Kathimerini.com.cy
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο συνήλθε ως Δικαστικό Συμβούλιο, αποφάσισε ομόφωνα την Τετάρτη την παύση του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, Οδυσσέα Μιχαηλίδη.
Σύμφωνα με την απόφασή τους, οι οκτώ Δικαστές του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου έκριναν ότι ο Γενικός Ελεγκτής, με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, «παραβίασε τα όρια και έδειξε συμπεριφορά κατώτερη των περιστάσεων, που τον καθιστά ανίκανο».
Στην απόφασή του, η οποία αποτελείται από 209 σελίδες, το Συμβούλιο έκρινε τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη «υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς» και ότι παραβίασε «τα έσχατα όρια» και επέδειξε συμπεριφορά «πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου του αξιώματός του».
«Συμπεριφορά που αντικειμενικά κρινόμενη», αναφέρει η απόφαση «τον καθιστά ανίκανο για επιτέλεση των υψηλών καθηκόντων του και η οποία, ευλόγως, δημιουργεί αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο το αξίωμα του προορίζεται να υπηρετεί».
Όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, επικαλούμενο την απόφαση Ερωτοκρίτου, «τέτοια συμπεριφορά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει το αξίωμα και τους Θεσμούς, γενικότερα, σε ανυποληψία».
Το Συμβούλιο έκανε παραλληλισμό με την υπόθεση Ρίκκου Ερωτοκρίτου και ανέφερε ότι η «ανάρμοστη συμπεριφορά» δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα του κρατικού αξιωματούχου, αλλά και στην όλη συμπεριφορά του.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο ο Γενικός Ελεγκτής κρίνεται ως «υπόλογος ανάρμοστης συμπεριφοράς» σύμφωνα με το Σύνταγμα, διατάσσοντας την άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του.
Η απόφαση, που ρίχνει αυλαία σε μια από τις πιο μεγάλες θεσμικές συγκρούσεις που οδηγήθηκαν ποτέ ενώπιον του Συμβουλίου του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα κοινοποιηθεί άμεσα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για τις δέουσες ενέργειες συμφώνως προς την απόφαση και κατ' ακολουθίαν του εδαφίου (4) της όγδοης παραγράφου του Άρθρου 153 του Συντάγματος.
Κατά την έναρξη της διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αντώνης Λιάτσος, αναφέρθηκε στις δεκαπέντε ενότητες, πάνω στις οποίες βασίστηκε η απόφαση, με ιδιαίτερη αναφορά στην Ομάδα Στήριξης του Γενικού Ελεγκτή στο Facebook και στις αναρτήσεις που γίνονται.
Ανάμεσα στις ενότητες βρίσκεται και η ανταλλαγή επιστολών του Γενικού Εισαγγελέα με το Γενικό Ελεγκτή και στην αλληλογραφία για το Υπουργείο Άμυνας και την άρνηση της Νομικής Υπηρεσίας να προχωρήσει σε ποινικές διώξεις.
Επίσης, οι ενότητες αφορούν στο θέμα των πολιτογραφήσεων και την αντιπαράθεση που ξεκίνησε το 2020 μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα και Γενικού Ελεγκτή με την εμπλοκή της Αρχής κατά της Διαφθοράς.
Σε άλλη ενότητα το δικαστήριο αναλύει την υπόθεση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου, της θυγατέρας του και του νομπελίστα Χριστόφορου Πισσαρίδη, ενώ στην απόφαση περιλαμβάνεται το κεφάλαιο των γνωματεύσεων του Κώστα Κληρίδη, καθώς και το Τwitter του Γενικού Ελεγκτή για αξιωματούχους.
Επιπρόσθετα, η καταγγελία στον INTOSAI, οι ανείσπρακτες οφειλές από την Αστυνομία, οι πολλαπλές συντάξεις και η σύνταξη που λαμβάνει ο Γενικός Εισαγγελέας ήταν μεταξύ των θεμάτων, τα οποία εξετάστηκαν λεπτομερώς από το Δικαστήριο για την έκδοση της απόφασης.
