Kathimerini.gr
Η εσπευσμένη μεταφορά μιας 16χρονης κοπέλας σε νοσοκομείο της Τεχεράνης το βράδυ της Τρίτης σε κατάσταση κώματος ξυπνάει στη χώρα μνήμες από τις περυσινές διαδηλώσεις που έλαβαν διαστάσεις εξέγερσης ενάντια στην κυβέρνηση και στον τρόπο που αντιμετωπίζει τις γυναίκες. Βίντεο που κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνει τη νεαρή να βγαίνει από βαγόνι τρένου και μία παρέα κοριτσιών να τη μεταφέρει και να την ακουμπάει στην πλατφόρμα όπου μένει ακίνητη, χωρίς τις αισθήσεις της.
Τα βίντεο που υπάρχουν δεν καταγράφουν τι έχει συμβεί μέσα στο τρένο και οι αρχές της χώρας αρνούνται να δώσουν κάποια εξήγηση. Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακτιβιστές καταγγέλλουν, πάντως, σε δυτικά μέσα ενημέρωσης πως η έφηβη Αρμίτα Γκαραουάντ έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από τη διαβόητη αστυνομία ηθών, η οποία είναι επιφορτισμένη να ελέγχει, μεταξύ άλλων, αν οι γυναίκες φορούν τη μαντίλα τους. Η κακή ποιότητα του βίντεο δεν επιτρέπει να γίνει αντιληπτό εάν η νεαρή φοράει μαντίλα ή όχι κατά τη μεταφορά της έξω από το βαγόνι.
«Ατύχημα»
Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, που αναπαρήγαγαν επίσης το βίντεο, υποστήριξαν πως η νεαρή κατέρρευσε μέσα στο βαγόνι λόγω πτώσης της πίεσης του αίματος και στη συνέχεια χτύπησε στον μεταλλικό τοίχο, με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις της. Αργότερα, το κυβερνητικό πρακτορείο ειδήσεων Fars δημοσίευσε μία συνέντευξη με τον πατέρα του κοριτσιού στην οποία ο ίδιος υποστηρίζει πως η κόρη του δεν χτυπήθηκε από την αστυνομία. «Εχουμε δει όλα τα βίντεο και είναι βέβαιο πως πρόκειται για ατύχημα. Ζητάμε από όλους τους ανθρώπους να προσευχηθούν για την υγεία του παιδιού μας», αναφέρει.
Βέβαια, όπως σχολιάζει και ο βρετανικός Guardian, οι ιρανικές αρχές έχουν δημοσιεύσει στο παρελθόν συνεντεύξεις ανθρώπων που απειλήθηκαν για να πουν πράγματα που βολεύουν την κυβέρνηση ή για να αποκρύψουν πληροφορίες που μπορούν να εκθέσουν τις αρχές. Ενας δημοσιογράφος της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Shargh προσπάθησε να επισκεφθεί το νοσοκομείο για να καλύψει την υπόθεση, όμως εκεί συνελήφθη. Εκτοτε η πρόσβαση στο νοσοκομείο απαγορεύεται από την αστυνομία.
Το περιστατικό, σε συνδυασμό με τις νεφελώδεις εξηγήσεις των κυβερνητικών αρχών, έχει προκαλέσει παραλληλισμούς με τη δολοφονία της Μαχσά Αμινί, της 22χρονης Ιρανής-Κούρδισσας που χτυπήθηκε μέχρι θανάτου από την αστυνομία ηθών επειδή «παραβίασε τους κανόνες της ισλαμικής θρησκείας σχετικά με τη σεμνότητα». Το περιστατικό είχε παρόμοια χαρακτηριστικά, καθώς η Αμινί είχε τότε καταλήξει έπειτα από τριήμερο κώμα, ενώ οι αρχές είχαν επιμείνει πως του αίτιο του θανάτου της ήταν κάποια νευρολογική πάθηση η οποία οδήγησε στην κατάρρευσή της μέσα στο αστυνομικό τμήμα.
Ο θάνατός της είχε οδηγήσει σε επεισοδιακές διαδηλώσεις μηνών και τότε πολλοί παρατηρητές είχαν αισιόδοξα θεωρήσει πως αυτή η αυθόρμητη εξέγερση θα άλλαζε την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα προς το καλύτερο. Ωστόσο, η αστυνομία της χώρας έχει προσπαθήσει τους τελευταίους μήνες να επανεισαγάγει την υποχρεωτικότητα του χιτζάμπ, περνώντας νέους νόμους. Σε πολλές περιοχές, ειδικά στην πρωτεύουσα, νεαρές γυναίκες αμφισβητούν τους νόμους και δεν φορούν το κάλυμμα. Αστυνομικοί περιπολούν στα μέσα μεταφοράς και σε πλατφόρμες τρένων.
Μετά τον θάνατο της Αμινί, η κρατική λογοκρισία έχει αυξηθεί έντονα, ενώ δύο από τους δημοσιογράφους που προσπάθησαν να καλύψουν την υπόθεσή της παραμένουν στη φυλακή με την κατηγορία ότι συνεργάζονται με ξένες δυνάμεις. Επιπλέον, κάποιες αντιπολιτευόμενες εφημερίδες έχουν αναγκαστεί σε κλείσιμο. Ο δικηγόρος της οικογένειας Αμινί, Σαλέχ Νικμπάκτ, είναι επίσης φυλακισμένος με κατηγορίες για προπαγάνδα ενάντια στο καθεστώς, συμπεριλαμβανομένης της αμφισβήτησης των επίσημων ιατροδικαστικών πορισμάτων σχετικά με τον θάνατο της νεαρής και της αποκάλυψης σε ξένα μέσα πληροφοριών σχετικών με το Ιράν.