ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Σύννεφα ύφεσης στη διεθνή οικονομία

Υψηλός πληθωρισμός και αυξημένο κόστος δανεισμού απειλούν με συρρίκνωση τις οικονομίες ΗΠΑ, Γερμανίας και Βρετανίας

Kathimerini.gr

Ρουμπίνα Σπάθη

Τις τελευταίες εβδομάδες ήταν συχνές οι συζητήσεις γύρω από τις επιπτώσεις μιας χρεοκοπίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία. Εστρεψαν, έτσι, το ενδιαφέρον σε αυτήν την πολιτική διελκυστίνδα στις ΗΠΑ σε τέτοιο βαθμό, ώστε η απομάκρυνση του σεναρίου της αμερικανικής χρεοκοπίας καλλιεργεί πιθανώς την εντύπωση ότι έχει εξαφανιστεί και ο μείζων κίνδυνος. Μια ενδεχόμενη ύφεση όμως φαίνεται να απειλεί τόσο τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, όσο και τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, με όσα αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την παγκόσμια οικονομία. Και στο βάθος, βέβαια, πάντα η ανησυχία για την επιβράδυνση της Κίνας που έως ένα βαθμό αφορά και τα δεινά της γερμανικής οικονομίας.

Οι προειδοποιήσεις υπήρξαν πολλές από οικονομολόγους κάθε διαμετρήματος που εδώ και μήνες έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τον αντίκτυπο των αλλεπάλληλων αυξήσεων των επιτοκίων από την αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα, τη Federal Reserve, από την ΕΚΤ και από την Τράπεζα της Αγγλίας.

Οι κεντρικές τράπεζες επέμεναν και έως ένα βαθμό επιμένουν ακόμη στη μάχη τους κατά του πληθωρισμού, καθώς μέχρι τώρα δεν υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις ύφεσης. Στην υπερδύναμη τα στοιχεία κατέτειναν επί καιρό και εξακολουθούν να κατατείνουν σε ελλείψεις στην αγορά εργασίας, αθρόες προσλήψεις, αυξήσεις μισθών και ανθεκτική κατανάλωση. Στην Ευρωζώνη δίνονταν στη δημοσιότητα στοιχεία που έφεραν τη γερμανική οικονομία να αντιπαρέρχεται όσες δυσκολίες προκάλεσε στις βιομηχανίες της η πρόσφατη ενεργειακή κρίση και να αναπτύσσεται. Η εικόνα όμως ανατρέπεται άρδην καθώς η οικονομία της υπερδύναμης δείχνει να επιβραδύνεται, ενώ η Γερμανία βρίσκεται ήδη σε ύφεση.

Μέσα στην εβδομάδα ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s προειδοποίησε ότι ο συνδυασμός του υψηλού πληθωρισμού με το αυξημένο κόστος του δανεισμού θα οδηγήσουν την αμερικανική, τη γερμανική και τη βρετανική οικονομία σε ύφεση. Σε έκθεσή της για τις οικονομίες του G20, η Moody’s τονίζει πως οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες στις δύο πλευρές του Ατλαντικού επιφέρουν «ιδιαιτέρως ασθενή ανάπτυξη στις ανεπτυγμένες οικονομίες, ήπια ύφεση σε ΗΠΑ, Βρετανία και Γερμανία και στασιμότητα σε Γαλλία και Ιταλία». Πράγματι στη διάρκεια του α΄ τριμήνου του 2023 το αμερικανικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 1,1%, καταγράφοντας, έτσι, σαφή επιβράδυνση σε σύγκριση με την ανάπτυξη 2,6% που είχε σημειώσει το τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα, η Γερμανία που πολλές φορές θεωρήθηκε ότι είχε διαφύγει την ύφεση, κατέγραψε συρρίκνωση της οικονομίας της κατά 0,3%. Δικαίωσε, έτσι, οικονομολόγους και αναλυτές που είχαν προβλέψει την εξέλιξη, καθώς η βιομηχανική της παραγωγή είχε σημειώσει τη μεγαλύτερη πτώση των τελευταίων 12 μηνών. Εν ολίγοις, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται και τυπικά σε ύφεση δεδομένου ότι πρόκειται για το δεύτερο συναπτό τρίμηνο συρρίκνωσής της. Είχε προηγηθεί η μείωση του γερμανικού ΑΕΠ κατά 0,5% το τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους.

