Του Παύλου Ξανθούλη
Η έκθεση της Επιτροπής PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις παρακολουθήσεις στερείται νομικής βάσης, δεν είναι δεσμευτική για κανέναν και άρα δεν επισύρει οποιεσδήποτε συνέπειες για τα κράτη-μέλη. Τα δεδομένα αυτά είναι αδιαμφισβήτητα και αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα της αξιολόγησης της Επιτροπής PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και συνεπώς δεν έμειναν αναξιοποίητα από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., τα οποία ζήτησαν από το Συμβούλιο να τοποθετηθεί εκ μέρους τους, αποδομώντας οριζοντίως και καθέτως την αξιολόγηση της Ευρωβουλής, πριν καν πέσει στο τραπέζι το πρώτο προσχέδιο της PEGA.
Κάποιες από τις αναφορές του προσχεδίου έκθεσης της εισηγήτριας της Επιτροπής PEGA, αλλά και κάποια δεδομένα σε σχέση με την υπόθεση Pegasus, αφήνουν αναμφισβήτητα εκτεθειμένη τη Λευκωσία.
Το Συμβούλιο, λοιπόν, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», έλαβε γνωμάτευση από τη νομική του υπηρεσία και προκαταλαμβάνοντας το πρώτο προσχέδιο, λίγο πριν δημοσιοποιηθεί, απηύθυνε επιστολή προς την Επιτροπή PEGA, η οποία αντανακλά πρωτοφανή διαθεσμική απαξίωση για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τη διαδικασία που έχει δρομολογήσει. Η επιστολή την οποία εξασφάλισε η «Κ» (βλέπε φωτογραφία1), αμφισβητεί ευθέως τον ρόλο και την αρμοδιότητα της Επιτροπής PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «[…] θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στο γεγονός ότι με βάση τις Συνθήκες, είναι ευθύνη της Κομισιόν να παρακολουθεί και να αξιολογεί την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας από τα κράτη-μέλη, όπως καθορίζεται στο άρθρο 17 της Συνθήκης της Ε.Ε.». Με άλλα λόγια, το Συμβούλιο της Ε.Ε., εκ μέρους των 27 κρατών-μελών, υποδεικνύει προς την Επιτροπή PEGA της Ευρωβουλής, ότι είναι αναρμόδια ν’ ασκεί έλεγχο και ν’αξιολογεί το ζήτημα των παρακολουθήσεων.
«[…] θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στο γεγονός ότι με βάση τις Συνθήκες, είναι ευθύνη της Κομισιόν να παρακολουθεί και να αξιολογεί την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας από τα κράτη-μέλη, όπως καθορίζεται στο άρθρο 17 της Συνθήκης της Ε.Ε.» αναφέρεται στην επιστολή του Συμβουλίου προς την PEGA. (φωτογραφία 1)
Τοποθέτηση, η οποία είναι ορθή, μόνο όμως σε νομικό επίπεδο. Σε πολιτικό ωστόσο επίπεδο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όχι μόνο δύναται, αλλά οφείλει να εκδηλώνει παρεμβάσεις ακόμη και σε ζητήματα που δεν εμπίπτουν στη δική του αρμοδιότητα. Κάτι που συμβαίνει κατά κόρον. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελούν οι εκθέσεις της Ευρωβουλής για την Τουρκία και γι’ άλλες υποψήφιες χώρες, όπου ο έλεγχος, η αξιολόγηση της ενταξιακής πορείας, της υιοθέτησης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και η εφαρμογή της, ανήκουν και πάλι στην Κομισιόν. Στην περίπτωση αυτή λοιπόν, των υποψηφίων κρατών-μελών, το Συμβούλιο όχι μόνο δεν επέδειξε σπουδή για να γειώσει τις εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκδίδονται «ιδία πρωτοβουλία», αλλά έχει αρκετές φορές συμμετάσχει στις συζητήσεις που γίνονται στην Επιτροπή Εξωτερικών ή/και στην Ολομέλεια.
