Αμφιβολίες αναφορικά με την από εδώ και πέρα αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία εκφράζουν οι New York Times, υπογραμμίζοντας, ως εναλλακτική επιλογή, δύο πράγματα: την ανάγκη να στηριχθεί περισσότερο η ίδια η Ουκρανία στρατιωτικά και οικονομικά, και την ανάγκη να καταστούν σαφείς προς τη ρωσική πλευρά οι προϋποθέσεις εκείνες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην άρση των κυρώσεων.
Το editorial board των New York Times προειδοποιεί για κάποιους από τους κινδύνους που ελλοχεύουν πίσω από τη στρατηγική της Δύσης, στο πλαίσιο άρθρου που δημοσίευσε με τον τίτλο «Μπορούν οι κυρώσεις πραγματικά να σταματήσουν τον Πούτιν;»
Πιο συγκεκριμένα, όπως σημειώνεται: οι κυρώσεις δεν αποτελούν συνταγή εγγυημένης επιτυχίας. Αντιθέτως, συνοδεύονται από κινδύνους και αδυναμίες, ενώ θα μπορούσαν να έχουν ακόμη και τα αντίθετα από το προσδοκώμενα αποτελέσματα σε κάποιες περιπτώσεις έναντι μιας χώρας όπως είναι η Ρωσία του Πούτιν που ακόμη απέχει από το να μπορεί να θεωρηθεί απομονωμένη στη διεθνή σκηνή.
Ως εκ τούτου, αυτό που απαιτείται είναι να διαμορφωθεί παράλληλα μια στρατηγική στήριξης της Ουκρανίας αλλά και μια στρατηγική εξόδου από την κρίση που θα κάνει σαφείς τις προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην άρση αυτών των κυρώσεων.
Όταν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία τον περασμένο Φεβρουάριο, οι διεθνείς κυρώσεις ήταν όντως η ενδεδειγμένη επιλογή ως απάντηση για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Μέχρι στιγμής, έπειτα από σχεδόν οχτώ εβδομάδες πολέμου, οι κυρώσεις αυτές έχουν πλήξει την οικονομία της Ρωσίας ενώ παράλληλα έχουν επηρεάσει και την ικανότητά της να διεξάγει πόλεμο στην Ουκρανία.
Τα «όρια» των κυρώσεων
Ωστόσο, καθώς η διοίκηση Μπάιντεν σταθμίζει πλέον την επόμενη φάση αυτής της εν εξελίξει σύγκρουσης, θα πρέπει να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα των ορίων όσων θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω των κυρώσεων, όπως σημειώνουν στο άρθρο τους οι New York Times.
Πλέον, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι ο πόλεμος – και οι κυρώσεις που εκείνος προκάλεσε – θα μπορούσαν να έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια. Και όπως στις στρατιωτικές συγκρούσεις, έτσι και στην περίπτωση του οικονομικού πολέμου θα πρέπει να υπάρχουν όχι μόνο συγκεκριμένοι στόχοι αλλά και μια στρατηγική εξόδου.
Η Δύση αξιοποιεί τις κυρώσεις με αυξανόμενη συχνότητα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – σε μέρη διαφορετικά όπως είναι η Νότια Αφρική, η Σοβιετική Ένωση, η Κούβα, η Βενεζουέλα, η Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Ο λόγος για μια σειρά από κυρώσεις που είναι συνήθως «σχετικά εύκολο» να επιβληθούν κυρώσεις και που σχεδόν πάντοτε ικανοποιούν την εσωτερική πολιτική ανάγκη να «κάνουμε κάτι» εκτός του να εμπλακούμε στρατιωτικά.
Αμφίβολη αποτελεσματικότητα
Οι New York Times υπογραμμίζουν ωστόσο πως πέρα από την όποια «ευκολία» τους, οι κυρώσεις δεν έχουν μέχρι στιγμής αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικές ούτε στο να αλλάζουν καθεστώτα ούτε στο να επιφέρουν αλλαγές στη συμπεριφορά δικτατόρων.