Προς νέες αυξήσεις επιτοκίων
Η Ευρωζώνη έχει αποφύγει την ύφεση έως τώρα αλλά το α΄ τρίμηνο του έτους σημείωσε ανάπτυξη μόλις 0,1%, σαφώς κατώτερη δηλαδή από τις προβλέψεις της αγοράς. Η στασιμότητα της οικονομίας της αποτελεί πηγή προβληματισμού για την ΕΚΤ που, ωστόσο, επιμένει στη μάχη κατά του πληθωρισμού και αυξάνει διαρκώς το κόστος του δανεισμού με ρίσκο προφανώς την ύφεση. Ο διοικητής της γερμανικής Bundesbank και μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, Γιοακίμ Νάγκελ, επανέλαβε προ ολίγων ημερών τη θέση του ότι είναι αναγκαίες οι περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων και μάλιστα πολλές αυξήσεις, έστω και αν πρόκειται να οδηγήσουν την οικονομία της Ευρωζώνης σε ύφεση.

Εσπευσε να δηλώσει σύμφωνος και ο Αντρέας Ντόμπρετ, πρώην μέλος του Δ.Σ. της Bundesbank, που τόνισε πως «βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά δύσκολη φάση γιατί ο πληθωρισμός αποδεικνύεται επίμονος και δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης όπως ελπίζαμε όλοι». Και προσέθεσε, «γι’ αυτό και είναι ανάγκη να παραμείνει ανοικτή η ΕΚΤ σε ενδεχόμενες νέες αυξήσεις επιτοκίων». Και βέβαια αναγνώρισε πως «είναι βέβαιο ότι αυτή η στάση θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία, αλλά αν αφήσει κανείς τον πληθωρισμό ανεξέλεγκτο, οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι πολύ βαρύτερες, γι’ αυτό και προς χάριν της αξιοπιστίας της η ΕΚΤ πρέπει να παραμείνει σταθερά στην ίδια πορεία».

Τα τελευταία στοιχεία φέρουν τις πληθωριστικές πιέσεις της Ευρωζώνης να έχουν αποκλιμακωθεί στο 6,1% τον Μάιο, και δεν ήταν λίγοι οι οικονομολόγοι που είχαν προβλέψει πως η ΕΚΤ όπως και η Federal Reserve θα διέκοπταν αυτόν τον κύκλο αυξήσεων του κόστους δανεισμού. Τώρα όμως δεν φαίνεται να το πιστεύει πλέον σχεδόν κανείς, καθώς δεν δείχνουν τέτοιες διαθέσεις οι ιθύνοντες της νομισματικής πολιτικής. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ΕΚΤ, οι προθέσεις της είναι σαφείς και διακηρυγμένες. Σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο των τιμών, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε επιφυλακτική ως προς το κατά πόσον έχει κορυφωθεί πλέον ο πληθωρισμός και τώρα βρίσκεται σε πορεία υποχώρησης. Προσέθεσε μάλιστα πως η τράπεζα θα προχωρήσει σε περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων.

Τελευταία, πάντως, η ΕΚΤ έχει περιορίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων στις 25 μονάδες βάσης από τις 50 μ.β. με τις οποίες ξεκίνησε δυναμικά. Εχει, ωστόσο, φτάσει τα επιτόκια της Ευρωζώνης στο 3,25% στο οποίο βρίσκονταν για τελευταία φορά τον Νοέμβριο του 2008 όταν άρχιζε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Αναμένεται, έτσι, η νέα κίνηση της ΕΚΤ στη συνεδρίασή της στις 15 Ιουνίου.

Ντόμινο επιπτώσεων από το αναπτυξιακό φρένο της Κίνας
Δεν είναι μόνον η Moody’s που προβλέπει ύφεση στη Γερμανία για το σύνολο του έτους. Eχει προηγηθεί το ΔΝΤ που εκτιμά πως η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 0,1% φέτος. Και η ανησυχία εντείνεται για την ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας καθώς καθοριστική για τη βιομηχανία της έχει σταθεί η μεγάλη πτώση των γερμανικών εξαγωγών στην Κίνα. Προφανώς η δεύτερη οικονομία του πλανήτη βρίσκεται και η ίδια στη δίνη μιας επιβράδυνσης μετά την ικανοποιητική ανάπτυξη 4,5% που σημείωσε το α΄ τρίμηνο του έτους. Oλα δείχνουν πως η κινεζική οικονομία τείνει ήδη να χάσει την κεκτημένη ταχύτητα που ανέπτυξε μετά την επανεκκίνησή της στα τέλη του περασμένου έτους με την άρση των μέτρων κατά της μετάδοσης της πανδημίας.

