ΤΖΟΝ ΡΕΒΙΛ / REUTERS
Η παρακμή της Credit Suisse έχει προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στο κύρος της Ελβετίας ως του κορυφαίου κόμβου διαχείρισης πλούτου στον κόσμο, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη φήμη της για σταθερότητα, ρυθμιστικό πλαίσιο και εταιρική διακυβέρνηση, όπως προειδοποιούν ειδικοί επί του θέματος. Τρωθείσα από χρόνια σκανδάλων και ζημιών, η εν λόγω τράπεζα αντιμετώπισε επί σειρά μηνών σοβαρή κρίση εμπιστοσύνης σε αυτήν, προτού επισφραγιστεί η διάλυσή της μέσα σε μόλις λίγες μέρες, την περασμένη εβδομάδα.
Σε εκείνη τη συγκυρία οι ελβετικές Αρχές μεσολάβησαν για την εξαγορά της τράπεζας από τη μεγαλύτερη ανταγωνίστριά της UBS. Η ίδια η UBS χρειάστηκε να διασωθεί από την κυβέρνηση της χώρας το 2008, μετά μια καταστροφική επίθεση στους τίτλους στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ. Η κατάρρευση της Credit Suisse και τα επακόλουθά της «θα είναι πολύ επιζήμια», δήλωσε ο Αρτούρο Μπρις, καθηγητής Οικονομικών στο Διεθνές Ινστιτούτο Ανάπτυξης Διοίκησης Επιχειρήσεων (IMD) στη Λωζάννη, προσθέτοντας ότι θα μπορούσε να ωφελήσει αντίπαλα οικονομικά κέντρα.
Η Ελβετία, σημειωτέον, διαχειρίζεται διεθνή περιουσιακά στοιχεία ύψους 2,6 τρισ. δολαρίων, σύμφωνα με μελέτη της Deloitte το 2021, γεγονός που την καθιστά το μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο του κόσμου, μπροστά από τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ομως αντιμετωπίζει ανταγωνισμό από άλλα κέντρα, συμπεριλαμβανομένου του Λουξεμβούργου και ειδικότερα της Σιγκαπούρης, η οποία έχει αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια.
«Οι τραπεζίτες στη Σιγκαπούρη θα ανοίγουν τώρα σαμπάνιες», είπε ο Μπρις στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters. Η αξιοπιστία της Ελβετίας ως σταθερής, προβλέψιμης χώρας κλονίστηκε εξαιτίας κινήσεων όπως η απόφαση να εξανεμιστούν οι συμμετοχές των ομολογιούχων της Credit Suisse, πρόσθεσε.
Μετά τη συμφωνία εξαγοράς οι κάτοχοι των ομολόγων Credit Suisse AT1 δεν θα λάβουν τίποτα, ενώ οι μέτοχοι, που συνήθως κατατάσσονται κάτω από τους κατόχους ομολόγων σε όρους αποζημίωσης, θα λάβουν 3,23 δισ. δολάρια. Η δε Ενωση Ελβετικών Τραπεζών προσπάθησε να δώσει την εικόνα της γενναιότητας ως προς την αντιμετώπιση της κρίσης, παρουσιάζοντας τη διάσωση που σχεδίασαν η κυβέρνηση, η κεντρική τράπεζα και η ρυθμιστική αρχή ως ένδειξη δύναμης.
«Ο ελβετικός χρηματοπιστωτικός τομέας μπόρεσε να αντιμετωπίσει ένα σοβαρό πρόβλημα ενός σημαντικού παράγοντα», δήλωσε στους δημοσιογράφους την Τρίτη ο πρόεδρος της Ελβετικής Τραπεζικής Αρχής και πρώην διευθύνων σύμβουλος της UBS, Μαρσέλ Ρονέρ. «Υπό το πρίσμα αυτό, διακρίνω ένα μέλλον ευημερίας για τον χρηματοπιστωτικό κόμβο, επειδή διαθέτουμε εκατοντάδες τράπεζες με πολύ καλή κεφαλαιοποίηση και πολύ επιτυχημένες τράπεζες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων». Ωστόσο, ο αριθμός των τραπεζών έχει μειωθεί σε 239 το 2021, από 356 το 2002. Ο δε αριθμός του προσωπικού, από το 2011 έχει μειωθεί σε 91.000 άτομα, από 108.000 αρχικώς.