Money Review
Ακόμα και εάν η οικονομία της Γερμανίας αρχίσει τελικά να επεκτείνεται ξανά το 2024, θα δυσκολευτεί να αποτινάξει τα δεινά από μια από τις πιο αδύναμες ετήσιες επιδόσεις της σε διάρκεια γενιάς.
Υπό το βάρος των ενεργειακων δεινών και των τριγμών στις υποδομές, εξαιτίας της ύφεσης της παγκόσμιας ζήτησης και του έντονου ανταγωνισμού στην ηλεκτροκίνηση από την Κίνα, η χώρα ήταν πιθανότατα ήδη σε ύφεση καθώς έκλεισε το 2023 με μια δικαστική απόφαση σοκ που υπονόμευσε ολόκληρη τη στρατηγική του Βερολίνου για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού.
Με τα βιομηχανικά στοιχεία την επόμενη εβδομάδα να είναι πιθανό να δείξουν μικρή βελτίωση από το χαμηλό τριετίας, την κυβέρνηση να έχει κουραστεί από το κυνήγι αύξησης των επενδύσεων και την απειλή απεργιών των τρένων να διαφαίνεται, λίγοι οικονομολόγοι αναμένουν σημαντική ανάκαμψη. Η χώρα που ήταν κάποτε ο κινητήρας της Ευρωζώνης αναζητά το σημείο ανάφλεξης.
«Είμαστε αρκετά απαισιόδοξοι για τη γερμανική ανάπτυξη φέτος», δήλωσε ο Stefan Schneider, επικεφαλής οικονομολόγος για τη Γερμανία στην Deutsche Bank Research. «Ένας συνδυασμός κυκλικών και διαρθρωτικών πιέσεων συνθλίβει επί του παρόντος την ελπίδα ότι η χώρα μπορεί να επιστρέψει στους προηγούμενους ρυθμούς ανάπτυξης 1 1/2 έως 2% στο άμεσο μέλλον».
Ενώ οι έρευνες έχουν επισημάνει ότι η μεταποίησης μπορεί να έχει ήδη αγγίξει κατώτατο σημείο, τα στοιχεία που θα ανακοινωθούν τις επόμενες ημέρες μπορεί επίσης να υπογραμμίσουν σε πόσο μεγάλο βαθμό έχει υποχωρήσει.
Οι εργοστασιακές παραγγελίες τον Οκτώβριο ήταν κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2020 και οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι τα στοιχεία τη Δευτέρα θα δείξουν αύξηση 1% τον Νοέμβριο, τα οποία όμως και πάλι δεν είναι αρκετά κοντά για να αποκαταστήσουν τις απώλειες.Την ίδια ημέρα θα ανακοινωθούν και τα στοιχεία γιατις εξαγωγές.
Την Τρίτη, τα στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή θα δείξουν εάν και αυτή άρχισε τελικά να ανακάμπτει μετά από πέντε διαδοχικούς μήνες πτώσης.
Η συνολική εντύπωση μπορεί να υποδηλώνει ένα δεύτερο τρίμηνο συρρίκνωσης, που συμβατικά περιγράφεται ως ύφεση. Πληρέστερη ένδειξη θα έχουμε στις 15 Ιανουαρίου, όταν οι Γερμανοί αξιωματούχοι αποκαλύψουν την πρώτη εθνική εκτίμηση του G7 για το AEΠ ολόκληρου του έτους 2023. Αυτό προφανώς να δείξει μία μικρή ετήσια πτώση, η οποία προβλέπεται από τη Μπούντεσμπανκ στο 0,1%, ενώ από την Κομισιόν στο 0,3%.
Οι μοναδικές φορές τις τελευταίες δύο δεκαετίες που η Γερμανία τα πήγε χειρότερα ήταν το 2009 – κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση – και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια του πανδημικού σοκ του 2020.
Το μεγαλύτερο ερώτημα για το πώς να ανανεωθεί η οικονομία για να αντισταθμίσει τα χρόνια υποεπένδυσης παραμένει άλυτο καθώς η κυβέρνηση αγωνίζεται με ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο όριο δανεισμού που απαιτεί σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμούς.
«Η μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη χώρα και οι μεγάλες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν για να μπορέσουν να δημιουργηθούν έσοδα κάποια στιγμή εντείνουν επίσης την αβεβαιότητα», δήλωσε ο Gabriele Widmann, οικονομολόγος της Dekabank.
Η πολιτική πρόκληση για τον Γερμανό Καγκελάριο Όλαφ Σολτς επιδεινώνεται από το ενδεχόμενο περισσότερων και μακροχρόνιων απεργιών των τρένων, τους οργισμένους αγρότες με την κατάργηση των επιδοτήσεων και την άνοδο της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, η οποία είναι πιθανό να σημειώσει νίκη στις περιφερειακές εκλογές αργότερα αυτό το έτος στα προπύργια της στα ανατολικά της χώρας.
Τα οικονομικά δεινά της Γερμανίας δεν σχετίζονται μόνο με την ενέργεια, καθώς οι ελλείψεις προσωπικού ασκούν πίεση στο επιχειρηματικό της μοντέλο που βασίζεται στις κατασκευές. Και σε μια εποχή που η κινεζική BYD έχει ξεπεράσει ακόμη και την Tesla ως ο μεγαλύτερος κατασκευαστής ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο, τη στιγμή που η παραγωγή επιβατικών αυτοκινήτων πέρυσι ήταν 12% χαμηλότερη ακόμη και από το επίπεδο του 2019.
Δεδομένου αυτού του σκηνικού, η Μπούντεσμπανκ αναμένει συνολική ανάπτυξη μόλις 0,4% φέτος. Αυτό θα ήταν μια βελτίωση σε σχέση με το 2023, αλλά εξακολουθεί να είναι ένα από τα χειρότερα αποτελέσματα του αιώνα, παράλληλα με τον πληθωρισμό που οι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι θα παραμείνει για περισσότερο από ό,τι σε άλλες μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Ο Schneider της Deutsche Bank βλέπει μία ακόμη ετήσια συρρίκνωση της τάξης του 0,2%, αν και ακόμη και ο ίδιος βλέπει την προοπτική ανάκαμψης σε εύθετο χρόνο.
«Η ελπίδα είναι ότι από την Άνοιξη και μετά, καθώς τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών αυξάνονται, ο πληθωρισμός συνεχίζει να μειώνεται και η αισιοδοξία των νοικοκυριών ίσως αυξάνεται επίσης λίγο, θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τη σημερινή κατάσταση. Η ιδιωτική κατανάλωση είναι πιθανό να μας σώσει από μια σημαντική οικονομική ύφεση».
Ένας οικονομολόγος πιο αισιόδοξος είναι ο Stefan Muetze στη Helaba, ο οποίος εκτιμά ότι ο συνδυασμός αύξησης των καταναλωτικών δαπανών, της βιομηχανικής ζήτησης και των επενδύσεων στην πράσινη μετάβαση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάπτυξη άνω του 1%.
«Η θέση μας είναι ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν το 2024, επίσης στη βιομηχανία. Υποθέτουμε ότι οι εξαγωγές θα ανακάμψουν κάπως κατά τη διάρκεια του έτους», είπε χαρακτηριστικά.
Πηγή: Bloomberg