CNN, BLOOMBERG
Το 2022 θα ήταν η χρονιά που θα θριάμβευε η Κίνα, όπως και ο ηγέτης της Σι Tζινπίνγκ, που μέσα στο έτος ξεκίνησε τη δεύτερη θητεία του στον προεδρικό θώκο υποσχόμενος να αναδείξει τη χώρα στην απόλυτη υπερδύναμη. Τελικά ήταν, όμως, η πιο δύσκολη και πιο καταστρεπτική χρονιά υπό την ηγεσία του Κινέζου προέδρου και της προσωπικής πολιτικής επιλογής του, της μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό. Μιας πολιτικής που, όπως σχολιάζει σχετικό ρεπορτάζ του CNN, εφαρμόστηκε με πλεονάζοντα ζήλο επί μήνες, προκαλώντας ολέθρια αποτελέσματα για τη δεύτερη οικονομία στον κόσμο και οργισμένες αντιδράσεις από την κοινή γνώμη της Κίνας, για να εγκαταλειφθεί απότομα και σχεδόν ασύντακτα στο τέλος της χρονιάς, αφήνοντας το εύθραυστο σύστημα υγείας της χώρας να αντιμετωπίσει μια έκρηξη κρουσμάτων.
Τώρα που η χώρα γνωρίζει ένα άνευ προηγουμένου κύμα μολύνσεων και θανάτων, ευλόγως διερωτώνται πολλοί για ποιο λόγο έγιναν τόσες θυσίες υπό την πολιτική της μηδενικής ανοχής και για ποιο λόγο περίμενε τόσο πολύ ο κόσμος την επανεκκίνηση της οικονομίας, αν επρόκειτο τελικά η κυβέρνηση να επιτρέψει την εξάπλωση του κορωνοϊού σε έναν πληθυσμό απροετοίμαστο και ουσιαστικά απροειδοποίητο. Εύλογο το ερώτημα, αν σκεφτεί κανείς το τίμημα που είχαν τα lockdowns επί μήνες, καθώς διέψευσαν κάθε προσδοκία να επιτύχει η κινεζική οικονομία τον στόχο για ανάπτυξη 5,5% που είχε θέσει για το 2022. Οι περισσότερες εκτιμήσεις οικονομολόγων και αναλυτών συγκλίνουν σε ανάπτυξη κάπου ανάμεσα στο 2,8% και το 3,2% για φέτος, δηλαδή σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα που έχει γνωρίσει η δεύτερη οικονομία στον κόσμο από το 1976 και τον θάνατο του Μάο. Και στο μεταξύ είναι ορατός ο κίνδυνος της παγκόσμιας ύφεσης, που θα πλήξει τις εξαγωγές της Κίνας.
Παρήγορο, τόσο για την ηγεσία όσο και για την κοινή γνώμη της Κίνας είναι, πάντως, το γεγονός ότι με τα τελευταία στοιχεία αναθεωρείται προς τα πάνω η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας για το περασμένο έτος. Το 2021 το κινεζικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 8,4% και όχι κατά 8,1%, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία του κράτους. Εφθασε εν ολίγοις στα 114,92 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 16,52 τρισ. δολ. και ήταν κατά 80 δισ. δολ. μεγαλύτερο σε σύγκριση με την αρχική εκτίμηση, δηλαδή κατά ένα ποσό που ισοδυναμεί με ολόκληρο το ΑΕΠ της Βουλγαρίας.
Εξίσου παρήγορο για την Κίνα είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι στην πλειονότητά τους οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως η έστω άτακτη άρση της πολιτικής μηδενικής ανοχής και η επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας θα έχουν περιορισμένο αρνητικό αντίκτυπο στην αρχή του έτους και θα δώσουν ώθηση στην ταχύτερη ανάπτυξη μέσα στο επόμενο έτος. Ηδη οικονομικοί αναλυτές έχουν αναθεωρήσει μεν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη της Κίνας το 2022 περίπου στο 3%, αλλά αναθεωρούν προς τα πάνω τις προβλέψεις τους για το επόμενο έτος, ακριβώς επειδή αποσύρθηκε η πολιτική της μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό. Από σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg μεταξύ οικονομικών αναλυτών προκύπτει πως στην πλειονότητά τους εκτιμούν ότι το τρέχον έτος η ανάπτυξη της Κίνας δεν θα υπερβεί το 3%, αλλά θα φθάσει τουλάχιστον το 4,9% στη διάρκεια του 2023. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι πιθανολογούν μάλιστα πως μετά την πλήρη άρση των περιοριστικών μέτρων η ανάπτυξη θα φθάσει στο 6,3% για το σύνολο του επόμενου έτους.
Παράλληλα, όμως, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν πως η επανεκκίνηση της κινεζικής οικονομίας θα είναι μεν ευεργετική, αλλά θα επιφέρει παρενέργειες. Οπως τονίζουν, η ανάκαμψη του τουρισμού από την Κίνα θα δώσει ώθηση στις επιχειρήσεις ανά τον κόσμο, αλλά και στους τομείς των υπηρεσιών πολλών χωρών. Παράλληλα, όμως, η επιτάχυνση της ανάπτυξης στην ενεργοβόρο Κίνα συνεπάγεται μεγάλη αύξηση της ζήτησης για εμπορεύματα και για ενέργεια, που ενδεχομένως θα εμποδίσει την αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων.
Προς το παρόν ο τομέας που δεν αναμένεται να ενισχυθεί είναι εκείνος των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Κίνα, καθώς η εμπιστοσύνη παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και οι ξένες επιχειρήσεις είναι ακόμη πολύ επιφυλακτικές. Οπως τονίζει ο Νόα Φρέζερ, γενικός διευθυντής στο Επιχειρηματικό Συμβούλιο Καναδά – Κίνας, «πολλές επιχειρήσεις έχουν δει υπαλλήλους τους να υφίστανται τόσο δύσκολες καταστάσεις στην εποχή της μηδενικής ανοχής στον κορωνοϊό, ώστε τώρα προτιμούν μια στάση αναμονής». Ανάλογες είναι οι εκτιμήσεις και του Γεργκ Βούτκε, προέδρου του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ε.Ε. στην Κίνα, που τονίζει πως οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν αδημονούν να αυξήσουν την παρουσία τους στην Κίνα.