Η κυβέρνηση της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία καθιστά τη νομοθεσία στη χώρα λιγότερο εχθρική προς το οργανωμένο έγκλημα, πράγμα που ευνοεί τις δραστηριότητες της Μαφίας, ύστερα από πλήγματα στο οργανωμένο έγκλημα τα προηγούμενα χρόνια, με τουλάχιστον τέσσερα παραδείγματα τέτοιων παρεμβάσεων που έχουν ανησυχήσει και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οπως αναφέρει σε άρθρο της στη βρετανική επιστημονική επιθεώρηση The Conversation η καθηγήτρια Συγκριτικής του Οργανωμένου Εγκλήματος και της Διαφθοράς στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ, Φίλια Ολαμ, η κυβερνητική ατζέντα στη Ρώμη έχει αρνητικές συνέπειες στον αγώνα κατά της Μαφίας. Νόμοι με αποδεδειγμένο ιστορικό για την αντιμετώπιση των μαφιόζων και της διαφθοράς χαλαρώνουν στο όνομα της «αποτελεσματικότητας» και του «προσωπικού απορρήτου».
Οι εισαγγελείς, η αστυνομία και η κοινωνία των πολιτών έχουν μπει σε δεύτερη μοίρα, ισχυρίζεται η καθηγήτρια, από μια διοίκηση που δεν ανέχεται συζητήσεις για δραστηριότητες και διείσδυση της Μαφίας. Την ίδια ώρα όμως οι μεταρρυθμίσεις της στα μέσα ενημέρωσης και τη δημόσια ζωή έχουν επικίνδυνα αρνητικά αποτελέσματα.
Κυβερνητικές παρεμβάσεις
Κατά πρώτον αφότου ανέλαβε την εξουσία, η κυβέρνηση της κας Μελόνι εισήγαγε περιοριστικές μεταρρυθμίσεις στα μέσα ενημέρωσης. Είτε είναι σκόπιμες είτε όχι, καθιστούν δυσκολότερη την αναφορά στη Μαφία.
Ενώ προηγουμένως επιτρεπόταν στους δημοσιογράφους να αναφέρουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία σε μια έρευνα της Μαφίας, μια τροπολογία σύντομα θα περιορίσει τις αναφορές στην παράθεση επιλεγμένων υποκλοπών τηλεφωνικών αρχείων που χρησιμοποιούσαν οι δικαστές της προκαταρκτικής έρευνας στο ένταλμά τους – όχι στοιχεία από όλη η έρευνα.
Επίσης, δεν θα μπορούν πλέον οι δημοσιογράφοι να επικαλούνται απευθείας τις τηλεφωνικές υποκλοπές μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες. Αυτό περιορίζει την ικανότητά τους να αναφέρουν τις περίπλοκες δραστηριότητες και τα δίκτυα της Μαφίας.
Κατά δεύτερον, η ιταλική κυβέρνηση έχει καταργήσει το έγκλημα «abuso d’ufficio» (κατάχρηση εξουσίας), το οποίο είχε επίσης επιπτώσεις στην πρόληψη του οργανωμένου εγκλήματος. Εχει υποστηριχθεί ότι αυτή ήταν μια απαραίτητη κίνηση επειδή ο νόμος περιόριζε τις εξουσίες λήψης αποφάσεων των τοπικών διοικητών. Φοβήθηκαν προφανώς ιδιαίτερα μήπως κατηγορηθούν για ανάρμοστη συμπεριφορά σε διαδικασίες δημοσίων διαγωνισμών.
Ωστόσο, η κατάργηση αυτού του νόμου διευκολύνει τους δημόσιους λειτουργούς στο να εμπλέκονται σε παράτυπες πρακτικές όπως τα ρουσφέτια (προνομιακή μεταχείριση σε αντάλλαγμα για πολιτική υποστήριξη), ο νεποτισμός και η διαφθορά – βασικό μέρος κάθε υποδομής οργανωμένου εγκλήματος. Αυτή η μεταρρύθμιση δυνητικά άνοιξε τις πόρτες για περισσότερη εγκληματικότητα λειτουργών σε τοπικό επίπεδο.
Η κατάργηση του νόμου στηλιτεύτηκε και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον περασμένο Ιανουάριο. Εκπρόσωπός της δήλωσε ότι η νομική αλλαγή αυτή «νομιμοποιεί μια σημαντική μορφή διαφθοράς και μπορεί να έχει συνέπειες στην αποτελεσματικότητα του αγώνα κατά της διαφθοράς».
Επιπροσθέτως, η χρήση της υποκλοπής για διείσδυση στις τηλεπικοινωνίες είναι αμφιλεγόμενη σε ορισμένες χώρες, αλλά στην Ιταλία ήταν ένα ζωτικό εργαλείο κατά της Μαφίας. Η συλλογή στοιχείων ακούγοντας ιδιωτικές συνομιλίες και χώρους ήταν μια από τις πιο σημαντικές και αποτελεσματικές τακτικές για την κατανόηση των στρατηγικών, της δυναμικής και των δραστηριοτήτων της μαφίας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών.
