ΤΖΑΜΕΛ ΜΠΟΥΙ / THE NEW YORK TIMES
Η επιλογή κυβερνητικών στελεχών αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής, καθώς οι τοποθετήσεις αυτές προσφέρουν καλή εικόνα της συμμαχίας που ανέδειξε τον πρόεδρο αυτόν στο ύπατο αξίωμα.
Ενας πρόεδρος, ο οποίος τοποθετεί ισχυρό του αντίπαλο σε θέση ευθύνης, όπως έκανε ο Αβραάμ Λίνκολν με τον υπουργό Εξωτερικών, Ουίλιαμ Σούαρντ, επιδιώκει να διατηρήσει ενωμένο το κόμμα του, εγκλωβίζοντας έναν πιθανό επικριτή του στους κόλπους της κυβέρνησης. Ενας πρόεδρος, ο οποίος επιλέγει έναν ιδεολόγο ως επικεφαλής σημαντικής κρατικής υπηρεσίας, επιδεικνύει την προσήλωσή του στις ιδέες αυτές.
Αυτό είδαμε όταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν επέλεξε νεοφιλελεύθερους και συντηρητικούς Χριστιανούς σε καίρια πόστα της κυβέρνησής του, εδραιώνοντας την επιρροή τους στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και αναδεικνύοντας τις προτεραιότητές τους σε κυβερνητική πολιτική.
Ως υποψήφιος πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ αποστασιοποιήθηκε επιδεικτικά από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Απαρνήθηκε τις θέσεις του κόμματος για την άμβλωση, παρότι διόρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο δικαστές πρόθυμους να ανατρέψουν τη συνταγματική κατοχύρωση της ιατρικής αυτής πράξης. Απέρριψε επίσης το ακραία συντηρητικό μανιφέστο του Project 2025, δηλώνοντας άγνοια ως προς την προέλευση και το περιεχόμενό του.
Ως εν αναμονή πρόεδρος, ο Τραμπ ανέκρουσε κάπως πρύμναν. Σχεδιάζει έτσι να επαναφέρει τον Ράσελ Βο, έναν από τους αρχιτέκτονες του Project 2025 στο κρίσιμο Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού. Εφόσον εγκριθούν από τη Γερουσία, ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο από τη Φλόριντα θα γίνει υπουργός Εξωτερικών, η κυβερνήτης Κρίστι Νόεμ θα γίνει επικεφαλής του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας, η βουλευτής Ελίζ Στεφάνικ θα διορισθεί πρέσβειρα στον ΟΗΕ και ο κυβερνήτης Νταγκ Μπούργκουμ θα γίνει υπουργός Εσωτερικών.
Ο Τραμπ τείνει να στελεχώνει το υπουργικό του συμβούλιο με πολιτικούς, οι οποίοι δεν θα είχαν θέση σε κυβέρνηση κανενός από τα δύο κόμματα. Ο βυθισμένος στα σκάνδαλα Πιτ Χέγκσεθ, ο ρέκτης θεωριών συνωμοσίας Ρόμπερτ Κένεντι τζούνιορ, η βουλευτής Τούλσι Γκαμπάρ και ο αυλοκόλακας Κας Πατέλ είναι οι πιο αμφιλεγόμενοι από αυτούς. Παρ’ όλη την ανικανότητα και κακοδιαχείριση της κυβέρνησης Μπους του νεότερου, θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε τον πρώην πρόεδρο να επιλέγει τον δρα Μεχμέτ Οζ ως επικεφαλής της υπηρεσίας υγειονομικής περίθαλψης, λες και μία περίπλοκη γραφειοκρατική δομή θα μπορούσε να διοικηθεί αποτελεσματικά από μία τηλεοπτική προσωπικότητα.
Η Λίντα Μακμάν, πρώην στέλεχος της εταιρείας επαγγελματικής πάλης-κατς, επελέγη για να ηγηθεί του υπουργείου Παιδείας.
Η πρώην προσκεκλημένη σε εκπομπές του δικτύου Fox, δρ Ζανέτ Νεσεουάτ θα αναλάβει επικεφαλής ομοσπονδιακών ιατρικών υπηρεσιών, ενώ μία ακόμη εργαζόμενη του Fox, η Μόνικα Κράουιλι, θα ηγηθεί του πρωτοκόλλου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Πρόκειται για ομάδα στελεχών με εντυπωσιακή έλλειψη κυβερνητικής εμπειρίας και κανένα δεσμό με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, πέρα από τις χρηματικές δωρεές που κατέθεσαν στην προεκλογική εκστρατεία. Αυτό που αναζητεί ο Τραμπ είναι υφιστάμενους και παρατηρητές, πάντα πιστούς στον ίδιο.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος νοιάζεται ελάχιστα να αναδείξει την επόμενη γενιά Ρεπουμπλικανών ηγετών, έχοντας επιλέξει στελέχη έτοιμα να εξυπηρετήσουν τα στενά προσωπικά του συμφέροντα. Η δυναμική αυτή αποκαλύπτει ένα από τα κρισιμότερα γνωρίσματα του σύγχρονου Ρεπουμπλικανικού Κόμματος: την πολιτική του αδυναμία.
Οπως και το αντίπαλο Δημοκρατικό Κόμμα, οι Ρεπουμπλικανοί έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και να τιθασεύσουν τις επικίνδυνες ακραίες ιδεολογικές τάσεις. Ο,τι απέμεινε από τις προγραμματικές θέσεις και την ιδεολογική ατζέντα του κόμματος, αποτελεί αντικατοπτρισμό είτε των εκκεντρικών ανησυχιών του Τραμπ ή των θέσεων των ιδεολόγων που έχουν προσκολληθεί στην αυλή του εν αναμονή προέδρου.
Η εξαφάνιση της ισχύος των ιστορικών στελεχών, η εύθραυστη φύση της πλειοψηφίας του κόμματος σε Γερουσία και Βουλή και ο ασταθής χαρακτήρας του ίδιου του Τραμπ συνθέτουν συνταγή καταστροφής για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Οταν εγκαταλείψει τη σκηνή, ο Τραμπ θα αφήσει πίσω του ερείπια, όπως συνηθίζει να κάνει με κάθε τι στη ζωή του.
Στην αντίπερα όχθη, το Δημοκρατικό Κόμμα βρίσκεται σε εσωτερικό πόλεμο προκειμένου να βρει ταυτότητα, πέρα από την αντιπολίτευση στον Τραμπ. Η ήττα του Νοεμβρίου ήταν χρήσιμη καθώς έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία αυτή.
Η νίκη των Ρεπουμπλικανών σήμανε μόνο την αναβολή στην αναζήτηση της δικής τους πολιτικής ταυτότητας. Μετά την εποχή Τραμπ, οι Ρεπουμπλικανοί θα αναγκασθούν και αυτοί να λύσουν τον ίδιο γρίφο.