Το Συμβούλιο αναφέρει στην απόφασή του πως «ένας αξιωματούχος που ενεργεί ως ανωτέρω, χωρίς αντίληψη των ορίων της αρμοδιότητάς του, χωρίς σεβασμό στους πολιτειακούς θεσμούς, με έλλειψη ευθυκρισίας, είναι ανίκανος να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του», σημειώνοντας πως «το μέτρο, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η συνέπεια, ο αυτοέλεγχος και αυτοπεριορισμός, είναι βασικά συστατικά στοιχεία της ικανότητας άσκησης των καθηκόντων κρατικού αξιωματούχου του επιπέδου και των αρμοδιοτήτων του Γενικού Ελεγκτή».
«Περαιτέρω, η εμπάθεια και έλλειψη σωστής κρίσης διαβρώνει, καταλυτικά, την ικανότητα επιτέλεσης του καθοριστικού του έργου, κατά τρόπον τέτοιο που να ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις του αξιώματος του Γενικού Ελεγκτή», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με την απόφαση του, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κάνει λόγο για «σύγχυση» των ορίων του θεσμικού του ρόλου από το Γενικό Ελεγκτή.
Σε σχέση με τις αναφορές στην σελίδα στήριξής του στο Facebook «Ομάδα Στήριξης Γενικού Ελεγκτή», το Δικαστήριο έκανε λόγο για «αισχρό περιεχόμενο», καταλογίζοντας του ευθύνες για σχόλια χρηστών το διαδίκτυο, αν και ο Γενικός Ελεγκτής είχε διαχωρίσει τη θέση του με επιστολή, λέγοντας ότι ουδέποτε έχει δηλώσει στήριξη οποιοσδήποτε μορφής στην εν λόγω σελίδα.
«Η ιστοσελίδα στο Facebook φέρει τη φωτογραφία και το όνομα του Γενικού Ελεγκτή και σε αυτήν επί καθημερινής βάσεως, αναρτούνταν, ως τίθεται, απειλητικά, υβριστικά, ψευδή σχόλια και ανακρίβειες, τόσο για τον Γενικό όσο και για τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα», είπε το Δικαστήριο.
Σχετικά με τις αναφορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην πλατφόρμα «Χ», το Συμβούλιο έκανε λόγο για «μη επιτρεπτή συμπεριφορά αχρείαστες αναρτήσεις, ειρωνείες και αντιπαραθέσεις», ενώ το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σωρεία παρεμβάσεων Γενικού Ελεγκτή, κάνοντας λόγο για «συνεχή τάση» παρουσίασης των γεγονότων προς τους πολίτες, που όπως λέχθηκε, ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που ίσχυε.
«Πέραν της, αυτόδηλα, ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς του ως προς το αθωωτικό πόρισμα σε σχέση με τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, ο τρόπος, το ύφος, οι χαρακτηρισμοί, τα υπονοούμενα, αλλά και η απόδοση, ευθέως, ευτελών και αλλότριων κινήτρων στους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, κατά την επιτέλεση των συνταγματικών τους εξουσιών, συνιστούν όχι μόνο υπέρτατη προσβολή, εκ της θέσεως τους, για τον θεσμό του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, αλλά, πλέον σημαντικό, υπόσκαψη του κύρους και της συνταγματικής τους υπόστασης και αποστολής», αναφέρει το Δικαστήριο.
Σε ό,τι αφορά την γραμμή υπεράσπισης του Γενικού Ελεγκτή περί δημοσκοπήσεων δημοφιλίας και αξιοπιστίας, το Δικαστήριο ανέφερε ότι «παρασυρόμενος από τις σειρήνες της δημοφιλίας και των δημοσκοπήσεων, σύγχυσε τα όρια του θεσμικού του ρόλου και εξέθεσε τη θεσμοθετημένη λειτουργία των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, παραβλέποντας ότι η όποια προσωπική αντίληψη και τυχόν διαφορά του με τα εν λόγω πρόσωπα, δεν αφορούσε τους θεσμούς του κράτους, απρόσωπους εκ της φύσεως τους και την αποστολή τους».
Η απόφαση αναφέρει ακόμα πως «οι αρμοδιότητες που το Σύνταγμα αποδίδει στον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα είναι απολύτως αναγκαίο να τυγχάνουν σεβασμού, ιδιαιτέρως, από άλλους κρατικούς αξιωματούχους» και προσθέτει πως «αυτό απαιτεί το δημόσιο συμφέρον».
