Kathimerini.gr
Του Γιώργου Π. Ζανιά
Η Ευρωζώνη αντέδρασε στην τελευταία τηλεδιάσκεψη του Eurogroup και δημιούργησε κάποια χρηματοδοτικά εργαλεία τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τις χώρες-μέλη να αντεπεξέλθουν καλύτερα στις υγειονομικές και οικονομικές προκλήσεις που δημιουργεί η εξάπλωση του κορωνοϊού. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί πως αντέδρασε πιο άμεσα σε σχέση με την ταχύτητα που αντιμετώπισε την ελληνική κρίση. Σε αντίθεση όμως με την προηγούμενη κρίση, οι αποφάσεις που ελήφθησαν δεν εμβαθύνουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά απλώς επεκτείνουν υπάρχουσες δομές. Με αυτή την έννοια και δεδομένου πως η σημερινή συγκυρία δεν μπορεί να αποδοθεί σε αποφάσεις κάποιων «κακών κυβερνήσεων», η Ευρώπη φαίνεται να χάνει προς στιγμήν μια σημαντική ευκαιρία περαιτέρω ολοκλήρωσης της νομισματικής ένωσης.
Οι διευκολύνσεις που αποφασίστηκαν αποτελούν δανεικά προς τα κράτη-μέλη, το οποίο σημαίνει πως συμβάλλουν στην αύξηση του δημόσιου χρέους τους. Η βοήθεια την οποία παρέχουν έγκειται στο ότι εξασφαλίζουν ρευστότητα με πολύ χαμηλά επιτόκια, δεδομένου πως οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί που δανείζονται έχουν διαβάθμιση ΑΑΑ, σε αντίθεση με κάποιες χώρες που θα τα απορροφήσουν. Με αυτή την έννοια, η όποια έκφραση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης περιορίζεται στη «μεταβίβαση» αξιοπιστίας από τις χώρες που δανείζονται πιο φτηνά προς αυτές που δανείζονται πιο ακριβά. Αυτό επιτρέπει τη διατήρηση των πληρωμών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους σε σχετικά χαμηλά επίπεδα και έτσι δημιουργείται κάποιος δημοσιονομικός χώρος για περισσότερες δαπάνες αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης. Ενα επιπλέον όφελος είναι πως το κομμάτι αυτό του δημοσίου χρέους βρίσκεται στο τραπέζι του Eurogroup το οποίο μπορεί να αποφασίσει πιο ευνοϊκούς τρόπους αποπληρωμής αν χρειαστεί, όπως έγινε τόσες φορές με την Ελλάδα.
Μια ενδιαφέρουσα σημείωση εδώ είναι πως από τη δημιουργία του ευρώ μέχρι σχεδόν τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, οι χώρες-μέλη δανείζονταν de facto με περίπου τα ίδια επιτόκια. Αυτό δημιουργούσε ένα μεγάλο όφελος για τις χώρες στον Νότο της Ενωσης και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, που όμως αντί να χρησιμοποιήσει τα φτηνά δανεικά για την προώθηση μιας υγιούς ανάπτυξης που θα στηριζόταν στην παραγωγή και στις εξαγωγές, προωθούσε κυρίως την κατανάλωση και τις εισαγωγές, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει ένα ευρωομόλογο; Κατ’ αρχάς, έναν τύπο ευρωομολόγων εκδίδουν ο ESM και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να αποκτήσουν τα κεφάλαια τα οποία θα δανείσουν στις χώρες-μέλη. Το ζήτημα με τα δανεικά από τον ESM είναι πως τα κεφάλαια που μπορεί ν’ αντλήσει αυτός ο οργανισμός είναι σχετικά περιορισμένα, ενώ, σύμφωνα με το καταστατικό του, πρέπει να δίνονται με κάποιους όρους.
Επιπλέον πλεονεκτήματα από την έκδοση ενός γενικότερου ευρωομολόγου μπορούν να προκύψουν αν τα κεφάλαια διατίθενται χωρίς συγκεκριμένους όρους και το κλειδί διανομής των αντληθέντων κεφαλαίων δεν συμπίπτει με το κλειδί αποπληρωμής τους. Το τελευταίο θα μπορούσε να σημαίνει πως η αποπληρωμή των αντληθέντων κεφαλαίων γίνεται ανάλογα με το ΑΕΠ της κάθε χώρας και η διανομή των αντληθέντων κεφαλαίων ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε χώρας. Κάπως έτσι γίνεται με τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. και ιδιαιτέρως με τα διαρθρωτικά ταμεία. Ενας άλλος τρόπος είναι όταν ο δανεισμός με ευρωομόλογα γίνεται με εγγυήσεις τύπου joint and several, το οποίο σημαίνει πως αν κάποια χώρα δεν μπορεί να αποπληρώσει τα κεφάλαια που πήρε με το ευρωομόλογο, τότε τα πληρώνουν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Τέτοιου είδους ευρωομόλογα περιέχουν καθαρές μεταβιβάσεις ανάμεσα στους φορολογουμένους των χωρών-μελών, όπως γίνεται και με τον ήδη υπάρχοντα προϋπολογισμό της Ε.Ε. Κάτι τέτοιο όμως συνεπάγεται περισσότερα στοιχεία συντονισμού οικονομικής πολιτικής αλλά και πολιτικής ολοκλήρωσης στην Ευρωζώνη και η σημερινή κρίση πραγματικά θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφορμή για να προωθηθεί μια τέτοια διαδικασία. Αντί γι’ αυτό, υιοθετήθηκε η ενίσχυση κάποιων υπαρχόντων εργαλείων, τα οποία ελπίζω να μεταφερθούν με τη θετική τους πλευρά εντός των κρατών-μελών για να μην αναβιώσει πάλι ο ευρωσκεπτικισμός, όπως έγινε και με τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης.
Ενα πλεονέκτημα που σίγουρα μπορεί να έχει ένα ευρωομόλογο είναι οι πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες δανεισμού στις διεθνείς αγορές, πολλαπλάσιες του ESM. Το κενό φαίνεται προς το παρόν να καλύπτει η ΕΚΤ, η οποία έχει φανεί πιο «γενναιόδωρη» και διογκώνει τον ισολογισμό της σε επίπεδα που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πριν από το 2015. Αν μάλιστα κρατήσει τις αγορές των ομολόγων στον ισολογισμό της για κάποια χρόνια, τα προγράμματά της QE και PEPP θα μοιάζουν αρκετά με προγράμματα απευθείας χρηματοδότησης κυβερνήσεων (debt monetization), κάτι το οποίο αποστρέφονται πλήρως κάποιες χώρες του Βορρά.
* Ο κ. Γιώργος Π. Ζανιάς είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της Eurobank