ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Οδοιπορικό: Κλεφτές ματιές στα χωριά της Μεσαορίας (Μέρος Β΄)

Βατυλή, Εξω Μετόχι, Αγγαστίνα , Κοντέα, Πραστειό, Αφάνεια, Aσσια και Λύση

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Του Απόστολου Κουρουπάκη

kouroupakisa@kathimerini.com.cy

Ημέρες Αυγούστου, αισθάνθηκα την ανάγκη να δω την πυρόχρωμη κοιλάδα της Μεσαορίας, της Μεσαρκάς, που έγινε κόλαση τον Αύγουστο του 1974 για χιλιάδες Ε/κ που αναγκάστηκαν να τη διασχίσουν ωσάν να διέσχιζαν την Ερυθρά Θάλασσα, μία σύγχρονη Έξοδος... Τα σπαρτά, τα καμπαναριά, οι μιναρέδες και μια Κύπρος που χάνεται, αν δεν χάθηκε ήδη, και όπως λέει και η παροιμία, «Άμα γιορκίσει η Μεσαρκά τρώσιν μανάδες και παιδιά» και αμέσως θυμάμαι το ποίημα του Γκιουργκέντς Κορκμάζελ «Μεσαορία»: «Κάθε σκιάδα δέντρων κι ένας θησαυρός | Κληρονομιά από βασιλείς | Αγκαθωτό φυτό της σιωπής στριφογυρίζει | Και με τσιμπάει»...

 

Πραστειό

Φτάνω στο Πραστειό της Μεσαορίας και το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι το σχολείο που έκτισε το 1921 ο Πασχαλίδης Xατζηκωνσταντής εις μνήμην των προαποθανόντων υιών τoυ Πασχάλη και Bασίλη Πασχαλίδη... σταματώ και σκέφτομαι πως ο χαρακτήρας του κτηρίου μοιάζει παράταιρος σήμερα... ας είναι. Στον Τύπο της εποχής διαβάζουμε: «Νεόδμητος σχολή εις Πραστειό, την οποίαν ανοικοδόμησεν ιδίαις δαπάναις ο εκ των κατοίκων έγκριτος και φιλόμουσος κ. Χ΄΄Κωνσταντίνος Πασχαλίδης». Ο Πασχαλίδης Xατζηκωνσταντής έδωσε και χρήματα για το περιτοίχισμα του κοιμητηρίου...


«Νεόδμητος σχολή εις Πραστειό, την οποίαν ανοικοδόμησεν ιδίαις δαπάναις ο εκ των κατοίκων έγκριτος και φιλόμουσος κ. Χ΄΄Κωνσταντίνος Πασχαλίδης».

Πριν πάω στο κοιμητήριο οδηγώ προς τον ναό του Αγίου Γεωργίου, και στη μικρή πλατεία το καμπαναριό επιβάλλεται... στο χαγιάτι μιας διπλανής οικίας μία οικογένεια γευματίζει, νωχελικά με κοιτάζουν, όταν ακούν το κλείσιμο της πόρτας του αυτοκινήτου μου... Κατεβαίνω και διαβάζω σε μια παλιά πινακίδα: «Dortyol Camii». Στο καμπαναριό φαίνεται ψηλά η επιγραφή 1876 Ιουλ. 13. και το όνομα του αρχιτέκτονα «Αρχιτέχτων Χριστόδουλος», ο οποίος είναι μάλλον ο γνωστός την εποχή εκείνη Χριστόδουλος Γρούτας από το Δάλι, που ξεκίνησε να χτίζει την Παναγία της Λύσης, όπως πληροφορούμαι από σχετική έρευνα που έκανε ο πρόγονος του μάστρε-Γιακουμή, Παύλος Ατταλίδης.



Ενώ στο εξωτερικό μέρος του ηλιακού διακρίνεται καθαρά η επιγραφή όπου σημειώνονται οι λεπτομέρειες της κατασκευής της: «Γέγονεν ο νάρθηξ ούτος | εν έτει σωτηρίω απκβ (1922) | επί αρχιθύτου κου Κυρίλλου του Γ΄ | τη επιμελεία των επιτρόπων | κ.κ. Χ΄΄ Θεοδώρου Πασχαλίδου | Γεωργίου Τάππα | Νικολάου Ελευθερίου | και Νικόλα Πετράκη | Αρχιτέκτων Ιάκωβος Παύλου εκ Κοντέας». Στην είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου διακρίνεται και η πλάκα: «1873 Απριλίου 4» και κάτω «Χατζηνικόλας Κουλλαπής», προύχοντας του Πραστειού.

Ήδη η ώρα περνάει και αποφασίζω να επισκεφθώ το κοιμητήριο, για να βρω τον τάφο του Πασχαλίδη, του μεγάλου ευεργέτου της κοινότητας... Φευ! Ουδέν έμεινε, πάρεξ της πύλης και του περιτοιχίσματος που χρηματοδότησε... ουδέν άλλο. Φεύγω, σκεπτόμενος την ταχύτητα με την οποία λησμονούνται τα πάντα, όπως υποστήριξε και Μάρκος Αυρήλιος στα «Εις Εαυτόν»...