Ωστόσο, ένας νέος νόμος που περνά από το κοινοβούλιο θα περιορίσει τις αρχές στην παρακολούθηση μόνο των κλήσεων ενός υπόπτου για μέγιστο διάστημα 45 ημερών, εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Οι ύποπτοι για μαφία και τρομοκρατία εξαιρούνται από αυτήν την αλλαγή, αλλά θα ισχύει για εγκλήματα που γειτνιάζουν με υποθέσεις μαφίας, τα οποία είναι συχνά κρίσιμα για τη φυλάκιση υπόπτων για οργανωμένο έγκλημα.
Η μείωση της χρήσης αυτού του εργαλείου σημαίνει ότι δεν θα διερευνηθούν οι ευρύτεροι κύκλοι όσων ενθαρρύνουν και διευκολύνουν τη Μαφία, όπως δικηγόροι, λογιστές και επιχειρηματικοί συνεργάτες. Η εστίαση σε αυτή τη γκρίζα ζώνη είναι συχνά η καλύτερη διαδρομή προς το κέντρο μιας μαφιόζικης οργάνωσης. «Μειώνοντας την αποτελεσματικότητα αυτού του εργαλείου, θα είναι πιο δύσκολο να διώκονται ποινικά οι υπεύθυνοι της μαφίας – επιτρέποντας στη Μαφία να ενισχύσει την κοινωνική και οικονομική της δύναμη», σχολάζει η Δρ. Ολαμ.
Μειωμένη προστασία μαρτύρων
Τέλος, προστατευόμενοι μάρτυρες, δηλαδή εγκληματίες που αποκαλύπτουν τα εγκλήματά τους και συνεργάζονται με το κράτος με αντάλλαγμα μια νέα ζωή και ταυτότητα, έχουν συνεισφέρει τεράστια στον αγώνα κατά της Μαφίας. Φωνές εκ των έσω, όπως προ ετών ο εκ των ανώτερων στη μαφιόζικη ιεραρχία της Σικελίας Τομάζο Μπουσκέτα, έχουν βοηθήσει σημαντικά τις αρχές κατά της Μαφίας.
Το 1984, ο Μπουσκέτα παρείχε συγκεκριμένα στοιχεία για όσα πίστευαν οι εισαγγελείς ότι συνέβαιναν στη Σικελία, οδηγώντας σε σημαντικές ανακαλύψεις. Εκείνη την εποχή, το ιταλικό κράτος δεν μπορούσε να τον προστατεύσει, έτσι οι αρχές των ΗΠΑ παρενέβησαν για να προστατεύσουν τον Μπουσκέτα αφού είχε στραφεί εναντίον των πρώην συνεργατών του.
Το 1991, ο θρυλικός δικαστής κατά της Μαφίας, Τζοβάνι Φαλκόνε, καθιέρωσε ένα πλήρες κρατικό πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων στην Ιταλία – ένα αυστηρό καθεστώς προστασίας και μια σύμβαση μεταξύ του κράτους και πρώην εγκληματιών. Το 2001, αυτό αποδυναμώθηκε από όλα τα πολιτικά κόμματα, καθιστώντας λιγότερο ελκυστικό να γίνεις μάρτυρας κατηγορίας. Το 2024 αποδυναμώθηκε περαιτέρω.
Οι μάρτυρες δεν λαμβάνουν πλέον αυτόματα ένα εφάπαξ ποσό για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή κατόπιν συνεργασίας με τις αρχές. Η κρατική υπηρεσία που διαχειρίζεται αυτήν τη συμφωνία αποφάσισε να παρακρατήσει το εφάπαξ ποσό επειδή, όπως υποστηρίζει, αυτοί οι μάρτυρες χρωστούν στο κράτος για υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών και σωφρονιστικών εξόδων, προστίμων και άλλων κυρώσεων.
Αυτό το «πακέτο απόλυσης» είναι από καιρό ένα σημαντικό κίνητρο για όποιον σκέφτεται να ρισκάρει τη ζωή του για να στραφεί ενάντια στη Μαφία. Συχνά χρησιμοποιείται για να αγοράσει ένα σπίτι ή να ξεκινήσει μια επιχείρηση.
Ο Λουίτζι ντι Γκότι, διάσημος ποινικολόγος, και ο Τζαν Κάρλο Καζέλι, πρώην γενικός εισαγγελέας του Παλέρμο, κατήγγειλαν έντονα αυτή την κατάσταση.
«Η Ιταλία είναι παγκόσμιος ηγέτης στη μάχη κατά του οργανωμένου εγκλήματος από τότε που άρχισε να αντιμετωπίζει το πρόβλημα στα σοβαρά τη δεκαετία του 1990, αλλά οι πρόσφατες αλλαγές υπονομεύουν σιγά σιγά αυτό το καθεστώς», επεσήμανε η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Μπαθ στη Βρετανία.
«Οι ιταλικές μαφιόζικες σπείρες είναι εξ ορισμού περίπλοκες, ύπουλες οργανώσεις. Απαιτούνται νόμοι για την αντιμετώπιση των πολλαπλών δραστηριοτήτων και των συνεργών τους, ειδικά καθώς επεκτείνονται στο εξωτερικό. Οι νομικοί μηχανισμοί που τέθηκαν σε εφαρμογή τη δεκαετία του 1990 υπάρχουν για κάποιο λόγο και δεν πρέπει να αλλάξουν χωρίς προσεκτική εξέταση. Διαφορετικά, μπορεί να πληρώσουμε όλοι το τίμημα», συμπέρανε η Δρ Ολαμ.
Πηγή: The Conversation, The Guardian, ANSA