Του Παναγιώτη Ρουγκάλα
Οι ανελαστικές δαπάνες που σημειώνονται στον Προϋπολογισμό 2024 και ΜΔΠ 2024-2026 είναι και το αντικείμενο της μεγαλύτερης ανησυχίας για τα δημόσια οικονομικά. Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο Κύπρου επαναλαμβάνει την έκκλησή του, οι επόμενοι Κρατικοί Προϋπολογισμοί, αρχής γενομένης από τον Προϋπολογισμό 2025, να διατηρήσουν αυστηρά την πορεία του ελλείμματος και χρέους η οποία περιλαμβάνεται στον φετινό Προϋπολογισμό και Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΜΔΠ), χωρίς αναθεωρήσεις, ως είθισται. Την ίδια ώρα, υπογραμμίζει στην τελική του έκθεση για το 2023 ότι η διατήρηση των βασικών εκτιμήσεων για τα δημόσια οικονομικά, θα πρέπει να περιλαμβάνει και την προδιαγραφόμενη πορεία των ανελαστικών δαπανών.
Καλεί επίσης, τη Βουλή, να ασκήσει κρίση κατά τον Προϋπολογισμό 2025, στη βάση του ΜΔΠ 2024-2026, χωρίς να αποδεχτεί, ως είθισται, γενικευμένες αναθεωρήσεις οι οποίες καθιστούν την πορεία που καταγράφεται στο ΜΔΠ 2024-2026 άνευ αντικειμένου . Τουλάχιστον πολιτικά, η πορεία του ΜΔΠ 2024-2026 όσον αφορά στο χρέος, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως δεσμευτική.
Στην έκθεσή του το Συμβούλιο εκτιμά πως, παρά τη γενικότερη στάση του Υπουργείου Οικονομικών υπέρ της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καταγράφεται σημαντική αύξηση των ανελαστικών δαπανών, κυρίως μέσα από αποφάσεις πολιτικής οι οποίες ενδεχομένως να λήφθηκαν στην απουσία του Υπουργείου Οικονομικών, ή παρά τις ενστάσεις του.
Κατά το Συμβούλιο οι ανελαστικές δαπάνες αποτελούν αντικείμενο ανησυχίας για δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον, έχουν εκ φύσεως μόνιμα αυξητική τάση για τα επόμενα χρόνια. Η αύξηση αυτή έχει σωρευτικό χαρακτήρα σε βάθος χρόνου με όλο και σημαντικότερο δημοσιονομικό αντίκτυπο. Η εν λόγω αύξηση δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως στο ΜΔΠ.
Δεύτερον, οι ανελαστικές δαπάνες στερούν τον «δημοσιονομικό χώρο» που χρειάζεται η κυβέρνηση για την λήψη αποφάσεων πολιτικής οι οποίες συνεπάγονται δαπάνες. Έτσι, σημαντικές δαπάνες που περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις, κοινωνικές δαπάνες και μέτρα αντιμετώπισης αναδυόμενων αναγκών στην άμυνα, την πράσινη μετάβαση και την ψηφιακή μετάβαση, καθίσταται δυσκολότερο να χρηματοδοτηθούν χωρίς την δημιουργία νέου χρέους σε βάθος χρόνου ή αύξηση φόρων.
30% αύξηση
Όπως καταγράφει το Συμβούλιο, το Σύνολο Αποδοχών, οι Συντάξεις και φιλοδωρήματα, οι Λειτουργικές δαπάνες, οι Συντηρήσεις και επιδιορθώσεις, οι Δαπάνες Άμυνας και Αστυνόμευσης, οι Δαπάνες σε σχέση με έσοδα, οι Μεταβιβάσεις εσωτερικού, οι Αποζημιώσεις και αγωγές, η Εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους και τα Δάνεια, είναι 10 κατηγορίες δαπανών που καταγράφουν σημαντική αύξηση κατά 30.2% στον Προϋπολογισμό 2024 σε σχέση με το 2023. Ταυτόχρονα, αυξάνονται από 56.5% των εσόδων της κυβέρνησης (2023) σε 69.1% (2024).
Ως λόγος των συνολικών δαπανών του κράτους, μέχρι τον ορίζοντα του ΜΔΠ οι ανελαστικές δαπάνες αυξάνονται στο 71%. Την ίδια ώρα, οι συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών για το 2024 θα αποτελέσουν το 29.9% του ΑΕΠ, σημειώνοντας μάλιστα σοβαρή αύξηση σε σχέση με το ούτως ή άλλως υψηλό 24.2% του 2023. Τεκμαίρεται, έτσι πως, εκτός από το σημαντικό βάρος που ασκούν στα δημόσια οικονομικά, ασκούν ακόμα σημαντικότερο, και αυξανόμενο, βάρος στο σύνολο της οικονομίας.
