«Στη Σύνοδο αυτής της εβδομάδας, η Ευρωπαϊκή Ενωση απειλεί να κατονομάσει και να κατακεραυνώσει πάνω από δέκα κινεζικές εταιρείες που, όπως υποστηρίζει, εφοδιάζουν με κρίσιμη τεχνολογία την πολεμική μηχανή της Ρωσίας. Ομως, τι γίνεται με τις δυτικές εταιρείες που κατασκευάζουν εξοπλισμό διπλής χρήσης και, σύμφωνα με ανάλυση από συντρίμμια στο ουκρανικό πεδίο μάχης, χρησιμοποιείται στους ρωσικούς πυραύλους Kalibr, στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Orlan και τα ελικόπτερα Ka-52 “Alligator”; Σιγή ασυρμάτου».
Το δημοσίευμα του Ντάγκλας Μπασβάιν για το Politico εστιάζει στις δυτικές εταιρείες που κατασκευάζουν εξαρτήματα κρίσιμης τεχνολογίας για το οπλοστάσιο της Ρωσίας, παρακάμπτοντας τις εκτεταμένες κυρώσεις που έχουν επιβάλει Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ενωση κατά φυσικών και νομικών προσώπων στη Ρωσία.
Οπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, επικαλούμενο την αρμόδια ομάδα της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου, η Intel, ο αμερικανικός γίγαντας κατασκευής ημιαγωγών, είναι για το 2023 ο κύριος διακινητής των λεγόμενων «αντικειμένων μάχης υψηλής προτεραιότητας» (high-priority battlefield items) προς τη Ρωσία. Ακολουθούν η κινεζική Huawei και έπειτα οι Analog Devices, AMD, Texas Instruments και IBM, όλες αμερικανικές.
Σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου KSE (Kyiv School of Economics), οι εισαγωγές από τη Ρωσία μικροηλεκτρονικών, ασύρματων και δορυφορικών συστημάτων πλοήγησης, καθώς και άλλων κομβικών εξαρτημάτων που εμπίπτουν στον κατάλογο κυρώσεων, έχουν ανακάμψει σχεδόν στα προπολεμικά επίπεδα, με μηνιαία αξία 900 εκατ. δολαρίων το πρώτο εννιάμηνο του τρέχοντος έτους.
Ολα αυτά υποδεικνύουν πως, ενώ οι δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας για τον πόλεμο στην Ουκρανία είχαν προσωρινό αντίκτυπο, η Μόσχα και όσοι τη συνδράμουν κατάφεραν σε σημαντικό βαθμό να επαναρρυθμίσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες – με τη βοήθεια της Κίνας, του Χονγκ Κονγκ και χώρες στον εγγύς κύκλο της Ρωσίας, όπως το Καζακστάν και η Τουρκία.
«Αυτό με τη σειρά του εγείρει το ερώτημα αν, ενώ η Ε.Ε, πασχίζει να ετοιμάσει το 12ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας εγκαίρως έως τη Σύνοδο της Πέμπτης, το μπλοκ προσφέρει άλλο ένα case study για τον ορισμό της παράνοιας – που συχνά αποδίδεται στον Αλμπερτ Αϊνστάιν: Το να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά και να περιμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα» σχολιάζει με σκωπτικό πνεύμα ο συντάκτης.
Για την Ελίνα Ριμπάκοβα, διευθύντρια του διεθνούς προγράμματος στο Ινστιτούτο KSE, πρέπει να λογοδοτήσει επίσης ο δυτικός ιδιωτικός τομέας. Οπως υποστηρίζει, θα έπρεπε να υποχρεούνται οι εταιρείες αυτές να παρακολουθούν τα προϊόντα τους στη διάρκεια ολόκληρης της αλυσίδας εφοδιασμού έως την παράδοσή τους στον τελικό προορισμό – όπως ακριβώς αναγκάστηκαν και οι τράπεζες να αυστηροποιήσουν τους ελέγχους κατά του ξεπλύματος χρήματος και τους ελέγχους πελατών μετά το κραχ του 2008.
«Εχουμε ένα κενό πολιτικής. Εχουμε την πολιτική στα χαρτιά, αλλά δεν έχουμε καμία υποδομή για τη συμμόρφωση του ιδιωτικού τομέα – ή για τον έλεγχο εκ μέρους μας. Πρέπει να κάνουμε τον ιδιωτικό τομέα να την επιβάλει και να την εφαρμόσει», σημειώνει η Ριμπάκοβα στο Politico.
Διαψεύδουν
Η Intel από την πλευρά της υποστηρίζει πως έχει παγώσει κάθε αποστολή σε Ρωσία και Λευκορωσία, συμμορφούμενη με τις κυρώσεις και τους ελέγχους εξαγωγών που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους.