«Οι θεσμοί, το κράτος δικαίου και ο νομικός πολιτισμός, είναι αξίες διαχρονικές. Με την όλη συμπεριφορά του ο Καθ΄ ου η αίτηση επέδειξε, κατ΄ επανάληψη, περιφρόνηση ως προς την αντίκριση των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα. Προκλητικά αγνοούσε τις γνωματεύσεις του, γνωματεύοντας μάλιστα ο ίδιος - όπως στις περιπτώσεις των πολλαπλών συντάξεων και του Τμήματος Κτηματολογίου - κατά παρέκκλιση της αρμοδιότητάς του», αναφέρεται στην απόφαση.
Σε σχέση με τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο ανέφερε πως δεν πρόκειται για ελευθερία της έκφρασης, αντιθέτως «θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να λαμβάνονται υπόψη». Σύμφωνα με το Συμβούλιο αυτό «δεν το έπραξε ο Γενικός Ελεγκτής», ο οποίος απέδιδε στις γνωματεύσεις αλλότρια κίνητρα.
Επικεντρώνεται, αναφέρει η απόφαση, «όχι μόνο στην απαξιωτική κρίση των γνωματεύσεων και αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα από τον Γενικό Ελεγκτή, αλλά, και ιδίως, στα ανεπίτρεπτα σχόλια, υπαινιγμούς και απόδοση αλλότριων κινήτρων κατά την ενάσκηση των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα. Όλα αυτά ενώ ο Γενικός Ελεγκτής είχε, ως όφειλε άλλωστε, πλήρη αντίληψη του κύρους των γνωματεύσεων του Γενικού Εισαγγελέα και του ευρύτερου συνταγματικού του ρόλου».
Επιπλέον, το Ανώτατο Συνταγματικό έκρινε πως «ξεπερνώντας κάθε όριο, χαρακτήρισε την συνταγματική ενάσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα ως απειλή για το κράτος δικαίου», προσθέτοντας ότι «ιδιαίτερα σοβαρό ατόπημα και απρεπής χαρακτηρισμός, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη, ότι προέρχεται από ανεξάρτητο αξιωματούχο της Δημοκρατίας και στρέφεται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, προασπιστή της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος».
Αναφορικά στο κεφάλαιο της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, σε σχέση με τις καταγγελίες που διαβιβάστηκαν στην Αρχή κατά της Διαφθοράς σε βάρος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο έκρινε πως ο Γενικός Ελεγκτής «πέρασε την γραμμή».
Το Συμβούλιο υπέδειξε στην απόφαση του, πως αυτό δεν συνιστά δικαιολογία, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην απόφαση Ρίκκου Ερωτοκρίτου, στην οποία αναφέρθηκε πως θα έπρεπε να αναλογιστεί τη θεσμική του θέση και να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
«Αντί τούτων, ο Γενικός Ελεγκτής όχι απλώς πέρασε τη γραμμή, αλλά με εμμονή παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας άλλου κρατικού αξιωματούχου και απαξίωνε το αθωωτικό πόρισμα της Αρμόδιας Αρχής κατά της Διαφθοράς, παραπέμποντας σε λαϊκά δικαστήρια», αναφέρεται στην απόφαση.
Τοιουτοτρόπως ενεργώντας, προστίθεται, «απέτυχε να αντιληφθεί ότι οι μεταξύ των Θεσμών διαφορές δεν επιλύονται με φραστικές, δημόσιες, αντιπαραθέσεις, αλλά ούτε και η απόδοση οποιασδήποτε τυχόν μεμπτής συμπεριφοράς εναντίον άλλου αξιωματούχου αποτελεί αντικείμενο δημοσίων συζητήσεων».
«Ακολουθούνται οι εκ του Συντάγματος επιβαλλόμενες διαδικασίες. Έτσι λειτουργούν οι θεσμοί και έτσι θωρακίζεται το κράτος δικαίου», σημειώνεται.
Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Συνταγματικό αναφέρει πως «αυτή την οδό όφειλε να ακολουθήσει ο Γενικός Ελεγκτής, εάν έκρινε ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία προς απόδοση ευθυνών σε άλλο κρατικό αξιωματούχο, είτε αυτό αφορούσε τον Γενικό Εισαγγελέα για αντιθεσμικές, έκνομες ενέργειές του ή τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα για διαφθορά ή συμπεριφορά πέραν του συνταγματικού πλαισίου», προσθέτοντας ότι «αλλιώς διαβρώνονται οι θεσμοί, απαξιώνονται στα μάτια των πολιτών και επακολουθεί χάος».