Η εικόνα της κινεζικής οικονομίας επιδεινώνεται καθώς τα τελευταία στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσα στην εβδομάδα καταδεικνύουν συρρίκνωση του μεταποιητικού τομέα για δεύτερη φορά μέσα σε μερικούς μήνες. Oπως υπογραμμίζουν οικονομολόγοι, μείζων επιβαρυντικός παράγων για την Κίνα είναι η μείωση της εξωτερικής ζήτησης τόσο από τις ΗΠΑ όσο και γενικότερα από άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες που έχει σαν αποτέλεσμα μια σημαντική επιβράδυνση στις εξαγωγές της: τον Απρίλιο αυξήθηκαν μόλις κατά 8,5% όταν τον Μάρτιο είχαν σημειώσει αύξηση 14,8%. Η Κίνα, όμως, είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εμπορικός εταίρος της Γερμανίας. Καθώς επιβραδύνεται η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας, μειώνει τις εισαγωγές από τη Γερμανία και με τη σειρά της πλήττει τη γερμανική οικονομία που δεν έχει ελπίδες να βρει εύκολη έξοδο από την ύφεση και να ανακάμψει γρήγορα.

Μια παρατεταμένη επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας όμως μάλλον θα επιφέρει προβλήματα και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη που οριακά έχει αποφύγει την ύφεση στις αρχές του έτους. Υπάρχουν ήδη ενδείξεις επιβράδυνσης στη Γαλλία που ανέκαμψε δυναμικά μετά την πανδημία και στη διάρκεια του περασμένου έτους κατέγραψε ανάπτυξη 2,6%. Το α΄ τρίμηνο το γαλλικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις 0,2% και εκτιμάται πως φέτος η ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας δεν θα υπερβεί το 0,7%. Ισως μόνη ενθαρρυντική ένδειξη για τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης είναι η μερική αποκλιμάκωση που σημειώνουν οι πληθωριστικές πιέσεις σε Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία. Ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται, άλλωστε, και στη Βρετανία και στις ΗΠΑ αλλά παραμένει σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με το 2% που είναι ο στόχος των κεντρικών τραπεζών.

Η μάχη
Παρά την ήδη ορατή ύφεση στη Γερμανία και τις επιπτώσεις που επιφέρουν στην οικονομία οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων, η πρόεδρος της ΕΚΤ τόνισε προ ημερών πως «ο πληθωρισμός είναι εδώ και πολύ καιρό σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα και η ΕΚΤ δίνει μάχη για να τον ανακόψει που δεν έχει λήξει, αλλά θα λήξει μόνον όταν υπάρξουν επαρκείς ενδείξεις ότι υποχωρεί προς τον στόχο του 2%».

10,1 εκατ. θέσεις εργασίας είναι κενές στις αμερικανικές επιχειρήσεις.

Η εκτίμηση
«Εκτιμάμε πως θα αποδειχθεί προσωρινή η αύξηση των προσλήψεων στις ΗΠΑ, καθώς άλλοι δείκτες κατατείνουν σε επιβράδυνση της αγοράς εργασίας», εκτιμά ο Πολ Στιούαρτ, οικονομολόγος του Bloomberg, που προεξοφλεί επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας.

4,5% ήταν η ανάπτυξη της Κίνας το πρώτο τρίμηνο του έτους.

Προκλήσεις
«Η ανάκαμψη της οικονομίας αντιμετωπίζει προκλήσεις», σχολίασε μέσα στην εβδομάδα ο Ζιβέι Ζανγκ, οικονομολόγος και πρόεδρος της Pinpoint Asset Management και επισήμανε ότι στην Κίνα «η εγχώρια ζήτηση υποχώρησε προσφάτως εν μέρει εξαιτίας του δεύτερου κύματος κορωνοϊού και της κρίσης στην αγορά ακινήτων».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Οικονομική: Τελευταία Ενημέρωση