Σημειώνεται στην έκθεση του Συμβουλίου πως, οι εκτιμήσεις για την πορεία των ανελαστικών δαπανών στο βάθος του ΜΔΠ 2024-2026 κρίνονται ως μάλλον αισιόδοξες καθώς από τις εκτιμήσεις απουσιάζουν, τόσο νέα μέτρα που έχουν αποφασιστεί μετά την υποβολή του Προϋπολογισμού, όσο και αυξητικές τάσεις που σχετίζονται με το λειτουργικό κόστος που προκύπτει μέσα από την αύξηση της συνολικής απασχόλησης στο δημόσιο, η οποία προγραμματίζεται χωρίς να έχει προηγηθεί η ουσιαστική μεταρρύθμιση στον τρόπο λειτουργίας της κρατικής μηχανής. Επιπλέον, δεν λαμβάνεται υπόψη η συνήθης πρακτική της έγκρισης Συμπληρωματικών Προϋπολογισμών.
Πρόσθετος λόγος ανησυχίας, όπως αναφέρεται πιο πάνω, είναι και το γεγονός ότι ενώ κάποιες διορθώσεις στους λόγους ποιότητας καταγράφονται μετά το 2024, αυτές δεν είναι δεσμευτικές και συνηθίζεται να τυγχάνουν αναθεώρησης χωρίς να αποτελεί σημείο αναφοράς το ΜΔΠ που προηγήθηκε, ενώ ταυτόχρονα αυτές οι διορθώσεις προκύπτουν από παραδοχές και όχι δράσεις που να περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό ή άλλα κείμενα πολιτικής.
Ως εκ τούτου, άποψη του Συμβουλίου είναι πως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως (πολιτικά) δεσμευτική η διατήρηση της διορθωτικής πορείας, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι πέρα από το 2024, τα στοιχεία των επόμενων ετών του ΜΔΠ τυγχάνουν πάντα ριζικής αναθεώρησης στους επόμενους προϋπολογισμούς.
Και το κρατικό μισθολόγιο
Από τις ανελαστικές δαπάνες, ιδιαίτερη αναφορά κάνει το Συμβούλιο στο κρατικό μισθολόγιο, το οποίο συνεχίζει να καταγράφει σημαντικές αυξήσεις, χωρίς όμως να αποκομίζει αντιστοίχως αυξημένα οφέλη η κοινωνία. Ουσιαστικά, η κοινωνία καλείται να πληρώνει περισσότερα για τις ίδιες υπηρεσίες, και για την ίδια ποιότητα υπηρεσιών.
Με αυτή την έννοια, το κρατικό μισθολόγιο καταγράφει σοβαρά επίπεδα πληθωρισμού, τα οποία επωμίζεται η κοινωνία. Ο «πληθωρισμός» αυτός, για το 2024, είναι της τάξης του 15.1%.
Σημειώνεται πως το κρατικό μισθολόγιο καταγράφει συνολική αύξηση κατά 1.25δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2026, με μέσο όρο αύξησης κατά 309 εκατ. ευρώ τον χρόνο για την ίδια περίοδο.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο υπογραμμίζει πως, ενώ για την περίοδο 2024-2026 εκτιμάται στον Προϋπολογισμό ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί σε ονομαστικούς ρυθμούς κατά 10.9%, την ίδια περίοδο οι δαπάνες μισθολογίου αυξάνονται κατά 24.8%. Επομένως, από 10.8% του ΑΕΠ το 2023, οι συγκεκριμένες δαπάνες θα αυξηθούν σε 12.3%, με μικρή αλλά όχι πειστική υποχώρηση στο 11.9% του ΑΕΠ το 2026. Το κόστος μισθολογίου παραμένει κατά μέσο όρο για την περίοδο 2024-2026 στο 12.1% του ΑΕΠ.
"Σημειώνεται, επιπλέον, πως οι πιο πάνω εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, αφορούν στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό 2024 και ΜΔΠ 2024-2026 και είναι αισιόδοξες. Έτσι, μια επιδείνωση των πιο πάνω δεικτών κρίνεται ως πιθανή", σχολιάζει σχετικά.
Συνοψίζοντας, επαναλαμβάνει πως η κοινωνία δεν αποκομίζει απαραίτητα αντιστοίχως υψηλότερο όφελος σε όγκο ή σε ποιότητα υπηρεσιών που να προκύπτει από την αύξηση της δαπάνης της για το κρατικό μισθολόγιο. Γι’ αυτό και η ολική ψηφιακή μεταρρύθμιση της ίδιας της κρατικής μηχανής, η οποία είναι απούσα από τους σχεδιασμούς , πρέπει να θεωρηθεί πλέον σοβαρή προτεραιότητα. Μέσα από τέτοια μεταρρύθμιση θα μπορεί να εξασφαλιστεί αύξηση του οφέλους της κοινωνίας που να αντιστοιχεί στο αυξημένο κόστος.
Σε αντίθετη περίπτωση, οι μισθολογικές συνθήκες του δημοσίου θα τεθούν σε κίνδυνο, με μοναδικό ερώτημα το πότε θα συμβεί αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες.