Αυξάνονται και πληθύνονται τα περιστατικά που αφορούν διαφορετικές ή λανθασμένες διαγνώσεις ράπιντ τεστ (σελφ τεστ) με αρκετούς πολίτες να τελούν υπό καθεστώς σύγχυσης, κάτι που σε συνάρτηση με την εν γένει χαλαρότητα και το υπερμεταδοτικό στέλεχος της Όμικρον2 έχει επιβαρύνει τις τελευταίες εβδομάδες την επιδημιολογική εικόνα.
Άτομα που υποβάλλονται σε δειγματοληψία με θετική ένδειξη και λίγο αργότερα επαναλαμβάνουν τη διαδικασία στο σπίτι μέσω self-test παίρνουν δύο διαφορετικά αποτελέσματα κάτι που έχει επιφέρει αναστάτωση αλλά και σύγχυση μεταξύ των πολιτών. Οι απόψεις διίστανται όσον αφορά τους λόγους που συμβαίνει αυτό, με αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω η αξιοπιστία των τεστ ταχείας ανίχνευσης αντιγόνου ενώ παράλληλα αρκετοί είναι αυτοί που δεν λαμβάνουν υπόψη το τεστ και συνεχίζουν να κυκλοφορούν κανονικά διασπείροντας τον ιό.
Η ακρίβεια που παρέχει το αποτέλεσμα του ράπιντ τεστ είναι πολύ κοντινή με αυτή του self-test
Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε πως σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Υγείας αλλά και των επιδημιολόγων, σε περίπτωση που πολίτης εντοπιστεί θετικός δεν υπάρχει λόγος να πραγματοποιήσει ξανά την δειγματοληψία είτε σε άλλο σημείο, είτε με τη διενέργεια self-test και υποχρεούται άμεσα να αυτοπεριοριστεί και να συμπεριφέρεται σαν δυνητικός φορέας (επιβεβαιωμένο κρούσμα).
Που οφείλεται όμως η σύγχυση;
Η «Καθημερινή» επικοινώνησε με τον Δρα Γεώργιο Πάνο, Ειδικό Εσωτερικής Ιατρικής & Λοιμωδών Νοσημάτων (MD, PhD, DTM&H(Lon)) και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής παραθέτοντας του τα πιο πάνω ερωτήματα, ψάχνοντας ουσιαστικά τους λόγους των αντιφατικών αποτελεσμάτων που οδηγούν σε αυτό το αλαλούμ.
Όπως μας ανέφερε, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που παρουσιάζονται είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η εκάστοτε δειγματοληψία, αφού έχει άμεσο αντίκτυπο στην παρουσίαση του ορθού και αποτελεσματικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, δήλωσε πως τόσο στα σημεία δειγματοληψίας/φαρμακεία όσο και στα self-test η διαδικασία θα πρέπει να γίνεται ευλαβικά τηρώντας τις αρχικές οδηγίες.
Ο νέος τρόπος που αρκετοί διεξάγουν την δειγματοληψία, γίνεται πιο «επιφανειακά» γύρω από το ρουθούνι κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να εντοπιστούν έγκαιρα θετικά περιστατικά. Κατά την διάρκεια του τεστ θα πρέπει να διεισδύει το στικ στον ρινοφάρυγγα ενώ το στροβίλισμα θα πρέπει να γίνεται από 5 φορές σε κάθε ρουθούνι. Με αυτό τον τρόπο μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες εντοπισμού ιικού φορτίου -εάν και εφόσον αυτό υπάρχει- παρέχοντας πιο ξεκάθαρο αποτέλεσμα.
Αρνητικοί σε ράπιντ με συμπτώματα, θετικοί σε PCR
Πρόσθεσε πως εάν γίνεται με τον σωστό τρόπο η ακρίβεια που παρέχει το αποτέλεσμα του ράπιντ τεστ είναι πολύ κοντινή με αυτή του self-test ενώ εν συνεχεία -και ερωτηθείς γιατί πληθαίνουν οι περιπτώσεις φορέων με αρνητικό ράπιντ τεστ παρά την παρουσία συμπτωμάτων, που βγαίνουν θετικοί σε PCR- ανέφερε πως οι παρούσες επικρατούσες υπομεταλλάξεις χρειάζονται ένα χρονικό περιθώριο (ορίζεται στις 2μιση με 7 μέρες) για να αυξήσουν το ιικό τους φορτίο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην εντοπίζεται άμεσα -ιδιαίτερα πριν την εκδήλωση συμπτωμάτων- και σε συνάρτηση με τα όσα προαναφέραμε (δηλαδή την σωστή διαδικασία ελέγχου) να φέρει αρνητικό αποτέλεσμα.
Καταληκτικά ανέφερε πως ιδιαίτερα όσοι θεωρούνται στενές επαφές -ακόμα και χωρίς συμπτώματα- οφείλουν να είναι διπλά προσεκτικοί και να χρησιμοποιούν προστατευτική μάσκα, ενώ με την παρουσία συμπτωμάτων -ακόμα και με αρνητικό ράπιντ τεστ- να περιορίζονται στο βαθμό του δυνατού λόγω της μεγάλης μεταδοτικότητας και να σπεύδουν για PCR.