήνοντας εμμέσως να διαρρεύσει ανησυχία, αν μη τι άλλο, κατά πόσον και η Γαλλία θα συνεχίσει να εργάζεται και η ίδια για τον ίδιο σκοπό. Ή κατά πόσο θα αλλάξει πλεύση, παίζοντας εθνικιστικά, σε μια περίοδο μάλιστα που και η γερμανική κυβέρνηση είναι αποδυναμωμένη και οι εθνικιστές του AFD, «Εναλλακτική για τη Γερμανία», κερδίζουν έδαφος.
Ενδιαφέρουσα είναι και η τοποθέτηση του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, ο οποίος αν και απέφυγε να σχολιάσει τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εκλογών στη Γαλλία, αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφερθεί ευρύτερα στην ενίσχυση του ΝΑΤΟ μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν νομίζω ότι αυτό θα αλλάξει, όποια κι αν είναι η πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη». Αν βεβαίως ο κ. Μπλίνκεν ήταν τόσο σίγουρος ότι τίποτα δεν θα αλλάξει με μια ενδεχόμενη άνοδο των εθνικιστών στην εξουσία της Γαλλίας (έστω και στο πλαίσιο «συγκατοίκησης» με τον Μακρόν), τότε προφανώς δεν θα αισθανόταν καμιά ανάγκη να τοποθετηθεί με τον τρόπο που το έπραξε.
Το «κεφάλαιο» Μακρόν και η Κύπρος
Μοιραία, οι εξελίξεις στη Γαλλία επηρεάζουν και τη Λευκωσία, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια εναποθέτει τις ελπίδες της στο Παρίσι, προκειμένου να εξασφαλίσει στήριξη και να ξεκλειδώσει τις πόρτες του Βερολίνου και των Βρυξελλών για ζητήματα που άπτονται κυρίως του Κυπριακού προβλήματος (και παλαιότερα και των κυρώσεων κατά της Τουρκίας, για την κυπριακή ΑΟΖ). Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης, που θεωρεί τον Εμανουέλ Μακρόν «φίλο» του, εκτιμάται ότι θα έχει δυσκολότερο έργο να ενεργοποιήσει το Παρίσι, εάν ο Γάλλος πρόεδρος «συγκατοικήσει» στη διακυβέρνηση της χώρας, με την «Εθνική Συσπείρωση» της Μαρίν Λεπέν. Άλλωστε, σε μια τέτοια περίπτωση, κοινοτικοί κύκλοι εκτιμούν ότι η Γαλλία θα οδηγηθεί σε εσωστρέφεια και σε μια συνεχή μάχη μεταξύ πρωθυπουργού και προέδρου της χώρας, τον οποίο ήδη η Λεπέν και ο Μπαρντελά θεωρούν «διακοσμητικό».
Ξένη διπλωματική πηγή ανέφερε στην «Κ» ότι «σε κάθε περίπτωση, είτε η επικράτηση των εθνικιστών είναι “απόλυτη” στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών (σ.σ. και άρα είναι σε θέση να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση), είτε όχι, το αποτέλεσμα για τον Εμανουέλ Μακρόν είναι προδιαγεγραμμένο. Ακόμη κι αν παραμείνει πρόεδρος της Γαλλίας (σ.σ. όπως έχει ήδη πει ότι θα πράξει), θα είναι εκ των πραγμάτων αποδυναμωμένος και υπό προθεσμία. Κι αυτό, γιατί κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει, ούτε στη Γαλλία, αλλά ούτε και ευρύτερα στην Ε.Ε., ότι ο Εμανουέλ Μακρόν ήταν αυτός που χωρίς να μετρήσει τις συνέπειες, προκήρυξε βουλευτικές εκλογές, οδηγώντας τη χώρα του, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία και τη μόνη πυρηνική δύναμη της Ευρώπης, ένα βήμα πριν το χείλος της διακυβέρνησης από τους εθνικιστές. Τολμώ να πω, ότι ο κ. Μακρόν θα δυσκολεύεται πλέον να θεωρεί τον εαυτό του πολιτικό κεφάλαιο, τόσο για τη χώρα του όσο και για την Ε.Ε.», ανέφερε χαρακτηριστικά η ίδια πηγή, υπό την προϋπόθεση τήρησης της ανωνυμίας της.