Για του λόγου το αληθές: Η Κούβα, η Βενεζουέλα και η Βόρεια Κορέα ουδέποτε υπέκυψαν στις αμερικανικές απαιτήσεις, παρά τις κυρώσεις που τους έχουν επιβληθεί. Το Ιράν από την πλευρά του αναγκάστηκε μεν να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό του πρόγραμμα, χωρίς όμως να έχει εγκαταλείψει τις πυρηνικές του φιλοδοξίες. Ενώ και στη Νότια Αφρική το απαρτχάιντ μπορεί να έλαβε τέλος πλην όμως για μια σειρά από λόγους που δεν σχετίζονταν αποκλειστικά και μόνο με το κόστος των κυρώσεων.
Αλλά και από τη μεριά των ΗΠΑ, όταν οι Άραβες επέβαλαν πετρελαϊκό εμπάργκο κατά των Ηνωμένων Πολιτειών τη δεκαετία του 1970, η αμερικανική πλευρά υπέστη μεν κόστος ωστόσο συνέχισε να υποστηρίζει το Ισραήλ.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν αξίζει τα εύσημα, σύμφωνα με τους New York Times, επειδή έθεσε τις βάσεις για την επιβολή πολυμερών κυρώσεων οι οποίες είναι και οι μόνες που – ως πολυμερείς – έχουν μεγαλύτερες προοπτικές επιτυχίας.
Κυρώσεις που επιβλήθηκαν κατά της Ρωσίας το τελευταίο διάστημα, όπως για παράδειγμα ο αποκλεισμός κάποιων ρωσικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από το σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών SWIFT, θα ήταν αδιανόητες πριν από μερικούς μήνες. Παράλληλα, δε, μέσα από την επιβολή αυτών των κυρώσεων παρουσιάστηκε να αποκτά μια νέα, ενισχυμένη και αναζωογονημένη πνοή συνεργασίας και η ομάδα των G7.
Ακόμη και ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν αναγκάστηκε, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, να αποδεχθεί πως οι κυρώσεις «έχουν επιτύχει ορισμένα αποτελέσματα».
Εναλλακτικές επιλογές
Ωστόσο, οι New York Times υπογραμμίζουν πως το να δοθεί τώρα μεγαλύτερη βάρος στην οικονομική και στρατιωτική βοήθεια της ίδιας της Ουκρανίας μπορεί να αποδειχθεί πιο παραγωγικό από τις όποιες νέες κυρώσεις κατά της Μόσχας.
Οι κυρώσεις από μόνες τους – ή τουλάχιστον εκείνες οι κυρώσεις τις οποίες θα ήταν πρόθυμες να εξετάσουν τώρα οι ευρωπαϊκές χώρες – δεν πρόκειται να γονατίσουν τη Ρωσία σύντομα. Όσο οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να εξαρτώνται από το ρωσικό πετρέλαιο και το ρωσικό φυσικό αέριο, η Μόσχα θα μπορεί να αντλεί σημαντικά έσοδα από αυτήν την σχέση.
Οι ολιγάρχες, που τώρα χάνουν τα γιοτ τους, και οι απλοί πολίτες, που δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, έχουν μικρή επιρροή πάνω στο Κρεμλίνο, ενώ και ο Πούτιν έχει από την πλευρά του πια μια εύκολη απάντηση τύπου «σας τα είχα πει» για τους Δυτικούς που «θέλουν το κακό της Ρωσίας».
Μπορούν οι κυρώσεις που έχει επιβάλει η ομάδα των G7 να οδηγήσουν παράλληλα και στην πραγματική διεθνή απομόνωση της Ρωσίας; Η απάντηση των New York Times είναι πως «όχι». Κι αυτό διότι υπάρχουν χώρες όπως είναι το Μεξικό, η Σαουδική Αραβία, η Νότια Αφρική και, κυρίως, η Κίνα, που εξακολουθούν να διατηρούν στενούς «φιλικούς» δεσμούς με τη Μόσχα.
