ΠΗΓΗ: Ανακοινώσεις
Σημαντικές είναι οι διαφωνίες της ΔΕΟΚ για τον Κατώτατο μισθό, αναφέρει, σε ανακοίνωση της, η Οργάνωση.
Το Συμβούλιο Διοίκησης της ΔΕΟΚ σε σημερινή του συνεδρία ενημερώθηκε για την απόφαση της Κυβέρνησης αναφορικά με την θέσπιση Γενικού Κατώτατου Μισθού.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΔΕΟΚ, διαπίστωση του Συμβουλίου είναι ότι τόσο το ύψος όσο και οι βασικές παράμετροι του Κατώτατου Μισθού αποκλίνουν σημαντικά από τις πάγιες θέσεις της Οργάνωσης, η οποία είχε θέση με σαφήνεια τις προτάσεις της τόσο προς τον Υπουργό Εργασίας όσο και προς τους υπόλοιπους κοινωνικούς εταίρους.
Η θεμελιώδης θέση της Οργάνωσης εδράζετε στην βαθιά πεποίθηση της ότι όλοι οι εργαζόμενοι και όλες οι εργαζόμενες έχουν δικαίωμα σε αξιοπρεπείς απολαβές.
Απολαβές που να καθορίζονται και να προστατεύονται από τους νόμους ενός συντεταγμένου κράτους και όχι από τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της αγοράς.
«Υποδείξαμε με ευθύτητα ότι η μελέτη του ILO και η Ευρωπαϊκή οδηγία για καθορισμό ελάχιστων απολαβών περιλαμβάνουν τους βασικούς άξονες και δημιουργούν το αναγκαίο υπόβαθρο για την διεξαγωγή του κοινωνικού διαλόγου», αναφέρει η ΔΕΟΚ, στην ανακοίνωση της.
Οι προτάσεις της ΔΕΟΚ για επαρκείς και αξιοπρεπείς μισθούς συνοπτικά ήταν οι ακόλουθες: Ο Γενικός Κατώτατος Μισθός θα πρέπει να καθοριστεί άμεσα στο 60% του διάμεσου μισθού στην βάση της μεθοδολογίας της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να εφαρμόζεται οριζόντια για το σύνολο των εργαζομένων, Θα πρέπει να καθοριστούν με σαφήνεια τα κριτήρια τα οποία θα χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, Θα πρέπει να υπάρξει ξεκάθαρη διατύπωση για την προστασία των ελάχιστων μισθών που συμφωνούνται στις Συλλογικές Συμβάσεις, ο Γενικός Κατώτατος Μισθός να παραχωρείται με βάση τις τριάντα οκτώ ώρες εβδομαδιαίας εργασίας και να υπολογίζεται σε ωριαία βάση.
Σημειώνει, επιπρόσθετα, ότι θα πρέπει να συμπληρώνεται και με άλλα εργασιακά δικαιώματα όπως η ΑΤΑ, ο 13ος μισθός, οι αργίες και η αποζημίωση της υπερωριακής εργασίας.
Δυστυχώς, αναφέρει η ΔΕΟΚ, καμία από τις βασικές της θέσεις δεν έγινε αποδεκτή.
«Η μεθοδολογία η οποία καθορίστηκε από τη Ζέτα Αιμιλιανίδου και θα ανέβαζε σταδιακά τον Γενικό Κατώτατο Μισθό στα €1036 εγκαταλείφτηκε και καθορίστηκε ο Κατώτατος Μισθός αυθαίρετα στο ύψος των €940», σημειώνει.
Σύμφωνα με την ΔΕΟΚ, «σοβαρότατη αδυναμία κομβικής σημασίας για το σύστημα εργασιακών σχέσεων αποτελεί και η απουσία συγκεκριμένου ωραρίου με αποτέλεσμα να αναιρείται η ίδια η φιλοσοφία και ο σκοπός του θεσμού, εφόσον δεν θα ισχύει ενιαία βάση καθορισμού του κατώτατου μισθού με βάση το 38ωρο ή ωριαίο μισθό αλλά ο κάθε εργοδότης θα πληρώνει διαφορετικό κατώτατο σύμφωνα με τις ώρες εργασίας κάθε εργαζόμενου σε ένα εύρος μεταξύ 38 και 48 ωρών».
Παράλληλα, η ΔΕΟΚ εκφράζει, στην ανακοίνωση της, την έντονη διαφωνία της γιατί στην νομοθεσία δεν περιλαμβάνεται ξεκάθαρα διατύπωση για την προστασία των ελάχιστων απολαβών στις Συλλογικές Συμβάσεις.
Η ΔΕΟΚ, «η οποία πάλεψε με συνέπεια για την θεσμοθέτηση Γενικού Κατώτατου Μισθού», εκφράζει την δυσαρέσκεια της γιατί βασικά εργασιακά δικαιώματα όπως η ΑΤΑ οι αργίες και οι υπερωρίες δεν ενσωματώνονται στον Γενικό Κατώτατο Μισθό. Προειδοποιεί ότι δεν θα καταθέσει τα όπλα για θεσμοθέτηση αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού.