ΛΙΝΤΙΑ ΝΤΕΠΙΛΙΣ, ΜΠΕΝ ΚΑΣΕΛΜΑΝ / THE NEW YORK TIMES
Ενώ στην Ουάσιγκτον συνεχίζονται οι συνομιλίες για το όριο του χρέους και πλησιάζει η ημερομηνία που ενδέχεται να εξωθηθεί η κυβέρνηση σε στάση πληρωμών, όλοι προειδοποιούν ότι κάτι τέτοιο θα έχει ολέθριες συνέπειες. Ισως όμως δεν χρειάζεται η στάση πληρωμών για να πληγεί η αμερικανική οικονομία, καθώς είναι ήδη επιζήμια η πιθανότητα για κάτι τέτοιο.
Ακόμη και αν υπάρξει συμφωνία, η παρατεταμένη αβεβαιότητα μπορεί να εξωθήσει ανοδικά το κόστος του δανεισμού και να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τις ήδη κλονισμένες αγορές. Στην περίπτωση αυτή θα οδηγήσει σε «πάγωμα» των επενδύσεων και των προσλήψεων από τις επιχειρήσεις δεδομένου ότι η αμερικανική οικονομία αντιμετωπίζει αυξημένο κίνδυνο ύφεσης. Μπορεί έτσι να μηδενίσει τη χρηματοδότηση των δημοσίων έργων, ενώ γενικότερα το αδιέξοδο μπορεί να πλήξει μακροπρόθεσμα την εμπιστοσύνη στη σταθερότητα του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, με όσα συνεπάγεται κάτι τέτοιο σε βάθος χρόνου.
Η αβεβαιότητα μπορεί να αυξήσει το κόστος δανεισμού και να αποσταθεροποιήσει τις αγορές.
Προς το παρόν οι ενδείξεις πανικού μεταξύ επενδυτών είναι λίγες. Οι αγορές σημείωσαν πτώση την Παρασκευή, όταν οι ηγέτες των Ρεπουμπλικανών του Κογκρέσου δήλωσαν ότι διακόπτουν τις διαπραγματεύσεις. Η πτώση ήταν πάντως περιορισμένη, που σημαίνει πως η αγορά προεξοφλεί ότι τελικά θα υπάρξει και πάλι συμφωνία.
Εκείνο που συμβαίνει ήδη είναι ότι οι επενδυτές εκφράζουν φόβους πως η κυβέρνηση θα κηρύξει στάση πληρωμών στα βραχυπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου και έχουν ήδη αρχίσει να απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις για να αναλάβουν αυτό το ρίσκο. Οπως επισημαίνει ο Ρόμπερτ Αλμέιντα, υπεύθυνος επενδύσεων στην MFS Investment Management, «τώρα εξανεμίζεται ο αντίκτυπος από τα μέτρα στήριξης και ήδη βλέπουμε όλες αυτές τις μικρές εστίες ανάφλεξης».
Ο ίδιος υπογραμμίζει πως μπορεί να ανησυχήσουν οι επενδυτές και να αλλάξουν ξαφνικά στάση, αλλά όταν η αγορά κινείται σαν πλήθος, η κίνησή της είναι γρήγορη και βίαιη. Αυτό συνέβη όταν υπήρξε αδιέξοδο στις συνομιλίες για το όριο του δανεισμού το 2011. Οι αναλύσεις μετά τη μερική στάση πληρωμών κατέδειξαν πως με την πτώση της αγοράς εξανεμίστηκαν 2,4 τρισ. δολ. από τον πλούτο των αμερικανικών νοικοκυριών, που χρειάστηκε χρόνος για να ξαναγίνει.
Σήμερα η πίστωση είναι πιο ακριβή, ο τραπεζικός τομέας έχει ήδη κλονιστεί, ενώ η οικονομική ανάπτυξη βρίσκεται μάλλον στο τέλος παρά στην αρχή. Το 2011 ήταν εντελώς διαφορετική η κατάσταση, γιατί τότε άρχιζε η ανάκαμψη από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ στην παρούσα συγκυρία, με το τραπεζικό σύστημα ιδιαίτερα εύθραυστο, το ρίσκο είναι πολύ μεγαλύτερο. Η συμπυκνωμένη πίεση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα μέσα από πολλούς διαύλους.
Η αύξηση των επιτοκίων θα μεταφερθεί στα επιτόκια των δανείων αγοράς αυτοκινήτων, στα στεγαστικά δάνεια και στις πιστωτικές κάρτες. Πλήττονται, έτσι, οι καταναλωτές που έχουν μεγάλο χρέος και καθυστερούν στην αποπληρωμή του, καθώς ο πληθωρισμός έχει αυξήσει το κόστος διαβίωσης. Ολα αυτά ίσως οδηγήσουν τους καταναλωτές να «παγώσουν» τις αγορές τους, που αποτελούν το 70% της οικονομίας.
Σχετική ανάλυση κατέδειξε πως το 2011 το αδιέξοδο για το όριο του δανεισμού οδήγησε σε αύξηση του κόστους δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου κατά 1,3 δισ. δολ. μέσα στο φορολογικό έτος 2011. Τότε όμως το χρέος ήταν 95% του ΑΕΠ, ενώ τώρα έχει φτάσει στο 120%, που σημαίνει πως θα γίνει πολύ πιο δαπανηρή η εξυπηρέτηση του χρέους.