Εξάλλου, αίσθηση προκάλεσαν οι χαρακτηρισμοί του Συμβουλίου για την συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή, κάνοντας λόγο για συμπεριφορά «μεμπτή και κατώτερη των περιστάσεων, αλλά και επικίνδυνη» για το κράτος δικαίου.
Όπως σημείωσε το Δικαστήριο, ο Γενικός Ελεγκτής επέδειξε «περιφρόνηση» στον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και «απρεπή συμπεριφορά», αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας λειτουργούσε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του.
Έκανε, μάλιστα, λόγο για «εμπάθεια και έλλειψη σωστής κρίσης», καταλήγοντας πως είναι ανίκανος να συνεχίσει τα καθήκοντά του.
Το Συμβούλιο υποστήριξε πως ο Γενικός Ελεγκτής δεν είχε την ευθυκρισία να ισοζυγίσει και να ενεργήσει με σύνεση, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα προειδοποιούσαν για πιθανές συνέπειες, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του, σε διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη.
«Οι επανειλημμένες διαμάχες του δημόσια, με ελεγχόμενα από την υπηρεσία του πρόσωπα, αλλά και με άλλους πολίτες, μέσω μιας αλόγιστης και επικίνδυνης, για την αντικειμενικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει, χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, φανερώνει έλλειψη μέτρου και ευθυκρισίας», αναφέρει η απόφαση.
Επίσης, το Συμβούλιο ανέφερε ότι ο Γενικός Ελεγκτής όφειλε να αποφεύγει αντεγκλήσεις, οι οποίες θα οδηγούσαν σε αμφισβήτηση του έργου του και θα υποδήλωναν ύπαρξη προκατάληψης. «Ούτε η εμπάθεια συνάδει με το μέτρο συμπεριφοράς κρατικού αξιωματούχου επιφορτισμένου με τον έλεγχο άλλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και όσα κάλυπταν τη συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή έναντί του», σημειώνει στην απόφασή του του Συμβούλιο.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο ξεκαθάρισε ότι δεν το απασχόλησε η αμφισβήτηση των θεσμών μεταξύ Νομικής και Ελεγκτικής Υπηρεσίας και εξέφρασε τη διαφωνία του ως προς τις θέσεις που έθεσε η πλευρά του Ελεγκτή, σε σχέση με το θεσμικό θέμα του διπλού ρόλου του Γενικού Εισαγγελέα.
Απέρριψε τη θέση Γενικού Ελεγκτή ότι ο τρόπος αντίδρασης προς τις γνωματεύσεις Γενικού Εισαγγελέα αποτελεί απλώς διαφωνία, αλλά ανέφερε πως αποτελεί «έλλειψη σεβασμού προς τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα».
«Ο Γενικός Ελεγκτής δεν ελέγχεται για τη μεταβίβαση καταγγελιών, αφού αυτό συνιστούσε νόμιμη εξουσία σου, ελέγχεται για τον τρόπο αντίδρασής του, με τον οποίο παραβίασε κατά βάναυσο τρόπο το τεκμήριο της αθωότητας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα», αναφέρει το Συμβούλιο.
Οι δικαστές εξέφρασαν μέσα από την απόφασή τους «λύπη», αφού όπως ανέφεραν «διαπιστώνουμε ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν περιορίστηκε μόνο στο ρόλο του διαβιβαστή της καταγγελίας στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, αλλά επεφύλαξε στον εαυτό του ρόλο κριτή, αφού προχώρησε στην έκδοση συμπερασμάτων σε δηλώσεις του και τοποθετήσεις του».
«Αυτά δείχνουν έλλειψη αυτοσυγκράτησης και κρίσης», πρόσθεσαν.
Σε σχέση με το κεφάλαιο περί ελέγχου της Αστυνομίας για ανείσπρακτες εξώδικες καταγγελίες, το Συμβούλιο αναφέρει ότι η προσέγγισή του Ελεγκτή «ήταν παντελώς λανθασμένη», ενώ για το κεφάλαιο των πολλαπλών συνταξέων, το Συμβούλιο αναφέρει ότι λυπάται, γιατί «οι προσεγγίσεις Γενικού Ελεγκτή στερούνται πειστικότητας» και «αποδίδεται στον Γενικό Εισαγγελέα πως εσκεμμένα έδινε γνωματεύσεις, κάτι με το οποίο διαφωνούμε».
Τον Γενικό Εισαγγελέα υποστηρίξαν κατά τη διαδικασία τα δικηγορικά γραφεία Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ και Λέανδρου Παπαφιλίππου, ενώ τον Γενικό Ελεγκτή εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Τζο Τριανταφυλλίδης, Πάμπος Ιωαννίδης και Χρίστος Κληρίδης.
Πρώτη τοποθέτηση Οδυσσέα Μιχαηλίδη
«Υπηρέτησα 10 χρόνια τον τόπο, φεύγω έχοντας απόλυτα ήσυχη τη συνείδηση μου. Το έργο που παράχθηκε για πάταξη της διαφθοράς τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται και εκτός Κύπρου. Υπήρξε συντεταγμένη προσπάθεια φαγώματος μου, Από τους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, τέως ΠτΔ και αργότερα τον νυν ΠτΔ. Είχαν σωρεία υλικού παρακολούθησης κάθε δήλωσης μου. Σήμερα το σύστημα διά της απόφασης που ακούσατε πέτυχε την καρατόμηση μου, παρουσιάζοντας με τον χειρότερο αξιωματούχο που πέρασε πότε. Αν συγκρίνεται με την υπόθεση Ερωτοκρίτου με χαρακτηρισμούς σαφώς χειρότερους. Απολύομαι ως χειρότερος και από τον Ρ. Ερωτοκρίτου. Η απόφαση αυτή είναι κόλαφος κατά της ελευθερίας λόγου και έκφρασης στη χώρας μας».
Από σήμερα είμαι ελεύθερος. Ο κ. Μιχαηλίδης ευχαρίστησε την ομάδα των δικηγόρων του και δήλωσε πως η επόμενη μέρα θα τον βρει ταγμένο στον αγώνα για πάταξη της «γάγγραινας» που λέγεται διαφθορά.
Όσα λέχθηκαν στην αίθουσα:
- Το Συβούλιο αποφάσισε ότι ο Γενικός Ελεγκτής είναι πλέον ανίκανος να ασκεί τα καθήκοντα του και ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την άμεση απόλυσή του.
- Ένας αξιωματούχος που ενεργεί χωρίς αντίληψη και σεβασμό είναι ανίκανος να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του. Η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας συνιστά επίσης ανάρμοστη συμπεριφορά.
«Μεμπτή η συμπεριφορά του»
- Το Συμβούλιο επισημαίνει την εμμονή του Γενικού Ελεγκτή να παρουσιάζει ένοχο τον βοηθό γενικό ακόμα και μετά την αθώωση του. «Μεμπτή η συμπεριφορά του», σημειώνεται.
«Προκάλεσε εκφοβισμό και υπονόμευσε το κράτος δικαίου»
- Το Συμβούλιο συμπληρώνει πως ο Γενικός Ελεγκτής «Μετέφερε εικόνες που δεν υφίστανται με τη χρήση λέξεων» και ότι «προκάλεσε εκφοβισμό και υπονόμευσε το κράτος δικαίου». Επιπλεόν, διαπιστώνεται σωρεία παρεμβάσεων του Γενικού Ελεγκτή και «μια συνεχή τάση παρουσίασης των γεγονότων προς τους πολίτες εντελώς διαφορετική από αυτή που υφίστανται. Να θυμίσουμε το θέμα των πολλαπλών συντάξεων και την περίπτωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, του πρύτανη και της θυγατέρας του και την καταβολή των δικηγορικών εξόδων για την υπόθεση που τον αφορούσε παραλείποντας να ενημερώσει για την κατάληξη». Όπως αναφέρθηκε και στο ζήτημα πειθαρχικής δίωξης λειτουργού Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ο Ελεγκτής, όταν κλήθηκε να σχολιάσει σε μέσο ενημέρωσης την απόρριψη της δίωξης που είχε υποβάλει, άφησε αιχμές κατά της Νομικής Υπηρεσίας.
- Παραποίηση γεγονότων από Γ. Ελεγκτή με σκοπό να μεταφέρει στους πολίτες μια διαφορετική εικόνα, αναφέρει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου
- Επισημαίνεται ακόμα πως ο Γενικός Ελεγκτής στοχοποιούσε το Γενικό Εισαγγελέα και τον θεσμό που υπηρετεί. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να ακολουθήσουν δημοσιεύματα, που έπλητταν τον θεσμό.