Μεταξύ αυτών των χωρών συμπεριλαμβάνονται μάλιστα και δυνάμεις εχθρικές μεταξύ τους, το Πακιστάν και η Ινδία, το Ιράν και το Ισραήλ, γεγονός το οποίο όμως καταδεικνύει και την επιρροή που συνεχίζει να ασκεί ο Πούτιν σε περιοχές της Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
Ανεπιθύμητες συνέπειες
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εντείνουν την οικονομική τους πίεση στη Ρωσία επιβάλλοντας δευτερογενείς (secondary) κυρώσεις. Aμερικανοί αξιωματούχοι εμφανίζονται ήδη να απειλούν με ένα τέτοιο ενδεχόμενο αξιωματούχους της Ινδίας και της Κίνας. Οι δευτερογενείς κυρώσεις είναι όντως ένα ισχυρό εργαλείο πίεσης, προκειμένου και άλλες χώρες να αναγκαστούν να ευθυγραμμιστούν με την αμερικανική πολιτική. Όμως τα όποια πιθανά οφέλη από μια τέτοια κίνηση θα πρέπει να σταθμιστούν έναντι των κινδύνων και του ενδεχόμενου κόστους. Η εξωεδαφική εφαρμογή των αμερικανικών νόμων μπορεί να προκαλέσει βαθιά δυσαρέσκεια στις τάξεις των συμμάχων των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα των New York Times, οι δευτερογενείς κυρώσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με φειδώ και μόνο έπειτα από διαβούλευση με τους εταίρους.
Οι κυρώσεις είναι πιθανό όμως να έχουν και άλλες ανεπιθύμητες συνέπειες. Μπορεί για παράδειγμα να καταλήξουν να ενισχύουν την εξουσία ενός δικτάτορα επιτρέποντάς του να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο στην εγχώρια οικονομία. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ίσως να δυσκολευτούν να αντιμετωπίσουν έναν καταιγισμό κυρώσεων, αλλά τα αυταρχικά καθεστώτα και οι κρατικές επιχειρήσεις βρίσκουν συχνά τρόπους να τις παρακάμψουν.
Οι κυρώσεις παρέχουν, επίσης, στους δικτάτορες έναν αξιόπιστο εξωτερικό εχθρό τον οποίο εκείνοι μπορούν εν συνεχεία να κατηγορούν για όλα τα δεινά του λαού. Αντί να πιέσουν τους πολίτες ώστε να ξεσηκωθούν ενάντια στις αυταρχικές ηγεσίες, οι κυρώσεις συχνά εμπνέουν ένα φαινόμενο συσπείρωσης γύρω από τον δικτάτορα.
Κατά τα λοιπά, οι κυρώσεις παρουσιάζονται μεν ως εναλλακτική λύση στον πόλεμο. Αλλά μπορούν επίσης να αποτελέσουν και προάγγελο πολέμου, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ ολίγους μήνες πριν από την οποία οι Αμερικανοί είχαν επιβάλει εμπάργκο πετρελαίου κατά της Ιαπωνίας προχωρώντας παράλληλα και στο πάγωμα ιαπωνικών περιουσιακών στοιχείων.
Στρατηγική εξόδου
Για να μπορέσει να υπάρξει αλλαγή όταν επιβάλλονται κυρώσεις, θα πρέπει, σύμφωνα με τους New York Times, να κοινοποιούνται παράλληλα και τα βήματα που θα πρέπει να γίνουν ή που θα μπορούσαν να γίνουν για την άρση αυτών των κυρώσεων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να έχουν ένα σαφές σχέδιο για το πώς και το υπό ποιες συνθήκες θα ήταν σκόπιμο να αρθούν αυτές τις κυρώσεις.
Πηγή: the New York Times