«Αν και δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πάντα ούτε να ελέγχουμε τα προϊόντα που κατασκευάζουν οι πελάτες μας ή τις εφαρμογές που δημιουργούν οι τελικοί χρήστες, η Intel δεν υποστηρίζει ούτε ανέχεται τη χρήση των προϊόντων της για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οπου αντιλαμβανόμαστε κάποια ανησυχία πως τα προϊόντα μας χρησιμοποιούνται από κάποιον επιχειρηματικό εταίρο σε σχέση με παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα περιορίζουμε ή θα διακόπτουμε τη συνεργασία μας με το τρίτο μέρος έως ότου βεβαιωθούμε πως τα προϊόντα της Intel δεν χρησιμοποιούνται για τέτοιους λόγους» σημειώνει σε ανακοίνωσή της η εταιρεία.
Παρά τις διαψεύσεις, ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα, τα ευρήματα του Ινστιτούτου KSE επιβεβαιώνουν με πιο συστηματικό τρόπο τα ανεπίσημα αποτελέσματα προηγούμενης έρευνας του Politico που αποκάλυπτε πώς πυρομαχικά αμερικανικής κατασκευής κατέληγαν σε ρωσικά όπλα και πώς η Κίνα προμήθευε τη Ρωσία με μη φονικό, αλλά στρατιωτικά χρήσιμο, εξοπλισμό.
Οσον αφορά την Ευρώπη, οι εταιρείες της μπορεί να μη συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων κατασκευαστών κρίσιμης τεχνολογίας που πωλείται στη Ρωσία, ωστόσο οι βιομηχανίες της δέχονται ολοένα και περισσότερες επικρίσεις για την προμήθεια μηχανικού εξοπλισμού και ανταλλακτικών –συχνά μέσω τρίτων χωρών όπως το Καζακστάν.
Στο πλαίσιο του δόγματος «όλοι για έναν», η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει συμφωνήσει να εφαρμόσει μέτρα κατά της Ρωσίας, από την ενέργεια έως τις τράπεζες. Ωστόσο, η εφαρμογή αποδεικνύεται αλά καρτ. Κάποιες χώρες συμφωνούν με το πρόγραμμα κυρώσεων, άλλες –όπως η Ουγγαρία– εκφράζουν ανοιχτά τη συμπάθειά τους στη Ρωσία, ενώ ορισμένες πάσχουν από σύγκρουση συμφερόντων – όπως στην περίπτωση της Εσθονής πρωθυπουργού Κάγια Κάλλας, της οποίας ο σύζυγος αποκαλύφθηκε πως κατείχε μερίδιο σε εταιρεία μεταφορών που εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στη Ρωσία.
Επειτα, υπάρχουν χώρες προσδεδεμένες στο άρμα της ουδετερότητας, όπως η Αυστρία, που λόγω των ιστορικών δεσμών με τη Ρωσία κάνει τα «στραβά μάτια» σε πολιτικούς και Αρχές επιβολής του νόμου.
Ανοχή και στα πρόσωπα
Η αποτυχία του εκπεφρασμένου τιμωρητικού στόχου των κυρώσεων δεν συνδέεται, όμως, μόνο με την ανακοπή των εισαγωγών.
Ρώσοι με παχυλούς τραπεζικούς λογαριασμούς και στενούς δεσμούς με τον Πούτιν εξακολουθούν να είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτοι στην Ευρώπη. Η πρώην σύζυγος του Πούτιν, Λουντμίλα, αλλά και η τωρινή του σύντροφος, έχουν δαπανήσει ουκ ολίγα για επενδύσεις σε πολυτελή ακίνητα στην Ισπανία, την Ελβετία και τη Γαλλία, όπως προκύπτει από έρευνα του Politico στις αρχές του έτους.
Και, πάλι σύμφωνα με το Politico, οι εκάστοτε κυρώσεις του Ευρωπαϊκό Συμβουλίου –το διακυβερνητικό σκέλος της Ε.Ε.– σε Ρώσους επιχειρηματίες για τη φερόμενη βοήθειά τους στον Πούτιν, συχνά βασίζονται σε πλημμελή στοιχεία που καθιστούν τις προσφυγές εύκολα αμφισβητήσιμες στα δικαστήρια.
Περίπου 1.600 δυτικές πολυεθνικές εξακολουθούν εν τω μεταξύ να συνεργάζονται με τη Ρωσία. Σύμφωνα με το ίδιο μέσο, πολλές από τις εταιρείες που ανακοίνωσαν πως θα αποσυρθούν από τις συνεργασίες αθέτησαν τη δέσμευσή τους – όπως παρασκευάστριες αλκοολούχων των οποίων τα προϊόντα εξακολούθησαν να βρίσκονται στη ρωσική αγορά, παρά τα όσα ευαγγελίστηκαν περί εξόδου τους από τη Ρωσία.
«Με την Ευρωπαϊκή Ενωση να στερείται τα μέσα ή την πολιτική βούληση για την περαιτέρω οικονομική απομόνωση της Ρωσίας, το μπλοκ στέλνει τον απεσταλμένο της, αρμόδιο για τις κυρώσεις, Ντέιβιντ Ο’Σάλιβαν, σε μια αποστολή ηθικής πειθούς σε χώρες που, όπως το θέτει διπλωματικά, “δεν ευθυγραμμίζονται” με τις κυρώσεις» σημειώνεται στο δημοσίευμα.
Πηγή: Politico