Του ΧΟΛΓΚΕΡ ΣΜΙΕΝΤΙΝΓΚ*
Εκατό ηµέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι συνεπακόλουθες αναταραχές συνεχίζουν να αλλάζουν την Ευρώπη. Καθώς η Ουκρανία αμύνεται και η Ευρώπη λαμβάνει μέτρα κατά της σκληρής επίθεσης, οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες συνεργάζονται μεταξύ τους πιο στενά όσο ποτέ άλλοτε. Βέβαια, νέες διαχωριστικές γραμμές εμφανίζονται κατά τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Για να αντιμετωπίσει όμως αυτές τις εντάσεις, η Ε.Ε. πιθανόν να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει με ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία στο μέλλον τους δημοσιονομικούς κανόνες της.
Η συνοχή της Ε.Ε. αναμένεται στο μέλλον να αντιμετωπίσει τουλάχιστον μία σοβαρή πρόκληση. Από τη μία πλευρά, ο σκληρός πόλεμος στην Ουκρανία θα περιορίσει την εκλογική έλξη των πάλαι ποτέ συμμάχων του Πούτιν μεταξύ των λαϊκιστών από τη Δεξιά και την Αριστερά στην Ευρώπη, από την άλλη, η άνοδος των τιμών ενέργειας και των τροφίμων, που έχει προκληθεί σε μεγάλο βαθμό από τον πόλεμο που ξεκίνησε ο Πούτιν, έχει προκαλέσει τεράστιο χτύπημα στο πραγματικά διαθέσιμο εισόδημα.
Αυτό πλήττει κυρίως όσους είναι σε δυσχερέστερη οικονομική κατάσταση και διαθέτουν περισσότερα –από τον μέσο όρο– χρήματα για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ενέργεια και τρόφιμα. Οι κυβερνήσεις αντιδρούν σε αυτή την «κρίση του κόστους διαβίωσης», προχωρώντας σε πρόσθετες κοινωνικές δαπάνες, θέτοντας πλαφόν στις τιμές ενέργειας και μειώνοντας προσωρινά τους φόρους στην ενέργεια. Αν και η άνοδος των τιμών ενέργειας και των τροφίμων αυξάνει τα δημόσια έσοδα, όπως για παράδειγμα μέσα από τις εισπράξεις του ΦΠΑ, εκτιμάται ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι πιθανόν να υπερβούν την προηγούμενη προγραμματισμένη πορεία τους. Εμείς αναμένουμε πως η τάση αυτή θα συνεχιστεί για λίγο ακόμη.
Ως αποτέλεσμα, η Ε.Ε./Ευρωζώνη είναι πιθανόν να ερμηνεύσει τους δημοσιονομικούς κανόνες της συνθήκης του Μάαστριχτ λιγότερο αυστηρά από ό,τι στο παρελθόν. Η περαιτέρω αναβολή των δημοσιονομικών κανόνων για το 2023, την οποία πρότεινε επίσημα η Κομισιόν στις 23 Μαΐου, μπορεί να μη σημάνει το τέλος της διαδικασίας. Στο μέλλον, η πολιτική θα επισκιάσει πιθανόν τις διαφωνίες για τα δημοσιονομικά. Εάν αυτό τελικά αποτελέσει θετική ή αρνητική εξέλιξη, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από ένα πράγμα: χρησιμοποιούν οι χώρες δημοσιονομικό χώρο για να εφαρμόσουν αναπτυξιακές δομικές μεταρρυθμίσεις; Εάν όχι, τότε μπορεί να εμφανιστούν εκ νέου στο μέλλον προβλήματα που σχετίζονται με το χρέος, με την Ιταλία πιθανόν στο επίκεντρο.
* Ο κ. Χόλγκερ Σμίεντινγκ είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.