 

Αγγαστίνα

Επιστρέφοντας από το Πραστείο, στόχος ήταν ο Γαϊδουράς, όμως σύντομα συνειδητοποιώ πως έχω αρχίσει να κινούμαι δυτικά, δυσκολεύομαι να βρω σύντομα έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο Αμμοχώστου - Λευκωσίας, συνεχίζω να οδηγώ, και σύντομα αποφασίζω χωρίς πρόγραμμα να στρίψω αριστερά, δεν είμαι σίγουρος για το ποια είναι τα χωριά που θα συναντήσω, παίρνω το ρίσκο... η ώρα περνούσε... το πρώτο χωριό που συναντώ είναι η Αγγαστίνα, και μπροστά μου το τζαμί του Aslankoy, δηλαδή ο ναός της Αγίας Παρασκευής, ένα σκυλί, δεμένο με ένα μεγάλο σκοινί στο πίσω μέρος του ιερού μού απαγορεύει να πλησιάσω, ή μάλλον επιλέγω να μείνω σε απόσταση ασφαλείας...



Η εκκλησία μάλλον κακοδιατηρημένη, το καμπαναριό της στέκει ακόμα... έργο και αυτό του Γεωργίου Ασσιώτη από το Καϊμακλί, που έχτισε το καμπαναριό στο Έξω Μετόχι. Η εικόνα της Αγίας Παρασκευής από τον ναό επαναπατρίσθηκε από το Μόναχο της Γερμανίας τον Οκτώβριο 2008 και σήμερα φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο. Ένα στρατιωτικό όχημα περνάει... αισθάνομαι άβολα και αποφασίζω να κινηθώ στο επόμενο χωριό αμέσως. Διασχίζω μία πεδιάδα, ακούω τον ήχο από τις υδραντλίες, το στρατιωτικό όχημα προπορεύεται, εγώ σε απόσταση ασφαλείας, ώσπου φτάνουμε σε ένα τεράστιο στρατόπεδο...

 

Aσσια

Το απόγευμα είχε προχωρήσει και κάποιοι στρατιώτες από το στρατόπεδο έβγαιναν εξόδου, περπατώντας νωχελικά... Στρίβω αριστερά του και φτάνω σε κάποια πλατεία της Ασσιας και απέναντί μου ο ναός του Τιμίου Προδρόμου. Η εκκλησία χτίστηκε το 1861, και σήμερα είναι τζαμί. Πάνω από τη στοά, πριν από την κεντρική είσοδο του ναού διαβάζω τη χρονολογία 1914. Η αυλή της εκκλησίας είναι γεμάτη δέντρα, μία βρύση και φυσικά παντού σημαίες του ψευδοκράτους και της Τουρκίας.



Στην κόγχη, δίπλα από την κεντρική είσοδο, η οποία είναι σήμερα χτισμένη, μία σύγχρονη επιγραφή με αποσπάσματα από το Κοράνι. Περιεργάζομαι την εκκλησία, στο απέναντι δημοτικό πάρκο μία μητέρα παίζει με το παιδί της, στο καφενείο πιο κάτω δύο γυναίκες, αδιάφορες κατά πάντα στην παρουσία μου, η μία απλώνεται στο τραπέζι για ένα γρήγορο ύπνο... η άλλη ανοίγει μία εφημερίδα... Εγώ συνεχίζω να φέρνω βόλτα την εκκλησία και εντοπίζω στη δυτική πλευρά της να υπάρχει μία δυσανάγνωστη επιγραφή. Με μία πρόχειρη ανάγνωση διαβάζω: «[Ε... ... ... | ΧΡΙΣΙ ΑΣΙΑ 1[9]1[4]», θα πρέπει να επιστρέψω κι εδώ... για μια καλύτερη λήψη!



Κοντοστέκομαι στο καμπαναριό της εκκλησίας, περίτεχνο, σε ερειπιώδη όμως κατάσταση... η ώρα περνάει και αποφασίζω να μην επισκεφθώ το υπόλοιπο χωριό, το απογευματινό σούρουπο θα με ξεγελάσει. Φτάνω στο σταυροδρόμι... δεξιά ο δρόμος για τη Λευκωσία, ευθεία ένα άλλο χωριό... ενστικτωδώς προχωράω ευθεία...

 



Αφάνεια

Στο έμπα του χωριού, άγνωστό μου ακόμα, εκατέρωθεν του δρόμου, βλέπω δύο εκκλησίες, η μία παλαιά, η άλλη σύγχρονη... στριβώ αριστερά και χαιρετώ την κυρία που απολαμβάνει τον απογευματινό καφέ της, με την εγγονή της να παίζει στη βεράντα του σπιτιού... Διαβάζω στην κεντρική, βόρεια είσοδο «1868 Ιουλίου 25 ε<τε>λίοσεν» και στο περιστύλιο τη χρονολογία 1946. Πρόκειται για την εκκλησία του Αγίου Αρτεμίου, η νότια είσοδος είναι ανοικτή, μπαίνω μέσα, τα περιστέρια έχουν κάνει μονιά τους το κατεστραμμένο εικονοστάσι, τον γυναικωνίτη... καθώς ανεβαίνω βλέπω το περίτεχνο ξύλινο ταβάνι του, σαν να είχε φτιαχτεί πριν από μερικά χρόνια.