- Το Συμβούλιο αναφέρεται στο κεφάλαιο για τις πολλαπλές συντάξεις και μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι οι προσεγγίσεις Γενικού Ελεγκτή στερούνται πειστικότητας. «Αποδίδεται στον Γενικό Εισαγγελέα πως εσκεμμένα έδινε γνωματεύσεις, κάτι με το οποίο διαφωνούμε» αναφέρεται. Αναφέρεται ακόμα πως εντοπίζεται στοχοποιήση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα πρ΄άγμα που δείχνει εμπάθεια.
Παντελώς λανθασμένη προσέγγιση για εξώδικα
-Το Συμβούλιο αναφέρεται στον έλεγχο της Αστυνομίας από τον Γενικό Ελεγκτή για ανείσπρακτες εξώδικες καταγγελίες. Επισημαίνει ότι η προσέγγιση από τον Γενικό Ελεγκτή ήταν παντελώς λανθασμένη.
Ανεπίτρεπτη χρήση κοινωνικών δικτύων από Γ. Ελεγκτή - Ειρωνείες και αντιπαραθέσεις
- Επισημαίνεται ακόμα πως ο τρόπος χρήσης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης από τον Γενικό Ελεγκτή δεν ήταν επιτρεπτός και γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αχρείαστες αναρτήσεις, ειρωνείες και αντιπαραθέσεις.
- Για την Ομάδα Στήριξης του Γενικού Ελεγκτή στο facebook, το Συμβούλιο αναφέρει ότι ο ίδιος αρκέστηκε στο να πει ότι ουδεμία σχέση έχει με την υπηρεσία και τον ίδιο. Αναφέρεται ωστόσο πως η ουσία είναι ότι η σελίδα έχει το όνομα και τη φωτογραφία του και επέτρεπε αναρτήσεις με αισχρό περιεχόμενο.
- Το Συμβούλιο αναφέρει ακόμα: «με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν περιορίστηκε μόνο στο ρόλο του διαβιβαστή της καταγγελίας στην ανεξάρτητη αρχή κατά της διαφθοράς αλλά επεφύλαξε στον εαυτό του ρόλο κριτή αφού προχώρησε στην έκδοση συμπερασμάτων σε δηλώσεις του και τοποθετήσεις του. Αυτά δείχνουν έλλειψη αυτοσυγκράτησης και κρίσης».
Ο Ελεγκτής, με εμπάθεια, παρέκαμψε το πόρισμα της Αρχής κατά της Διαφθοράς
- Στην απόφαση του Συμβουλίου, αναφέρεται ακόμα ότι ο Γενικός Ελεγκτής παρέκαμψε το πόρισμα της Αρχής κατά της Διαφθοράς και παραβίασε κάθε όριο, ενώ με αφορμή ορισμένες δηλώσεις του, επέδειξε εμπάθεια. Επισημαίνεται πως προκαλεί εντύπωση να διαβιβάζεται μια καταγγελία αυτούσια και να εξετάζεται από την Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς. Ακολούθως μετά την απόφαση, να επανέρχεται και επικαλούμενος λεπτομέρειες, να αμφισβητεί το πόρισμα και να μεταφέρει στο κοινό μια διαφορετική εικόνα.
Ο Γ. Ελεγκτής παραβίασε βάναυσα το τεκμήριο αθωότητας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα
- Όπως αναφέρει το Συμβούλιο: Ο Γενικός Ελεγκτής δεν ελέγχεται για τη μεταβίβαση καταγγελιών αφού αυτό συνιστούσε νόμιμη εξουσία σου, ελέγχεται όμως για τον τρόπο αντίδρασής του με τον οποίο παραβίασε κατά βάναυσο τρόπο το τεκμήριο της αθωότητας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα», αναφέρει το Συμβούλιο.
Μετέωρες οι θέσεις Γενικού Ελεγκτή περί παρακώλυσης του έργου του στις πολιτογραφήσεις
- Το Συμβούλιο αναφέρεται στις αναφορές της πλευράς του Γενικού Ελεγκτή κατά του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα για τις πολιτογραφήσεις. Όπως επισημαίνεται, το Συμβούλιο στην περίπτωση αυτή διαπιστώνει ότι ο Γενικός Ελεγκτής είχε στη διαθεσή του όλους του φακέλους και όχι μόνο τους πέντε στους οποίους ο ίδιος αναφερόταν. Επισημαίνεται ακόμα ότι οι απόψεις του Ελεγκτή έμειναν μετέωρες περί παρακώλησης του έργου του για άσκηση ελέγχου για το θέμα των διαβατηρίων.
