Kathimerini.gr
Γιώργος Σκαφιδάς
Στις 23 Ιουνίου του 2023, πριν από σχεδόν έναν χρόνο, οι κάτοικοι του Ροστόφ-ον-Ντον είχαν επιφυλάξει υποδοχή… ηρώων στον Γεβγκένι Πριγκόζιν και τους μισθοφόρους της Ομάδας Wagner.
Ο Πριγκόζιν και η Wagner είχαν, ωστόσο, μόλις λίγες ώρες νωρίτερα «επαναστατήσει» ενάντια στην ηγεσία του Κρεμλίνου, βάζοντας στο στόχαστρο κυρίως τους επικεφαλής του υπουργείου Αμυνας και των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων (βλ. Σοϊγκού, Γκερασίμοφ) αλλά και τον ίδιο τον Ρώσο πρόεδρο.
Ο πληθυσμός μιας μεγάλης ρωσικής πόλης είχε -με άλλα λόγια- σπεύσει, όπως προκύπτει μέσα από τις φωτογραφίες και τα βίντεο που είχαν δει τότε το φως της δημοσιότητας, να υποδεχθεί ως «ήρωες» όσους επέλεξαν να συγκρουστούν «εκ των έσω» με τον Βλαντιμίρ Πούτιν ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση.
Πριν από τις 23 Ιουνίου του 2023, ένα τέτοιο σενάριο θα αντιμετωπιζόταν περίπου ως… αδιανόητο. Κί όμως…
Τι συνέβη; Τι ακριβώς σκέφτονταν, τότε, οι Ρώσοι που είχαν «αποθεώσει» τον Πριγκόζιν στο Ροστόφ επί του Ντον;
Οι πιθανές ερμηνείες, πολλές:
- Μήπως επικροτούσαν το γεγονός ότι ο Πριγκόζιν είχε τολμήσει, έπειτα από μήνες πολέμου, να πει άβολες για τη ρωσική ηγεσία «αλήθειες» σχετικά με την εισβολή στην Ουκρανία;
- Μήπως αυτός ήταν ένας τρόπος να αποδοκιμάσουν την ηγεσία των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων που είχε υποπέσει σε σειρά «λάθος εκτιμήσεων» στην Ουκρανία;
- Μήπως θεωρούσαν ότι από αυτήν την κόντρα Κρεμλίνου-Wagner θα μπορούσε να βγει τελικώς νικήτρια η μισθοφορική ομάδα του
- Πριγκόζιν και έτσι ήθελαν να προλάβουν να πάνε με την πλευρά των «νικητών»;
- Ή μήπως απλά βρήκαν την ευκαιρία να εκφράσουν τη δυσφορία τους για τις γενικότερες συνθήκες εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας;
Ό,τι και αν ισχύει (ή δεν ισχύει) από τα προαναφερθέντα, η ανταρσία του Πριγκόζιν απέδειξε στην πράξη ένα πράγμα: ότι δεν είναι εύκολο να πει κανείς με σιγουριά τι ακριβώς σκέφτονται στην πραγματικότητα οι Ρώσοι πολίτες σε μια δεδομένη χρονική περίοδο…
(AP Photo/Alexander Zemlianichenko)
Δημοσκοπήσεις δεν έχουν σταματήσει, βέβαια, να διεξάγονται στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια. Για να μπορούν να θεωρηθούν ωστόσο αξιόπιστες οι όποιες σφυγμομετρήσεις όχι μόνο στη Ρωσία αλλά γενικώς, θα πρέπει προφανώς να υπάρχουν πολίτες που είναι διατεθειμένοι να απαντήσουν με ειλικρίνεια στις -ακόμη και άβολες για την εκάστοτε εξουσία- ερωτήσεις των δημοσκόπων, χωρίς να φοβούνται αρνητικές συνέπειες ή «καρφώματα».
«Λίγοι είναι οι Ρώσοι που είναι πιθανό να μοιραστούν όσα πραγματικά πιστεύουν με κάποιον που δεν γνωρίζουν ο οποίος τους κάλεσε στο τηλέφωνο – και ακόμη λιγότεροι όσοι είναι πιθανό να εκφράσουν αντιπολιτευτικές απόψεις», γράφει στο περιοδικό Foreign Policy ο Αμερικανός δημοσιογράφος Κρίστιαν Κάριλ, υπογραμμίζοντας ότι από τους προβεβλημένους επικριτές του Πούτιν άλλοι είναι νεκροί (Ναβάλνι), άλλοι στη φυλακή (Ιλια Γιασίν, Βλαντίμιρ Κάρα-Μουρζά), και άλλοι στην εξορία (Λεονίντ Βολκόφ).