Η εικόνα που αντικρίζω από τον γυναικωνίτη είναι άξια κινηματογραφικής λήψης, το φως, ο ήχος από τα περιστέρια... Βγαίνω, παρατηρώ το απλό καμπαναριό, στολίζεται με ένα ανθέμιο στο πρώτο κομμάτι του, στο δεύτερο υπάρχει η χρονολογία 1947 και τα αρχικά Σ Μ, είναι άραγε του χτίστη, του δωρητή... άγνωστο προς ώρας.



Κατεβαίνω, βγαίνω από τον ναό. Στην ανατολική πλευρά του ναού το κοιμητήριο, δύο άνδρες από τα γειτονικά οικόπεδα συνεχίζουν ο ένας να μαζεύει σύκα και ο άλλος να επισκευάζει κάποιο μηχάνημα, ουδόλως δεν τους ενοχλεί η παρουσία μου... Μεταξύ των κατεστραμμένων μνημάτων παρατηρώ ένα ανάγλυφο του προσώπου του Νικόλα Παναγή, θανών 15-4-1967, σε ηλικία 71 ετών.


«Φονευθείς υπό Άγγλου στρατιώτου | σε εθνική διαδήλωση της 15.12.1957 στο Βαρώσι». Στο πίσω μέρος της όρθιας πλάκας μαθαίνω ότι πρόκειται για τον Αργυρό Νικόλα, ετών 35.

Συνεχίζω να παρατηρώ τον χώρο, ώσπου αντικρίζω μία άθικτη ταφόπλακα: «Φονευθείς υπό Άγγλου στρατιώτου | σε εθνική διαδήλωση της 15.12.1957 στο Βαρώσι». Στο πίσω μέρος της όρθιας πλάκας μαθαίνω ότι πρόκειται για τον Αργυρό Νικόλα, ετών 35. Μέλος της Επιτροπής Πόλης ΑΚΕΛ Αμμοχώστου και υπεύθυνος της Κομματικής Οργάνωσης Οικοδόμων. Ένας Άγγλος αξιωματικός τον πυροβόλησε και τον σκότωσε εν ψυχρώ έξω από το Σινεμά του Χατζηχαμπή στο Βαρώσι, ήταν επικεφαλής της διαδήλωσης. Η ώρα περνάει και είμαι σίγουρος ότι το φως θα με προδώσει... χαιρετώ τη γιαγιά και διασχίζω τον δρόμο, ένας άνδρας κάθεται φαρδύς-πλατύς σε δύο πλαστικές καρέκλες...



... εγώ προχωρώ προς την ερειπωμένη εκκλησία, από τη νότια είσοδο, όπου η αναμνηστική πλάκα με πληροφορεί πως πρόκειται για τον ναό του Αγίου Δημητρίου: «Ανοικοδομήθη ο ιερός ούτος ναός του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου εν κώμη Αφάνεια διά πολλού πόθου και δαπάνη των τριών αυταδέλφων μοναχών Αποστόλου Βαρνάβα Οικονόμου Χαρίτωνος Ηγουμένου Στεφάνου και Οικονόμου Βαρνάβα εις μνήμην των γονέων αυτών Παπά Γαβριήλ και Παρασκευούς πρεσβυτέρας επί αρχιθύτου και προέδρου Κύπρου κου κου Μακαρίου του Γ΄ εν έτει σωτηρίω 1968». Πρόκειται για τους τελευταίους μοναχούς της Μονής του Αποστόλου Βαρνάβα στην Αμμόχωστο, οι οποίοι είχαν καταγωγή από την Αφάνεια.


Μπαίνω στην εκκλησία, τίποτε δεν θυμίζει ιερό χώρο, κατοικητήριο πτηνών... ίσως έτσι και ο Άγιος Δημήτριος και ο απέναντι Άγιος Αρτέμιος να είναι οίκοι Θεού... «επί αυτά τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσει, εκ μέσου των πετρών δίσουσι φωνήν» Ψαλμ. 103. Βγαίνω από την εκκλησία και μπαίνω στο αυτοκίνητό μου.

Η ώρα πέρασε, αποφασίζω πως πρέπει να πάρω τον δρόμο της επιστροφής... αυτό το ταξίδι άλλωστε δεν έχει ποτέ τέλος.

Διαβάστε ΕΔΩ το πρώτο μέρος του Οδοιπορικού της «Κ»

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Απόστολου Κουρουπάκη

Κύπρος: Τελευταία Ενημέρωση

X