Κατά συνέπεια, υπό το φως αυτής της διαφορετικότητας της προσέγγισης του Συμβουλίου, αλλά και δεδομένου του υποτιμητικού και απαξιωτικού ύφους της επιστολής που στάλθηκε, εύλογα κάποιος θα μπορούσε να εκτιμήσει ότι το Συμβούλιο, δηλαδή όλα τα κράτη-μέλη, επιχειρούν να «γειώσουν» την έκθεση για τις παρακολουθήσεις. Άρα, είναι τουλάχιστον προφανές, ότι η επιστολή του Συμβουλίου εκ μέρους των κρατών-μελών, επιχειρεί αφενός να καταδείξει ότι η Επιτροπή PEGA είναι αναρμόδια να αξιολογήσει το ζήτημα και αφετέρου να καταστείλει την όλη πρωτοβουλία της Ευρωβουλής γύρω από την άσκηση πολιτικού ελέγχου του θέματος των παρακολουθήσεων στα κράτη-μέλη, πρακτική που δεν έχει προηγούμενο, δεδομένης και της σπουδής που επιδείχθηκε.
Ενδεικτική του κλίματος μεταξύ των κρατών-μελών, είναι η επιστολή του ΥΠΕΣ της Πολωνίας Mariusz Kaminski, συντονιστή των υπηρεσιών ασφαλείας της χώρας. Στην επιστολή, την οποία εξασφάλισε η «Κ» (βλέπε φωτογραφία 2), ο Πολωνός αξιωματούχος φροντίζει «να θέσει τον τόνο» των θέσεων της Βαρσοβίας, τον οποίο υιοθετούν όλα τα κράτη-μέλη, υποδεικνύοντας: «Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της Συνθήκης της Ε.Ε., η διατήρηση της τάξης και η διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας παραμένουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών-μελών». Η αναφορά αυτή αποτελεί ουσιαστικά το οχυρό των κρατών-μελών στην όποια αξιολόγηση επιχειρηθεί από οποιοδήποτε θεσμικό όργανο. Όχι μόνο από το αναρμόδιο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και από την αρμόδια Κομισιόν (εάν και εφόσον ενεργοποιηθεί), για την εξέταση και αξιολόγηση της εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις παρακολουθήσεις. Η επιστολή του ΥΠΕΣ της Πολωνίας, ως επίσης και άλλη μια επιστολή του Μονίμου Αντιπροσώπου της χώρας στην Ε.Ε. Andrzej Sados (βλέπε φωτογραφία 3) επικαλούνται υβριδικές επιθέσεις της Ρωσίας και της Λευκορωσίας, για να υποστηρίξουν ουσιαστικά, ότι η Πολωνία νομιμοποιείται να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ασφάλεια των πολιτών της. «Προκειμένου να αποτρέψουμε εχθρικές ενέργειες ξένων υπηρεσιών, όπως κατασκοπία ή κυβερνοεπιθέσεις ως επίσης διαφθορά ή τρομοκρατικά εγκλήματα, οι ειδικές υπηρεσίες της Πολωνίας πρέπει να έχουν εργαλεία τα οποία να είναι επαρκή και αποτελεσματικά», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην επιστολή του Μονίμου Αντιπροσώπου της Πολωνίας στην Ε.Ε.
(φωτογραφία 2)
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι η προσπάθεια απαξίωσης της αξιολόγησης της Επιτροπής PEGA, έχει ως σύμμαχους από τη μία την ανυπαρξία νομικής βάσης και την αναρμοδιότητα της Ευρωβουλής να ελέγξει την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας στα κράτη-μέλη, και από την άλλη την επίκληση ζητημάτων εθνικής ασφάλειας από τα 27 κράτη-μέλη, επί των οποίων έχουν βεβαίως αποκλειστική αρμοδιότητα.
«Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της Συνθήκης της Ε.Ε., η διατήρηση της τάξης και η διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας, παραμένουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών-μελών», αναφέρει ο Πολωνός αξιωματούχος. (φωτογραφία 3)
Ωστόσο, η όλη προσπάθεια υποβάθμισης του πορίσματος που επιχειρείται να εκδοθεί στο πλαίσιο της έκθεσης της PEGA έχει άλλα δύο στοιχεία. Αφενός, το κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό «εκ των έσω», εντός της Ευρωβουλής και της ίδιας της Επιτροπής PEGA, η οποία κάθε άλλο παρά ενωμένη είναι. Και αφετέρου τα λάθη τακτικής και ουσίας που έχει διαπράξει η ίδια η εισηγήτρια, ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων Sophie in’t Veld. Ειδικότερα:
Κατακερματισμένο σκηνικό: Από τα μηνύματα των συντονιστών των πολιτικών ομάδων του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και της ομάδας Συντηρητικών Μεταρρυθμιστών, καθίσταται τουλάχιστον προφανές ότι δεν υπάρχει κοινή προσέγγιση στην Επιτροπή PEGA, κάτι που εκ των πραγμάτων δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την όλη προσπάθεια της Ευρωβουλής, ενισχύοντας το εγχείρημα αμφισβήτησης από το Συμβούλιο των κρατών-μελών. Η ομάδα του ΕΛΚ έχει στοχοποιήσει την εισηγήτρια, διά του επικεφαλής στην PEGA Juan Ignacio Zoido Alvarez υποστηρίζοντας ότι «συγκάλεσε συνέντευξη Τύπου πριν καν ολοκληρώσει τη συγγραφή της έκθεσης», τοποθέτηση, η οποία καθίσταται ακόμη πιο αιχμηρή αν προτεθεί και το γεγονός ότι η ευρωβουλευτής Sophie in’t Veld κοινοποίησε το προσχέδιό της στα μέλη της Επιτροπής PEGA, λίγο πριν από τη συνέντευξη Τύπου. Ακόμη πιο έντονη η θέση της ομάδας της Νέας Δημοκρατίας στην PEGA, η οποία έκανε λόγο για μίνι πραξικοπηματική ενέργεια της εισηγήτριας, ενώ στο πλαίσιο εσωτερικού μηνύματος, ανέφερε ότι: «Δεν μπορούμε και δεν θα ανεχθούμε ατεκμηρίωτους, συκοφαντικούς και προσβλητικούς ισχυρισμούς κατά του Πρωθυπουργού, της ελληνικής κυβέρνησης και ουσιαστικά της Ελλάδας, με βάση προσωπικές ή πολιτικές ατζέντες». Την ίδια ώρα πάντως, οι πολιτικές ομάδες των Πρασίνων και της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς έχουν εκφράσει στήριξη στην εισηγήτρια και στο προσχέδιό της, ενώ καθοριστικό ρόλο για την πορεία που θα προσλάβει το τελικό κείμενο, μετά και την υποβολή τροπολογιών, αναμένεται να διαδραματίσει η πολιτική ομάδα των Σοσιαλιστών-Δημοκρατών, στην οποία ανήκει και το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η ομάδα των Σοσιαλιστών-Δημοκρατών τείνει να στηρίξει το προσχέδιο της εισηγήτριας, με κάποιες ενδεχομένως τροποποιήσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, καθίσταται σαφές ότι θα σχηματιστεί μια πλειοψηφική συμμαχία υπέρ του δρομολογούμενου κειμένου, πιθανότατα με τροπολογίες.
Τα λάθη της εισηγήτριας: Αναντίλεκτα, αρκετά κράτη-μέλη, περιλαμβανομένης της Κύπρου είναι εκτεθειμένα σε σχέση με την «υπόθεση Pegasus» και τον ρόλο που έχουν διαδραματίσει. Καθώς αρκετά σημαντικά στοιχεία που παρατίθενται στο προσχέδιο έκθεσης είναι ορθά και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η εισηγήτρια της Ευρωβουλής Sophie in’t Veld έχει κάνει λάθη τακτικής και ουσίας, τα οποία στοιχίζουν στην ίδια αλλά και στην έκθεσή της, καθώς «μπέρδεψε» στοιχεία, δεδομένα, δημοσιογραφικές πληροφορίες αλλά και εικασίες, δημιουργώντας ένα μείγμα που αφαιρεί από την προσπάθειά της αντί να προσθέτει. Στην περίπτωση της Κύπρου, τα παραδείγματα είναι αρκετά. Ένα από αυτά, αναφέρεται σε υποκλοπή επικοινωνιών του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, κάτι που δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία που παραθέτει. Ενδεικτική επί του προκειμένου ζητήματος ατεκμηρίωτων αναφορών, είναι η θέση που κατάθεσε γραπτώς ο εκπρόσωπος της ομάδας των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) Dominik Tarczynski, ο οποίος σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», ανέφερε ότι: Η έκθεση της εισηγήτριας προσομοιάζει με «δελτίο Τύπου (press release)», υποδεικνύοντας πως «όσα ισχυρίζεται ότι είναι γεγονότα, θα έπρεπε να είναι όντως γεγονότα και όχι μόνο πληροφορίες που διαβάσαμε στον Τύπο». Κάτι που είναι προφανέστατα το πλέον αδύναμο σημείο του πρώτου προσχεδίου της έκθεσης PEGA για τις παρακολουθήσεις, καθώς θα ανέμενε κανείς τα όποια στοιχεία περιλαμβάνονται σε μια τέτοια έκθεση, να είναι τεκμηριωμένα.
