ΚΥΠΕ
Η συνέχιση του πολέμου δια αντιπροσώπων αποτελεί την πιθανότερη εξέλιξη στη Μέση Ανατολή σε σχέση με αυτήν ενός γενικευμένου πολέμου, ανέφερε στο ΚΥΠΕ ο στρατιωτικός μελετητής, Συνταγματάρχης ε.α. Άντης Λοΐζου, κληθείς να σχολιάσει τη στρατιωτική διάσταση της σύρραξης που μαίνεται στην περιοχή.
Χαρακτήρισε ως πιο σημαντικούς λόγους για αυτήν του την εκτίμηση το τεχνολογικό προβάδισμα του Ισραήλ σε επίπεδο στρατιωτικού εξοπλισμού, την έλλειψη σταθερών και ισχυρών συμμάχων στο πλευρό του Ιράν αλλά και το μεγάλο οικονομικό κόστος που θα συνεπαγόταν η διάχυση της έντασης για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Σύμφωνα με τον κ. Λοΐζου, μια αναδρομή στην πρόσφατη ιστορία καταδεικνύει ότι ποτέ δεν επικράτησε πραγματικά ειρήνη στην περιοχή, με διαδοχικές συρράξεις να καταγράφονται μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων από το 1948 μέχρι και τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, στις περισσότερες εκ των οποίων επικράτησε το Ισραήλ, αποσπώντας εδαφικά και στρατηγικά οφέλη.
Το Ισραήλ διαθέτει έναν σύγχρονο στρατό και εγχώρια στρατιωτική βιομηχανία η οποία κατασκευάζει αεροσκάφη, άρματα, πυραύλους, καθώς και αντιβαλλιστικά και συστήματα αεράμυνας, ενώ έχει στενούς συμμάχους τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες, συνέχισε αναφερόμενος στο εξοπλιστικό σκέλος της διαμάχης.
Πρόσθεσε ότι από την πλευρά τους οι ένοπλες δυνάμεις του Ιράν χρησιμοποιούν εξοπλισμό παρωχημένης τεχνολογίας, με το αμερικανικής προέλευσης υλικό τους να ανάγεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970 (βλ. F-14 Tomcat), πριν δηλαδή από την αλλαγή του καθεστώτος, το οποίο δεν μπορεί να υποστηριχθεί σε ανταλλακτικά και συντήρηση λόγω του αμερικανικού εμπάργκο, και τυχόν ανάγκες σε ανταλλακτικά εξασφαλίζονται μέσω «κανιβαλισμού» από άλλα αεροσκάφη.
Αντίστοιχης ηλικίας είναι και το αρματικό δυναμικό του Ιράν, συνέχισε, προσθέτοντας ότι αυτό που έχει καταφέρει η χώρα προσφάτως είναι η κατασκευή όπλων χαμηλού κόστους, όπως πυραύλων, την τεχνογνωσία κατασκευής των οποίων έχει μοιραστεί με τους συμμάχους της (Χαμάς, Χεζομπολάχ, Χούθι), και μη επανδρωμένων αεροσκαφών(drones), τα οποία επίσης εξάγει.
«Δεδομένων αυτών των αδυναμιών σε επίπεδο εξοπλισμών, το Ιράν δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει τον πόλεμο στο έδαφος του Ισραήλ, ούτε να εμπλακεί σε πολεμική σύρραξη για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ δεν μπορούν να στηριχθούν ούτε σε συμμάχους τους», τόνισε.
Επεσήμανε περαιτέρω ότι η Ρωσία διεξάγει αυτή τη στιγμή πόλεμο κατά της Ουκρανίας και τα εργοστάσιά της παράγουν συνεχώς οπλικά συστήματα και πυρομαχικά για τις ανάγκες αυτού του μετώπου, όπου μάλιστα η χώρα αντιμετωπίζει δυσκολίες μετά την πρόσφατη διείσδυση ουκρανικών δυνάμεων σε ρωσικό έδαφος.
Το άλλο κράτος που θα μπορούσε να βοηθήσει το Ιράν είναι η Κίνα, η οποία ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Λοΐζου, δεν θα διακινδυνεύσει τις εμπορικές της εξαγωγές με πιθανή επιβολή εμπάργκο κατά των προϊόντων της σε περίπτωση εμπλοκής.