- Γίνεται αναφορά στις θέσεις του Γενικού Ελεγκτή και στους ισχυρισμούς του ότι δεχόταν επιθέσεις από τον Γενικό Εισαγγελέα και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα.
- Το Συμβούλιο διαβάζει την θέση του Γενικού Ελεγκτή ενώ παραπέμπει και στην υπόθεση Ερωτοκρίτου, το αποτέλεσμα της οποίας απασχόλησε το ΕΔΑΔ το οποίο και την απέρριψε.
- Ο Πρόεδρος αναφέρεται στα κεφάλαια της σύγκρουσης των δύο πλευρών και γίνεται αναφορά και στην Ομάδα Στήριξης του Οδυσσέα Μιχαηλίδη στο Facebook με το όνομα και τη φωτογραφία του.
- Ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αντώνης Λιάτσος διαβάζει τα γεγονότα της υπόθεσης. Όπως αναφέρει το βασικό και καθοριστικό μαρτυρικό υλικό είναι κοινό.
- Η απόφαση, όπως αναφέρεται είναι ομόφωνη και καλύπτει 209 σελίδες.
- Στο δικαστηρίο βρίσκονται ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Γενικός Ελεγκτής.
Τι προηγήθηκε
Οι δύο πλευρές, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία διενεργήθηκε τέλος Ιουνίου μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 2024, έδωσαν σκληρή μάχη, ώστε να πείσουν το Συμβούλιο ότι στη βάση συγκεκριμένων γεγονότων υπήρξε ή όχι ανάρμοστη συμπεριφορά.
Κατά την τελευταία διαδικασία ενώπιον του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου η οποία ολοκληρώθηκε στα μέσα Ιουλίου, οι δύο πλευρές αναφέρθηκαν στην κυπριακή νομολογία και συγκεκριμένα στην απόφαση για παύση του πρώην Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα Ρίκκου Ερωτοκρίτου.
Οι αντιμαχόμενες πλευρές στις αγορεύσεις τους επιχειρηματολόγησαν με αντίθετες απόψεις:
Η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι τα βασικά στοιχεία συμπεριφοράς που θεμελίωσαν την ανάρμοστη συμπεριφορά στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ισχύουν και στην περίπτωση του Γενικού Ελεγκτή.
Η πλευρά του Οδυσσέα Μιχαηλίδη υποστήριξε ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση ή σύγκριση της υπόθεσης Ερωτοκρίτου με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
«Απόλυτα δεσμευτική η όποια απόφαση του Συμβουλίου»
Στο μεταξύ σύμφωνα με δηλώσεις του νομικού Αχιλλέα Αιμιλιανίδη στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, τόνισε ότι όποια και να είναι η απόφαση του Συμβουλίου η απόφαση θα είναι τελεσίδικη.
Όπως εξήγησε όποια και να είναι η απόφαση, είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν υπάρχει οποιοδήποτε πεδίο διακριτικής ευχέρειας του ΠτΔ εάν δηλαδή η απόφαση είναι ότι παύεται ο Γενικός Ελεγκτής δεν υπάρχει οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια του Προέδρου να μην εφαρμοστεί η απόφαση και το ίδιο ισχύει και το αντίθετο, αν δηλαδή η απόφαση ότι δεν παύεται ο Γενικός Ελεγκτής, σημαίνει ότι ο Ελεγκτής παραμένει στα καθήκοντά του και σημαίνει ότι η δημόσια συζήτηση που διεξάγεται εδώ και χρόνια για το κατά πόσο ο Γενικός Ελεγκτής υπερβαίνει ή όχι τις αρμοδιότητές του θα έχει λήξει με σαφή επικράτηση του Γενικού Ελεγκτή».
Διευκρίνισε επίσης ότι η απόφαση είναι τελεσίδικη, αν ο Γενικός Ελεγκτής παυθεί, θα έχει βέβαια το δικαίωμα να προσφύγει στο ΕΔΑΔ αλλά αυτό δεν θα επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο σε μια τέτοια περίπτωση, την ισχύ της απόφασης που θα συνεπάγεται άμεση παύση του από το αξίωμα του Γενικού Ελεγκτή.