Οταν οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου υπόσχονταν πριν τέσσερα χρόνια να μειώσουν τους ρύπους και να μεταβούν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ο κλάδος βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Η ζήτηση για τα καύσιμα μειωνόταν λόγω πανδημίας, οι τιμές κατέρρεαν και οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες της Δύσης «αιμορραγούσαν» χρήματα, με τις απώλειες να ξεπερνούν τα 100 δισ. δολάρια. Τότε, τα πράγματα έδειχναν ότι οι ανανεώσιμες ενέργειες δεν θα ήταν απλώς πιο καθαρή μορφή ενέργειας, αλλά και σαφώς καλύτερη επιχειρηματική δραστηριότητα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
«Δέχθηκα πολλή πίεση να μπω στη δραστηριότητα των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών», δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο διευθύνων σύμβουλος της Exxon Mobil, Darren Woods. Ο ίδιος αντιστάθηκε, λέγοντας ότι η Exxon δεν είχε εμπειρία σε αυτούς τους κλάδους και αντιθέτως επένδυσε σε άλλους τομείς, όπως το υδρογόνο και την εξόρυξη λιθίου, που είναι πιο κοντά με τις παραδοσιακές δραστηριότητες της εταιρείας.
Η Wall Street επιβράβευσε την Exxon για αυτά τα «στοιχήματα». Η μετοχή της έχει ανέβει κατά τουλάχιστον 70% από το τέλος του 2019, με την κεφαλαιοποίηση να αγγίζει σχεδόν 560 δισ. δολάρια τον Οκτώβριο, αν και έκτοτε έχει υποχωρήσει. Απεναντίας, η BP και η Shell που μπήκαν στην αγορά των ΑΠΕ, είχαν πολύ χειρότερες επιδόσεις, με την πρώτη να υποχωρεί κατά περίπου 19% και τη δεύτερη να ανεβαίνει σχεδόν 15% στο ίδιο διάστημα.
Η ανανεωμένη θετική διάθεση της αγοράς απέναντι στα ορυκτά καύσιμα αναδεικνύει μία από τις βασικές προκλήσεις της μείωσης των παγκόσμιων ρύπων: η κλιματική αλλαγή δημιουργεί κινδύνους που συσσωρεύονται με το πέρασμα των δεκαετιών. Οι επιστήμονες λένε ότι κάθε μικρή άνοδος της θερμοκρασίας λόγω των ορυκτών καυσίμων προκαλεί μεγαλύτερους κινδύνους από φονικούς καύσωνες, πυρκαγιές, ξηρασίες και καταιγίδες μέχρι εξαφάνιση ειδών. Ωστόσο, οι επενδυτές εστιάζουν στο να βγάλουν χρήματα τους επόμενους μήνες και χρόνια.
Τώρα, η ανάδειξη του Donald Trump στις αμερικανικές εκλογές, ο οποίος έχει χαρακτηρίσει την κλιματική αλλαγή απάτη, έχει αυξήσει την αισιοδοξία για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Παράλληλα, όμως, τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες μπορεί να έχουν πολύ περισσότερα κέρδη από την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου σε σύγκριση με τα κέρδη από την εκμετάλλευση των ΑΠΕ. Η μέση επιστροφή κεφαλαίου για μερικές από τις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες στον κόσμο ξεπέρασε το 11% πέρυσι, ενώ για τις κορυφαίες εταιρείες ανανεώσιμων πηγών παρέμεινε γύρω στο 2%.
Εξού και η BP, ενώ είχε δεσμευτεί το 2020 να μειώσει την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου κατά 40% μέχρι το τέλος της δεκαετίας, υπαναχώρησε λιγότερο από τρία χρόνια μετά, λέγοντας ότι θα αυξήσει τις δαπάνες στα ορυκτά καύσιμα. Επίσης, σταμάτησε επενδύσεις 1,1 δισ. δολαρίων σε υπεράκτια αιολικά και πρόσφατα είπε ότι θέλει να πουλήσει άλλα περιουσιακά στοιχεία σε αιολικά, αν και συνεχίζει να επενδύει στις ανανεώσιμες. Από την πλευρά της η Shell μετρίασε κάποιους από τους στόχους για μείωση ρύπων, ενώ αναθεώρησε και τις προσδοκίες ανάπτυξης του κλάδου των ΑΠΕ.
Σημειώνεται ότι ο κλάδος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι πιθανό να εμφανίσει μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές, εν μέρει διότι στις ΗΠΑ οι επενδύσεις με περιβαλλοντικό πρόσημο πολιτικοποιούνται όλο και περισσότερο. Πριν την πανδημία, οι επενδυτές απομακρύνονταν από τους παραγωγούς που εμφάνιζαν απώλειες, καθώς οι εταιρείες κυνηγούσαν την αύξηση της παραγωγής. Απεναντίας, οι ΑΠΕ τείνουν να είναι πολύ πιο σταθερός κλάδος. Και σε κάθε περίπτωση, οι επενδυτές συνεχίζουν να περιμένουν από τις πετρελαϊκές εταιρείες να μειώσουν τους ρύπους τους. Ανά τον κόσμο, οι επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια είναι σχεδόν διπλάσιες σε σύγκριση με τις επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας.
moneyreview.gr με πληροφορίες από NYT