Υπό αυτή την έννοια, καθίσταται σαφές ότι σε κάθε περίπτωση η επιρροή του Εμανουέλ Μακρόν στα ευρωπαϊκά δρώμενα, όσο κομψά και να το θέσουμε, εξασθενίζει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις όποιες προσδοκίες ενδεχομένως διατηρούσε ή/και διατηρεί η Λευκωσία για στήριξη από τον Γάλλο πρόεδρο. Όχι μόνο στο Κυπριακό, αλλά και ευρύτερα.
Ελπίδες για Βρυξέλλες-Βερολίνο
Βρυξέλλες και Βερολίνο αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχουν ακόμη ελπίδες για ανατροπή της προσπάθειας του εθνικιστικού κόμματος της Μαρίν Λεπέν να αποκτήσει απόλυτη πλειοψηφία, στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών της προσεχούς Κυριακής, 7 Ιουλίου.
Ήδη έχουν εκδηλωθεί κάποιες κινήσεις για αναχαίτιση της πορείας των εθνικιστών, από τον αριστερό συνασπισμό του «Νέου Λαϊκού Μετώπου» (28% στον πρώτο γύρο) και από το κόμμα του προέδρου Μακρόν (20% στον πρώτο γύρο). Συγκεκριμένα, έχει αποσυρθεί μεγάλος αριθμός «τρίτων» στην κατάταξη υποψηφίων, στις μονοεδρικές περιφέρειες της Γαλλίας και από τους δύο χώρους, ώστε να στηριχθεί ο έτερος υποψήφιος των δύο πολιτικών σχημάτων, κόντρα στον υποψήφιο των εθνικιστών και στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν απόλυτη πλειοψηφία. Ερωτηματικό πάντως αποτελεί το «επίπεδο πειθαρχίας» που θα επιδειχθεί. Δηλαδή, σε ποιο βαθμό οι ψηφοφόροι του αριστερού συνασπισμού είναι διατεθειμένοι να ψηφίσουν υποψήφιο από ένα κεντρώο φιλελεύθερο χώρο -και αντίθετα.
Οι τελευταίες μετρήσεις που είχαν γνωστοποιηθεί, ενώ γράφονταν αυτές οι γραμμές, χθες Τρίτη, έδιναν στο κόμμα της «Εθνικής Συσπείρωσης» από 230 έως 280 έδρες, ενώ το Politico δεν απέκλειε η Λεπέν να εξασφαλίσει από 230 μέχρι και 310 έδρες. Για να εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία, το κόμμα της Λεπέν χρειάζεται 289 έδρες από σύνολο 577 εδρών. Πάντως οι εθνικιστές δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια και φέρονται έτοιμοι, σε περίπτωση που δεν εξασφαλίσουν απόλυτη πλειοψηφία, να συζητήσουν με το συντηρητικό κόμμα των Ρεπουμπλικανών (συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας στη Γαλλία. Υπενθυμίζεται ότι πριν από μερικές εβδομάδες ο πρόεδρος των Ρεπουμπλικανών, Ερίκ Σιοτί, είχε ταχθεί υπέρ της συνεργασίας με τους εθνικιστές, κάτι που οδήγησε στην καθαίρεσή του.
Σε περίπτωση «συγκατοίκησης» (cohabitation) και διαμοιρασμού της εκτελεστικής εξουσίας μεταξύ του προέδρου Μακρόν και ενός εθνικιστή πρωθυπουργού, όπως ο Ζορντάν Μπαρντελά, ο πρόεδρος του κράτους, ως επικεφαλής, θα συμμετέχει στις Συνόδους Κορυφής της Ε.Ε., αλλά στα Συμβούλια της Ε.Ε. θα συμμετέχουν οι εθνικιστές υπουργοί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα της Γαλλίας να εκφράζεται με μια φωνή στην Ευρώπη, αλλά και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση να λαμβάνει αποφάσεις, και δη φιλοευρωπαϊκές.