Του Απόστολου Τομαρά
Ο καταρτισμός του τριπρόσωπου από το οποίο η Ιερά Σύνοδος θα επιλέξει τον επόμενο Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Κύπρου ήταν το βασικό ζητούμενο της πρώτης φάσης των εκλογών της περασμένης Κυριακής. Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί το μοναδικό. Αν μπορεί να παραμερισθεί, προσωρινά, το βασικό ζητούμενο, η κάλπη της Κυριακής έδωσε ενδιαφέροντα στοιχεία για το συμμετοχικό ενδιαφέρον των πιστών στην κορυφαία διαδικασία στην Εκκλησία αλλά και την αποδοχή ιεραρχών, ασχέτως τελικής κατάταξης και επίτευξης του προσωπικού στόχου που ήταν μία θέση στο τριπρόσωπο. Στο πνεύμα αυτό τα αποτελέσματα της κάλπης μπορούν να δώσουν χρήσιμα συμπεράσματα που αφορούν πρώτα και κύρια τα επίπεδα επιρροής της Εκκλησίας στην κοινωνία αλλά και ξεχωριστά για καθένα από τους έξι ιεράρχες. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όσο και αν υπάρχει ο κίνδυνος της κοσμικότητας, μιας και πρόκειται για το πρώτο τεστ μετά τις αρχιεπισκοπικές εκλογές του 2006. Η οικονομική κρίση που έπληξε την κυπριακή κοινωνία αλλά και η αποκάλυψη ότι λόγω της επιχειρηματικής της δραστηριότητα η Εκκλησία ενεπλάκη σε σκάνδαλα που ταλάνισαν την κοινωνία, τα τελευταία δέκα χρόνια, σίγουρα ενέτειναν τον προβληματισμό για τον ρόλο αλλά και τα όρια δράσης της.
Η συμμετοχή
Ένα ζήτημα στο οποίο η ιεραρχία και ο νέος Αρχιεπίσκοπος θα πρέπει να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή είναι η επανάληψη του φαινομένου των χαμηλών ποσοστών συμμετοχικότητας των πολιτών, στην προκειμένη περίπτωση για ανάδειξη Αρχιεπισκόπου. Το 2006 το ποσοστό των πολιτών που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και πήγαν στις κάλπες ανήλθε στο 27%. Στις εκλογές της περασμένης Κυριακής αυξήθηκε κατά τρεις μονάδες. Αύξηση που δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική και που εντείνει τις φωνές εκείνες που υποστηρίζουν πως η εκλογή αρχιερέων θα πρέπει να περιορισθεί εντός της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει σε άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες. Ένα άλλο ζήτημα που χρήζει προσοχής είναι τα κοσμικά χαρακτηριστικά που προσέλαβε η περίοδος πριν από τις εκλογές, τα οποία εξέθρεψε η απόφαση της Ιεράς Συνόδου να χρήσει τους ενδιαφερόμενους ιεράρχες σε υποψηφίους, οι οποίοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συμπεριφέρθηκαν ως κοινοί υποψήφιοι πολιτικών εκλογών. Όπως υποστηρίζεται από εκκλησιαστικούς κύκλους η μετατροπή ενός εκκλησιαστικού γεγονότος σε εκλογική διαδικασία ενδεχομένως να προκαλέσει και φαινόμενα φανατισμού, σε μεγαλύτερη ένταση από τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας οπαδών συγκεκριμένου ιεράρχη στην Αρχιεπισκοπή το 2006.
Οι κερδισμένοι
Με εκκλησιαστικούς όρους μία διαδικασία ακόμα και όπως αυτή της περασμένης Κυριακής δεν αφήνει πίσω της χαμένους και κερδισμένους. Το θέμα αυτό έθιξε, όχι τυχαία, ο μητροπολίτης Πάφου και τοποτηρητής του Θρόνου, Γεώργιος μετά το πέρας της εκλογικής διαδικασίας. Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη η αποδεκτή από την Εκκλησία άποψη πως δεν είναι αδόκιμο ιεράρχες να έχουν φιλοδοξίες σε αυτή την περίπτωση μπορεί να επιχειρηθεί μια αποτίμηση του αποτελέσματος. Ο μητροπολίτης Λεμεσού ασχέτως των προβλέψεων που δεν του αφήνουν πολλά περιθώρια στην εκλογική διαδικασία της Ιεράς Συνόδου θεωρείται ο μεγάλος κερδισμένος. Όχι μόνο για το ποσοστό (35,68%) που έλαβε αλλά κυρίως γιατί πέτυχε να διατηρήσει έναν συμπαγή πυρήνα πιστών πέριξ του, από το 2006 και μετά. Στους κερδισμένους, ασχέτως εισόδου στο τριπρόσωπο, συγκαταλέγεται και ο μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος. Το ποσοστό 18,39% θεωρείται ότι ξεπέρασε κάθε προσδοκία και έδειξε πως ο ιεράρχης πέρα από τη μητροπολιτική περιφέρεια του, πέτυχε σοβαρή διείσδυση και σε άλλες επαρχίες όπως η Λεμεσός, η Λάρνακα και η Λευκωσία.