Δύο από τους πιο γνωστές εταιρείες δημοσκοπήσεων της Ρωσίας, το ερευνητικό κέντρο Russian Public Opinion Research Center VCIOM και το ίδρυμα Public Opinion Foundation FOM, ελέγχονται από το ρωσικό κράτος, όπως αναφέρει ο Κάριλ. Το -επίσης γνωστό διεθνώς- Levada Center από την άλλη πλευρά, που συστάθηκε από μια ομάδα ατόμων τα οποία είχαν αποχωρήσει από το VCIOM το 2003, παρουσιάζεται μεν ως «ανεξάρτητο» αλλά έχει δεχθεί κατ’ επανάληψη επιθέσεις και πιέσεις τα τελευταία χρόνια από το Κρεμλίνο, με αποτέλεσμα πλέον κάποιοι να το προσεγγίζουν και αυτό απαξιωτικά ως «άλλοτε αξιόπιστο και ανεξάρτητο» (σ.σ. «once a reliable and independent sociological centre» χαρακτήριζαν το Levada, επί παραδείγματι, οι δημοσιογράφοι του επικριτικού προς τον Πούτιν theins.ru σε άρθρο τους τον περασμένο Ιούνιο).
«Οι δημοσκοπήσεις λειτουργούν ως πολιτικό όπλο στη Ρωσία» καθώς «εταιρείες ελεγχόμενες από το ρωσικό κράτος χειραγωγούν τις έρευνες με στόχο να παρέχουν τα αποτελέσματα που θέλει το καθεστώς», έγραφε ο Μαξίμ Αλιούκοφ (University of Manchester, King’s College London) στον ιστοχώρο OpenDemocracy τον Μάρτιο του 2022, μόλις λίγες ημέρες έπειτα από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, κατευθύνοντας τότε την κριτική του κυρίως προς ρωσικές εταιρείες όπως είναι οι VCIOM και FOM.
Πώς βλέπουν, όμως, οι Ρώσοι πολίτες πια, έπειτα από δύο χρόνια συγκρούσεων, τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία;
Σύμφωνα με τα στοιχεία εταιρειών που θεωρούνται «ανεξάρτητες» όπως είναι οι Levada Center, Russian Field και Chronicle Group, η υποστήριξη στον πόλεμο παραμένει γενικώς ισχυρή (κοντά στο 77%) εντός των ρωσικών συνόρων.
Ωστόσο, φαίνεται να υπάρχουν παράλληλα και άλλες τάσεις καθώς, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά σε ανάλυσή του ο Κρίστιαν Κάριλ στο περιοδικό Foreign Policy: ένα ποσοστό της τάξεως του 52% παίρνει θέση υπέρ της έναρξης ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου και ένα άλλο περίπου 66% συμφωνεί με την άποψη ότι η Ρωσία πληρώνει πολύ βαρύ τίμημα για αυτήν τη συνεχιζόμενη εισβολή, ενώ είναι σταθερά πλειοψηφικά και τα ποσοστά όσων λένε «όχι» σε μια νέα επιστράτευση. Στον αντίποδα, δε, όσοι προκρίνουν ως πρωταρχική επιλογή τη συνέχιση των εχθροπραξιών παρουσιάζονται να μην ξεπερνούν το 40%.
Ο ίδιος ο Βαλέρι Φιοντόροφ, επικεφαλής της κρατικής εταιρείας δημοσκοπήσεις VCIOM, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του το περασμένο Φθινόπωρο στον ιστοχώρο rbc.ru ότι οι σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές της εισβολής στην Ουκρανία δεν ξεπερνούν το 15%. Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση ωστόσο, και οι σκληροπυρηνικοί επικριτές αυτής της εισβολής, από την άλλη πλευρά, δεν ξεπερνούν το 16% με 18%. Με άλλα λόγια, φέρονται να υπάρχουν δύο «μοιρασμένα» αντικρουόμενα «άκρα», τα οποία όμως δεν ξεπερνούν μαζί το 30% με 33%.
Όσο για τους υπόλοιπους Ρώσους, που αποτελούν και την πλειοψηφία, εκείνοι φέρονται να λένε κάθε φορά «με απάθεια» στους δημοσκόπους περίπου όσα εκείνοι θα ήθελαν να ακούσουν…