Εκτεθειμένη η Λευκωσία και για το μαύρο βαν
Κάποιες από τις αναφορές του προσχεδίου έκθεσης της εισηγήτριας της Επιτροπής PEGA, αλλά και κάποια δεδομένα σε σχέση με την υπόθεση Pegasus, αφήνουν αναμφισβήτητα εκτεθειμένη τη Λευκωσία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η υπουργός Νατάσα Πηλείδου και ο υφυπουργός Κυριάκος Κόκκινος ανέφεραν σύμφωνα με το προσχέδιο της PEGA ότι στην Κύπρο δραστηριοποιούνται 32 εταιρείες, εκ των οποίων 8 έως 10 είναι ενεργές και περίπου 3-4 εμπλέκονται στη δημιουργία λογισμικών παρακολούθησης. Η έννοια του «περίπου» σε ένα τέτοιο κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα, χωρίς ακριβείς αριθμούς, είναι ενδεχομένως ενδεικτική και του εκτοπίσματος που προσέδωσαν στο κυπριακό κράτος με τις τοποθετήσεις τους, οι εν λόγω δύο αξιωματούχοι της κυβέρνησης, τόσο σημειολογικά, όσο και ουσιαστικά. Προσεγγίζοντας λοιπόν την ουσία, το κυπριακό κράτος καθίσταται ακόμη πιο εκτεθειμένο, καθώς δεν τοποθετείται επί των προσώπων που αγόρασαν τέτοια λογισμικά, στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Ως επίσης και γιατί δεν έχει κοινοποιήσει στην PEGA τι έγινε με το λογισμικό του μαύρου βαν, το οποίο εισήχθη στην Κύπρο ως μετεωρολογικό εργαλείο(!). Στην πρόσφατη συνεδρία της Επιτροπής Νομικών, ειπώθηκε πάντως από τα αρμόδια χείλη των κυπριακών Αρχών, ότι το μέρος του εξοπλισμού του μαύρου βαν που κρίθηκε ως παράνομο, έχει κατασχεθεί και καταστραφεί και το υπόλοιπο μαζί με το μαύρο βαν είναι στις αποθήκες του τελωνείου Λεμεσού.
Με άλλα λόγια, ο εξοπλισμός του μαύρου βαν που θα έπρεπε να είναι αντικείμενο ποινικής έρευνας ή έστω θα έπρεπε να εξακολουθεί να τελεί υπό κατάσχεση όσο αυτή η υπόθεση είναι ντε φάκτο ανοικτή, καταστράφηκε. Και στις αποθήκες του τελωνείου Λεμεσού βρίσκονται, όπως προκύπτει, οι λαμαρίνες που περιβάλλουν το μαύρο βαν και κάποιο μέρος του εξοπλισμού που δεν είναι παράνομος και άρα δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει υπόθεση σε βάρος κανενός. Ακόμη λοιπόν κι αν το κυπριακό κράτος επιθυμεί να πείσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό, η διαδικασία που έχει ακολουθηθεί από τις αρμόδιες Αρχές, δεν πείθει. Αν μάλιστα σε αυτά προστεθεί το ελλιπές νομικό πλαίσιο γύρω από το μείζον αυτό ζήτημα, το σκανάρισμα 9,5 εκατομμυρίων τηλεφώνων από το μαύρο βαν και το γεγονός ότι η Γενική Εισαγγελία επέλεξε να απαλλάξει τον κατά νόμον υπεύθυνο διευθυντή της εταιρείας, αρκούμενη στο πρόστιμο αποκλειστικά και μόνον εναντίον της εταιρείας WiSpear, (76.000 ευρώ από το δικαστήριο και 925.000 ευρώ από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων), τότε η έκθεση του κυπριακού κράτους μεγαλώνει.