Ο Ησαΐας
Με βάση τις αρχικές προσδοκίες και προβλέψεις που τον ήθελαν ένα από τα δύο αδιαφιλονίκητα φαβορί, το ποσοστό αλλά και η τρίτη θέση στο τριπρόσωπο, αφήνει μια ανάμικτη γεύση συναισθημάτων στον μητροπολίτη Ταμασού και Ορεινής. Ο Ησαΐας πέτυχε τον στόχο του να είναι στο τριπρόσωπο δεν πέτυχε όμως να επιβεβαιώσει ότι είναι λαοπρόβλητος. Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη εάν θα καταφέρει να είναι ο επόμενος αρχιεπίσκοπος, το 18,10% που έλαβε στις εκλογές αποτελεί μια καλή βάση η οποία μπορεί να διατηρηθεί και να δώσει προοπτικές στις φιλοδοξίες του ιεράρχη, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν θα τερματιστούν με το αποτέλεσμα της Ιεράς Συνόδου. Αυτό που λογικά θα πρέπει να προβληματίσει τον Ταμασού Ησαΐα είναι η υποχώρηση των ποσοστών του, προς το τέλος της περιόδου πριν από τις εκλογές.
Η περίπτωση Μόρφου
Ο μητροπολίτης Νεόφυτος ήταν και παρέμεινε μια ιδιάζουσα περίπτωση υποψηφίου, η συμπεριφορά του οποίου σε κάποιες φάσεις είχε το κοσμικό στοιχεία της εκκεντρικότητας. Χαρακτηριστική περίπτωση η άρνησή του να ψηφίσει στις αρχιεπισκοπικές εκλογές παρά το γεγονός ότι αποδέχθηκε την διαδικασία υποβάλλοντας υποψηφιότητα. Εάν προσμετρηθούν και άλλα δεδομένα, πέρα από το τριπρόσωπο, ο Μόρφου Νεόφυτος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εκ των κερδισμένων των αρχιεπισκοπικών εκλογών. Το ποσοστό 9,80% σε ένα υποψήφιο που δεν επέδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα την περίοδο πριν από τις εκλογές, που σε κάποιες περιπτώσεις φάνηκε να τις σνομπάρει, θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό. Μάλιστα, μέχρι το 35% των καταμετρημένων ψήφων ήταν τέταρτος με ποσοστό πάνω από 11%. Οι αρχικές εκτιμήσεις για πριμοδότησή του υποχώρησαν μαζί με την υποχώρηση του ποσοστού του. Το ποσοστό του Μόρφου έδειξε πως ο ιεράρχης με τον λόγο που εκφέρει τα τελευταία χρόνια σε κοινωνικά ζητήματα αλλά και η στάση του απέναντι στην πανδημία έχουν δημιουργήσει μια συμπαγή ομάδα πιστών, η οποία επεκτείνεται πέραν της περιφέρειας του. Διάχυτη είναι η εντύπωση πως ο Μόρφου Νεόφυτος θα «επενδύσει» σε όσα έχει πετύχει, βλέποντας σε βάθος χρόνου.
Οι Αμμοχωστιανοί και ο Κερυνειώτης
Το ποσοστό που έλαβε ο μητροπολίτης Κωνσταντίας και Αμμοχώστου (14,79%) υπό άλλες περιστάσεις δεν θα τον κατέτασσε στους χαμένους, εάν δεν εμφανιζόντουσαν οι ανοιχτές διαφωνίες και επικρίσεις Αμμοχωστιανών εναντίον άλλων που ζουν σε άλλες επαρχίες. Εάν υπάρχει ένα ζήτημα που χρήζει μελέτης είναι να ερμηνευθεί η εκλογική συμπεριφορά Αμμοχωστιανών εκτός Αμμοχώστου. Τα χαμηλά ποσοστά σε επαρχίες με μεγάλο αριθμό Αμμοχωστιανών προσφύγων προβληματίζει και μια πρώτη ανάγνωση δείχνει πως παρά την προσπάθεια που καταβάλλεται οι Αμμοχωστιανοί να παραμείνουν ενωμένοι, πνευματικά δεν επιτυγχάνεται. Σε επίπεδο εκλογών, αν αναζητηθεί ένας λόγος αποτυχίας του Βασίλειου ο κυριότερος ήταν η αδυναμία συσπείρωσης Αμμοχωστιανών σε Λεμεσό, Λάρνακα και Λευκωσία. Η περίπτωση του μητροπολίτη Κυρηνείας δεν μπορεί να περιορισθεί στον χαρακτηρισμό του χαμένου κάτι που ήταν ευδιάκριτο εξαρχής. Αυτό που συνεχίζει να προκαλεί απορίες είναι η συμμετοχή του μητροπολίτη σε μια διαδικασία που ήταν δύσκολο να γίνει κατανοητή ακόμα και ανάμεσα σε Κερυνειώτες.