ΠΗΓΗ: AP
Ο ηττημένος πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζαΐρ Μπολσονάρο, βρισκόταν στη Φλόριντα όταν οι υποστηρικτές του προσπάθησαν -αλλά απέτυχαν- να ανατρέψουν τη νεαρή δημοκρατία της χώρας. Ήταν ένα σημάδι ότι πολλοί στο μεγαλύτερο κράτος της Λατινικής Αμερικής πιστεύουν τόσο έντονα στο κίνημά του, που μπορεί να επιμείνουν χωρίς τον Μπολσονάρο, σύμφωνα με αναλυτικό ρεπορτάζ του Associated Press.
Αν και ο μπολσοναρισμός εμφανίζεται αποπροσανατολισμένος αυτή τη στιγμή, η ευρύτερη τάση θα διατηρηθεί. Αυτό λένε ακαδημαϊκοί που μελετούν το κίνημα και οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στην τάση, από τους ακροδεξιούς ριζοσπάστες που εισέβαλαν στην πρωτεύουσα μέχρι τους πιο απλούς κοινωνικά συντηρητικούς Βραζιλιάνους. Πολλοί πιστεύουν ότι ο αριστερός Λούλα ντα Σίλβα ήταν τέτοια απειλή για τη χώρα τους, που η νίκη του απαιτούσε από τον στρατό να τον εμποδίσει να αναλάβει τα καθήκοντά του.
Ο Ντανιέλ Μπρεσάν, 35 ετών, ταξίδεψε 300 μίλια από το εσωτερικό της πολιτείας Παράνα για να ενωθεί με τους διαδηλωτές στην πρωτεύουσα Μπραζίλια. Συνελήφθη στις 9 Ιανουαρίου το πρωί, αφότου αυτός και χιλιάδες άλλοι εισέβαλαν στο Κογκρέσο, το Ανώτατο Δικαστήριο και το προεδρικό μέγαρο.
«Ο Μπολσονάρο επανέφερε το πνεύμα του πατριωτισμού και των οικογενειακών αξιών στους ανθρώπους και τώρα πρέπει να ενωθούμε για να συνεχίσουμε να πολεμάμε», είπε τηλεφωνικά στις 10 Ιανουαρίου ο Μπρεσάν, ο οποίος αρνείται ότι έκανε βανδαλισμούς στα κτίρια, μέσα από το κέντρο προσωρινής κράτησης της ομοσπονδιακής αστυνομίας. «Από τον ίδιο τον Μπολσονάρο δεν περιμένουμε τίποτα».
Ορισμένοι, από την άλλη, συντάχθηκαν με τη νοσταλγία-ταμπού για τη στρατιωτική δικτατορία. Ο Μπολσονάρο, πρώην λοχαγός του στρατού, έχει υποστηρίξει τα βασανιστήρια και είπε ότι το καθεστώς θα έπρεπε να είχε σκοτώσει ακόμα περισσότερους κομμουνιστές απ’ ό,τι έκανε. Άλλοι σκληροπυρηνικοί υποστηρικτές του έλκονταν από την εξύψωση των συντηρητικών αξιών του, την πλήρη αφοσίωση στον χριστιανισμό και την ώθησή του να εξοπλίσει το ευρύ κοινό. Ο Μπολσονάρο έγινε η «συμβολική κόλλα» κρατώντας αυτές τις ομάδες μαζί, σύμφωνα με την ανθρωπολόγο Ιζαμπέλα Καλίλ, συντονίστρια του Παρατηρητηρίου της Ακροδεξιάς.
Υποστηρικτές του πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο κρατούν ένα πανό που γράφει στα πορτογαλικά «Πολιτική και στρατιωτική παρέμβαση!» καθώς άλλοι εισβάλλουν στο κτίριο του Κογκρέσου στην Μπραζίλια, στις 8 Ιανουαρίου 2023. (©AP Photo/Eraldo Peres)
«Σχετίζεται περισσότερο με το πώς οι υποστηρικτές κινητοποιούν την εικόνα του Μπολσονάρο παρά με τις ίδιες τις πράξεις του», είπε η Καλίλ. «Αυτές οι εικόνες είναι ανεξάρτητες από τη φιγούρα του Μπολσονάρο. Τους ελέγχει εν μέρει, αλλά όχι πλήρως».
Ο ριζοσπαστισμός βάθυνε στους καταυλισμούς που ξεπήδησαν έξω από στρατιωτικά κτίρια σε εθνικό επίπεδο μετά την ήττα του Μπολσονάρο, με σκληρούς υποστηρικτές να απαιτούν από τον στρατό να παρέμβει για να ανατρέψει την πορεία επιστροφής του κράτους στη δημοκρατία που είχε ξεκινήσει πριν από τρεις δεκαετίες. Ο Μπολσονάρο είχε επανειλημμένα χαρακτηρίσει τον Λούλα κλέφτη που θα βύθιζε το έθνος στον κομμουνισμό.
Ο Μπολσονάρο είναι ουσιαστικά αόρατος από τις εκλογές κι εντεύθεν, εκπλήσσοντας πολλούς που περίμεναν επίδειξη δίκαιης αγανάκτησης έπειτα από μήνες διασποράς αμφιβολιών για την ηλεκτρονική ψηφοφορία. Ενώ δεν παραδέχτηκε την ήττα και ζήτησε να ακυρωθούν εκατομμύρια ψηφοδέλτια, απέφυγε επίσης να κραυγάσει περί απάτης.
Δύο μέρες πριν από την ορκωμοσία του Λούλα, ο Μπολσονάρο πήγε στη Φλόριντα. Μία εβδομάδα μετά την ορκωμοσία, χωρίς κανένα εμφανές σήμα από τον Μπολσονάρο ή τον στρατό, οι ταραχοποιοί ανέλαβαν δράση. Οι ορδές έσπασαν τζάμια και διέλυσαν έργα τέχνης. Σε ένα ξύλινο τραπέζι στο Ανώτατο Δικαστήριο, κάποιος σκάλισε: «Ανώτατοι είναι οι άνθρωποι».
Στον περιορισμένο βαθμό που ο Μπολσονάρο σχολίασε την εξέγερση, ανέφερε μόνον ότι η καταστροφή της δημόσιας περιουσίας ήταν ένα βήμα που ξεπερνούσε τα όρια. Πολλοί από τους υποστηρικτές του απογοητεύτηκαν.
Οι υποστηρικτές του πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο εγκαταλείπουν τον καταυλισμό τους έξω από το αρχηγείο του στρατού καθώς η στρατιωτική αστυνομία παρακολουθεί στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, στις 9 Ιανουαρίου 2023, την ημέρα μετά την εισβολή υποστηρικτών του Μπολσονάρο σε κυβερνητικά κτίρια στην πρωτεύουσα. (©AP Photo/Andre Penner).
«Η προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από αυτό που συνέβη τον κάνει να χάσει τη σύνδεσή του με τη βάση που συντόνιζε αυτές τις επιθέσεις», δήλωσε ο Γκιγιέρμε Κασαρόες, πολιτικός επιστήμονας στο Ίδρυμα Getulio Vargas, πανεπιστήμιο και δεξαμενή σκέψης.
«Η επίθεση στην Μπραζίλια ήταν μια σφαίρα στο πόδι και αποδυναμώνει τον μπολσοναρισμό ως προσωποκρατικό, ριζοσπαστικό κίνημα, τα δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά του».
Το κόμμα του Μπολσονάρο είχε σκοπό να είναι ηγετική φωνή στην αντιπολίτευση, ωστόσο παραμένει ασαφές πότε ο πρώην πρόεδρος θα επιστρέψει από τη Φλόριντα. Στη Βραζιλία, αρκετές έρευνες εναντίον του θα μπορούσαν να του αφαιρέσουν την ικανότητά του να διεκδικήσει εκ νέου το αξίωμα.
Οι ακροδεξιοί σύμμαχοί του που εξελέγησαν έχουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τα πολιτικά του λάφυρα για τον εαυτό τους και γι’ αυτό υπερασπίζονται φωναχτά τους συλληφθέντες ταραχοποιούς. Ο Πάουλο Μπάια, κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, είπε ότι πιστεύει ότι «ο όρος “μπολσοναρισμός” θα εξαφανιστεί τους επόμενους μήνες», ακόμα και καθώς το κίνημα συνεχίζεται, διασπασμένο μεταξύ άλλων παραγόντων.
Σε αντίθεση με τον Μπολσονάρο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ήταν παρών στις 6 Ιανουαρίου λίγο πριν από την επίθεση στο Καπιτώλιο, προτρέποντας τους οπαδούς του να εισβάλουν στο Κογκρέσο. Συνέχισε να υπερασπίζεται τη συμπεριφορά τους έκτοτε και προσπάθησε να μετατρέψει την υποστήριξη στα εκλογικά ψέματα που τροφοδότησαν την επίθεση σε ένα καθοριστικό ζήτημα στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου. Ωστόσο, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα παρουσίασε χαμηλές επιδόσεις, καθιστώντας τη θέση του Τραμπ σε αυτό πιο επισφαλή από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το 2016.
Ο Τόμας Καρόδερς, συνδιευθυντής του προγράμματος Democracy, Conflict and Governance στο Carnegie Endowment for International Peace, είπε ότι οι ταραχές στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία δεν έχουν αληθινά προηγούμενα αλλού και είναι δύσκολο να προβλεφθεί τι θα συμβεί στη συνέχεια.
«Πρέπει να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε μόνο τον Μπολσονάρο. Ο Μπολσονάρο δεν είναι ο κύριος ηγέτης», είπε ο Αλμπερντάν Σόουζα, 28 ετών, ο οποίος διαχειρίζεται ένα κανάλι στο Telegram για τη γεωπολιτική, από το Τζουαζέιρο ντο Νόρτε στη φτωχή βορειοανατολική Βραζιλία, όπου είπε ότι είναι ο… σπάνιος δάσκαλος που είναι υπερήφανα δεξιός. «Είναι εκείνος που προκάλεσε ένα κύμα υπέρ της Δεξιάς και του αισθήματος του βραζιλιάνικου πατριωτισμού, αλλά το κίνημα είναι πολύ μεγαλύτερο από τον Μπολσονάρο».
Οι ριζοσπάστες παρέμειναν αφοσιωμένοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, απεμπολώντας αρχικά την ευθύνη για την καταστροφή κατηγορώντας υποτιθέμενους αριστερούς εισβολείς.
Και συνεχίζουν να απευθύνουν εκκλήσεις να παραμείνουν κινητοποιημένοι ώστε ο στρατός να μπορεί να δράσει, ανακοινώνοντας γενικές απεργίες και κλείσιμο διυλιστηρίων και πρατηρίων βενζίνης για να «παγώσει» η Βραζιλία, σύμφωνα με τη Μαρί Σαντίνι, συντονίστρια του NetLab, μιας ερευνητικής ομάδας στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο που παρακολουθεί τα social media. Μέχρι στιγμής, η περαιτέρω επιθετικότητα στον πραγματικό κόσμο ήταν περιορισμένη.
«Δεν είναι ότι αυτές οι εκκλήσεις ήταν επιτυχείς, αλλά αυτό μας δείχνει ότι η ώθηση του πραξικοπήματος παραμένει ισχυρή», είπε η Σαντίνι. «Οι μπολσοναριστές δεν δείχνουν κανένα σημάδι ότι θα σταματήσουν σύντομα».
Τρεις μέρες μετά την εξέγερση, μια υποτιθέμενη «μεγα-διαμαρτυρία για την ανακατάληψη της εξουσίας» απέβη τελικά φρούδα. Στην παραλία Κοπακαμπάνα του Ρίο ντε Τζανέιρο, η αστυνομία και οι δημοσιογράφοι ήταν περισσότεροι από τους διαδηλωτές. Ήταν μια έντονη αντίθεση με τη σκηνή στο ίδιο σημείο εβδομάδες πριν από τις εκλογές, με αερογέφυρες, αλεξιπτωτιστές, πολεμικά πλοία και τον Μπολσονάρο να εκφωνεί ομιλία σε ένα ενθουσιασμένο πλήθος.
«Έχασα τη χαρά μου να ζω», είπε η 65χρονη διαδηλώτρια Λέια Μάρκες κλαίγοντας. Όπως και άλλοι υποστηρικτές του Μπολσονάρο, η Μάρκες φοβάται την καταστολή που στοχεύει το κίνημά τους.
Ωστόσο, δεν τα παρατάει. «Ο κόσμος κινητοποιείται στα κοινωνικά δίκτυα και αυτό κρύβει πολλή δύναμη», είπε εν μέσω δακρύων. «Θα μείνουμε δυνατοί στους δρόμους».