Πρόσθεσε ότι το Ισραήλ έχει τη δυνατότητα με τα σύγχρονα αεροσκάφη F-35 και τα βομβαρδιστικά F-15 να πλήξει το έδαφος του Ιράν, ένα μεγάλο πλεονέκτημα για τη χώρα, το οποίο γνωρίζουν και οι ίδιοι οι Ισραηλινοί.
«Το Ιράν θα συνεχίσει τον πόλεμο δια αντιπροσώπων όσο του επιτρέπουν οι δυνατότητές του. Το Ισραήλ θέλει να κλείσει το μέτωπο της Γάζας και να ελέγξει την κατάσταση που θα επικρατήσει την επόμενη ημέρα, μη αποδεχόμενο την κατάπαυση του πυρός με ταυτόχρονη απόσυρση των στρατευμάτων του, αφού θεωρεί ότι σε μια τέτοια περίπτωση η Χαμάς θα επανακάμψει με την πάροδο του χρόνου», υπογράμμισε.
Άλλοι λόγοι που κατά τον κ. Λοΐζου ωθούν σε έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων και όχι έναν γενικευμένο πόλεμο είναι οικονομικοί. Μεταξύ των δύο στρατοπέδων Ιράν-Ισραήλ παρεμβάλλεται και μία ομάδα κυρίως αραβικών κρατών (Αίγυπτος, ΗΑΕ κ.ά.), οι οποίες επιχειρούν να λειτουργήσουν ειρηνευτικά καθώς επιθυμούν στενή σχέση με το Ισραήλ, αλλά θέλουν και να κρατήσουν και τον αραβικό κόσμο ενωμένο, πρόσθεσε.
Ανέδειξε επίσης τον ρόλο της Τουρκίας στην όλη διαμάχη, η οποία, όπως ανέφερε, θα επωφελείτο τόσο από ενδεχόμενες ζημίες του Ισραήλ, καθιστάμενη έτσι κυρίαρχος χώρα στην περιοχή, όσο και του Ιράν, καθώς θα μπορεί να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία του μουσουλμανικού κόσμου.
«Το πρόβλημα για τις αξιώσεις αυτές είναι ότι ο υπόλοιπος, πλην Ιράν και Τουρκίας, μουσουλμανικός κόσμος, και ιδιαίτερα ο αραβικός, δεν επιθυμεί την κυριαρχία καμίας εκ των δύο», συμπλήρωσε.
Παρέπεμψε, επίσης, στη διακύμανση της ισοτιμίας ευρώ-δολαρίου την τελευταία τριετία, υποστηρίζοντας ότι ούτε οι ΗΠΑ, αλλά ούτε και η Ευρώπη επιθυμούν γενικευμένο πόλεμο, σημειώνοντας μάλιστα ότι κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, διαχώρισαν τη θέση τους και αναγνώρισαν το παλαιστινιακό κράτος.
Ερωτηθείς σχετικά με τις πιθανότητες ισραηλινού χτυπήματος κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, ο κ. Λοΐζου είπε ότι παρότι δεν γνωρίζουμε επίσημα σε ποιο στάδιο βρίσκεται, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται, το εν λόγω πρόγραμμα, το Ισραήλ είναι σε θέση να επιτύχει πλήγματα σε ορισμένες καίριες υποδομές, δεν μπορεί όμως να εμπλακεί σε έναν συνεχή πόλεμο, δεδομένης της μεγάλης απόστασης που χωρίζει τα δύο κράτη αλλά και της αχανούς επικράτειας του Ιράν.
Εκτίμησε δε ότι, σε περίπτωση εμπλοκής του Ιράν σε πόλεμο με το Ισραήλ, το ισλαμικό καθεστώς θα καταρρεύσει εξαιτίας της αντίδρασης του πληθυσμού της χώρας, μεγάλο μέρος του οποίου ζει υπό συνθήκες ανέχειας.
Σε ερώτηση για τις προοπτικές πιθανής επιχείρησης του Ισραήλ στον νότιο Λίβανο, εξέφρασε την εκτίμηση ότι οι ισραηλινές δυνάμεις δεν θα προβούν σε μια τέτοια κίνηση αλλά θα επιδιώξουν τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας κατά μήκος των συνόρων.