Η Βόρεια Κορέα έχει «εντατικοποιήσει» το τελευταίο διάστημα τις πυρηνικές απειλές της, ενώ η υφήλιος είναι απασχολημένη με άλλους πολέμους (Γάζα, Ουκρανία), γεγονός το οποίο γεννά ανησυχίες αναφορικά με τα πραγματικά κίνητρα του Κιμ Γιονγκ Ουν και τις επόμενες κινήσεις του.
Η Βόρεια Κορέα εκτόξευσε εκατοντάδες βλήματα σε ύδατα κοντά σε νησιά της Νότιας Κορέας στις 5 Ιανουαρίου. Εν συνεχεία, την περασμένη εβδομάδα, ανήγγειλε ότι αντιμετωπίζει πια τη Νότια Κορέα ως «εχθρικό κράτος» το οποίο πρόκειται μάλιστα να καθυποτάξει μέσω πυρηνικού πολέμου. Επιπλέον, την περασμένη Παρασκευή ανακοίνωσε ότι έχει δοκιμάσει ένα υποβρύχιο πυρηνικό drone το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ενάντια στις δυνάμεις των ΗΠΑ.
Όλες αυτές οι απειλές, οι οποίες μάλιστα εντείνονται και πληθαίνουν την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι απασχολημένες στα μέτωπα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής (Γάζα, Υεμένη, Ερυθρά Θάλασσα), προκαλούν οξυμένο προβληματισμό σε ξένους αξιωματούχους και αναλυτές αλλά και ερωτήματα αναφορικά με τις πραγματικές διαθέσεις του Κιμ Γιονγκ Ουν.
Αυτό που έκανε επί δεκαετίες η Πιονγιάνγκ ήταν να προχωρά σε καλά υπολογισμένες προκλήσεις, με στόχευση άλλοτε εσωτερική, άλλοτε εξωτερική και άλλοτε διττή. Ωστόσο, πολλοί παρατηρητές προειδοποιούν ότι αυτήν τη φορά τα πράγματα ίσως να είναι… λιγότερο «μετρημένα» και, ως εκ τούτου, περισσότερο επίφοβα. Αλλοι εξ αυτών υποστηρίζουν ότι η Πιονγιάνγκ έχει πια πάψει να ελπίζει σε μια διπλωματική προσέγγιση με τη Δύση και άλλοι ότι το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν θα μπορούσε να σχεδιάζει ακόμη και μια ξαφνική επίθεση στη Νότια Κορέα.
«Η κατάσταση στην Κορεατική Χερσόνησο είναι πιο επικίνδυνη σήμερα από ό,τι ήταν οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον Ιούνιο του 1950. Αυτό μπορεί να ακούγεται υπερβολικά δραματικό, αλλά πιστεύουμε ότι, όπως και ο παππούς του το 1950, ο Κιμ Γιονγκ Ουν έχει λάβει τη στρατηγική απόφαση να πάει στον πόλεμο», γράφουν δύο ειδικοί, ο πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Ρόμπερτ Κάρλιν και ο ακαδημαϊκός Σίγκφριντ Χέκερ, στο πλαίσιο άρθρου που δημοσίευσαν στον ιστότοπο 38 North στις 11 Ιανουαρίου.
Οι περισσότερες αναλυτές εκτιμούν ότι, σε γενικές γραμμές, η Βόρεια Κορέα έχει όντως αλλάξει στάση τα τελευταία χρόνια, υπό το βάρος εσωτερικών προβλημάτων (βλ. ελλείψεις σε τρόφιμα και καύσιμα) και διπλωματικών αδιεξόδων (βλ. την επιλογή της προσέγγισης με τον Τραμπ που τελικώς δεν οδήγησε πουθενά). Πολλοί υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι η προσέγγισή της με τη Ρωσία στη σκιά του Ουκρανικού θα μπορούσε να οδηγήσει παράλληλα και σε μια πιο επιθετική Πιονγιάνγκ.
Υπάρχει, βέβαια, και η άλλη άποψη.
«Οι Βορειοκορεάτες δεν πρόκειται να ξεκινήσουν πόλεμο, εκτός και αν έχουν αποφασίσει να αυτοκτονήσουν. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να κερδίσουν. Ωστόσο, θα ήθελαν οι εχθροί τους να πιστέψουν ότι θα μπορούσαν να πάνε σε πόλεμο, γιατί αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιθανές παραχωρήσεις και στη χαλάρωση των κυρώσεων», σχολιάζει, μιλώντας στους New York Times, ο Παρκ Γουόν-Γκον του νοτιοκορεατικού Πανεπιστημίου Ewha.
Κινέζοι αναλυτές και ακαδημαϊκοί υποβαθμίζουν, και εκείνοι από την πλευρά τους, το ενδεχόμενο μιας βορειοκορεατικής επίθεσης. Αλλοι εξ αυτών υπογραμμίζουν ότι η Πιονγιάνγκ δεν το συνηθίζει να δρα κατά τρόπο παράλογο και άλλοι θεωρούν ότι εκείνη μπορεί μεν να οξύνει τις στρατιωτικές της κινήσεις, πλην όμως αποφεύγοντας ένα άμεσο χτύπημα το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύρραξη.
Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Νότια Κορέα πάνε σε εκλογές φέτος, οι μεν ΗΠΑ σε προεδρικές τον Νοέμβριο, η δε Σεούλ σε βουλευτικές τον Απρίλιο, πράγμα το οποίο ενδέχεται να «βάλει ιδέες» στην Πιονγιάνγκ. Το συνηθίζει άλλωστε να προκαλεί (επιχειρώντας πυραυλικές/πυρηνικές δοκιμές) σε στιγμές πολιτικά κρίσιμες ή δύσκολες για τους ανταγωνιστές της.
«Η Βόρεια Κορέα θα συνεχίσει να αυξάνει τις εντάσεις έως και το διάστημα που θα ακολουθήσει μετά τις αμερικανικές εκλογές. Ωστόσο, στο αποκορύφωμα των εντάσεων, εκείνη θα εμφανιστεί τελικά πρόθυμη να επανασυνδεθεί με μια νέα αμερικανική Ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, με την ελπίδα να εξασφαλίσει ελάφρυνση των κυρώσεων, κάποιου είδους αποδοχή του πυρηνικού της προγράμματος και –κυρίως– τη μείωση ή ακόμη και την πλήρη απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από την Κορεατική Χερσόνησο», σχολιάζει, από την πλευρά του, ο Τόμας Σέφερ, Γερμανός διπλωμάτης ο οποίος έχει υπηρετήσει ως πρέσβης στη Βόρεια Κορέα.
Με πληροφορίες από the New York Times