Γράφει ο ΣΩΤΗΡΙΟΣ Κ. ΣΕΡΜΠΟΣ*
Ας γυρίσουμε το ρολόι μερικά χρόνια πίσω. Το 2014, μετά την κρίση στην Ουκρανία και με το ρωσοτουρκικό εκκρεμές να συνεχίζει να ταλαντεύεται από οιονεί συμμαχία έως οιονεί αντιπαράθεση, οι Αμερικανοί είναι υποχρεωμένοι να προετοιμαστούν για πολλαπλά σενάρια εξελίξεων. Μειώνοντας τον μελλοντικό βαθμό εξάρτησής τους από την Τουρκία σχετικά με τον κρίσιμο ρόλο των Δαρδανελίων. Προετοιμάζοντας μια δεύτερη γραμμή άμυνας, αυτή τη φορά σε ελληνικό έδαφος. Κι έτσι ανακαλύπτουν την Αλεξανδρούπολη. Είναι το μεγάλο πρότζεκτ που κουβαλάει στις βαλίτσες του ο εκ Κιέβου μπαρουτοκαπνισμένος νέος πρέσβης.
Στην Αγκυρα διαβάζουν γρήγορα τις εξελίξεις και το ψαλίδισμα των τουρκικών φιλοδοξιών. Οι Αμερικανοί θέλουν να παραμείνει το Αιγαίο πρωτίστως δυτικό. Σηκώνονται φρύδια και μαζί τους η ανάγκη να παιχτεί σε εμπλουτισμένη έκδοση το έργο της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Και αυτό διότι η «γαλάζια πατρίδα», από κοινού με τη φιλοδοξία της Τουρκίας να σταθεί ως τρίτος πόλος μεταξύ Δύσης και Ευρασίας, επιβάλλουν τον έλεγχο κομβικού χαρακτήρα θαλασσίων ζωνών και διαδρόμων. Ενα επιπλέον σκαλοπάτι για την κατάκτηση ρόλου περιφερειακού τοποτηρητή με διαπεριφερειακή επιρροή. Σκοντάφτοντας και πάλι στα ελληνικά νησιά, το γκριζάρισμά τους, που επισήμως θα λάβει χαρακτήρα διεθνοποίησης του ζητήματος και απόδοσης κυριαρχίας υπό όρους (με επιστολές στον ΟΗΕ και έπεται συνέχεια), κρίνεται ως προαπαιτούμενο προκειμένου να εξουδετερωθούν οι θαλάσσιες και εναέριες ζώνες τους. Ετσι ώστε το απέραντο τουρκικό γαλάζιο να πλέει με ελευθερία κινήσεων στο μισό Αιγαίο. Κρατώντας το ανατολικό για τη στρατηγική του χρησιμότητα και αφήνοντας στην Ελλάδα το υπόλοιπο για τουριστική και περιβαλλοντική χρήση.
Καταλήγοντας στην Ουκρανία του 2022. Ο Ερντογάν αισθάνεται περισσότερο ισχυρός εξαιτίας της αύξησης της αξίας του εμπορεύματος που κουβαλά στις πλάτες του (ορθά για την Τουρκία) και ενδυναμωμένος για να πουλήσει πολύ ακριβά το τομάρι του (εσφαλμένη αντίληψη λόγω αναξιοπιστίας της μετοχής του). Σε επιμέρους αναθεωρητικές υπηρεσίες που μπορεί να «σπρώξει» σε μια σειρά από περιφερειακές ζώνες. Επιταχύνοντας τη μεσοπρόθεσμη αποδυνάμωση της Ρωσίας. Εξέλιξη που ευνοεί και την Τουρκία αλλά δεν κάνει να το λέει φωναχτά. Τα παραπάνω αλληλοτροφοδοτούνται με το καθαρόαιμο συναλλακτικό πλαίσιο που έχει στήσει με τους Δυτικούς, με πρώτους τους Αμερικανούς. Με το ίδιο όμως να έχει φτάσει στα όριά του. Επιπλέον, η ισχυρή σχέση Πούτιν – Ερντογάν δεν άνθησε σ’ έναν ριζωμένο ρωσοτουρκικό συνεταιρισμό. Εξέλιξη που ώς ένα βαθμό εξηγεί τη μέχρι τώρα άρνηση εκ μέρους των ΗΠΑ να του προσφέρουν άμεσα και χειροπιαστά ανταλλάγματα.
Με την αντιπολίτευση και ειδικά την Ακσενέρ, πέρα από το να τον απειλεί με ισόβια κάθειρξη, να στέλνει μηνύματα στρατηγικής υπομονής προς την Ουάσιγκτον. Περιμένετε τις εκλογές και αποφύγετε συμφωνίες με το κουτσό (;) άλογο. Με καθαρά χέρια και θέσεις (βλ. Ρωσία), φαίνεται να αποτελεί το μόνο διαθέσιμο άλογο κούρσας. Για να συνεννοηθούν επί της ταμπακιέρας. Ρυθμίζοντας υπό την εποπτεία τους τον τουρκικό αναθεωρητισμό σε μια αυτόνομη αλλά μη αντιηγεμονική και ικανοποιητικά δυτικοκεντρική τροχιά ως προς το τελικό της ισοζύγιο. Εξακολουθώντας να ανησυχούν, αν δεν επιτευχθεί μια κάποιας μορφής σύνθεση μεταξύ κοσμικών και ισλαμιστών, τι μπορεί να συμβεί εντός της μεταερντογανικής Τουρκίας. Επιστρέφοντας στα προβλέψιμα, και στη γεωπολιτική εξισορρόπηση δευτερευουσών μεσαίων δυνάμεων, οι Αμερικανοί προχωρούν σε αναβάθμιση της Ελλάδας (και πάλι μέσω της Αλεξανδρούπολης).
Το αδύναμο σημείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εντοπίζεται στο ότι ο διεθνής παράγοντας γνωρίζει τι δεν θέλουμε, όχι όμως τι εμείς επιθυμούμε (μέσω χαρτών, επιστολών, προφορικής ενημέρωσης).
Κοιτώντας το άδειο του καλάθι, ο πρόεδρος αποφασίζει να ρίξει στη μάχη το υπερατού. Κλειδώνοντας και τα ελληνοτουρκικά στο μεγάλο παζάρι. Απειλώντας την Αμερική πως αν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του, είναι διατεθειμένος να προκαλέσει κρίση στη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ και να αμφισβητήσει την υπό διαμόρφωση περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων. Αν και θα πρόκειται για κίνηση υψηλού ρίσκου ακόμη για τον ίδιο, εξακολουθεί να παραμένει θολό ποια δικαιώματα των Τούρκων και έως πού στο Αιγαίο θα ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν οι Αμερικανοί. Εδώ εστιάζεται το αδύναμο σημείο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο διεθνής παράγοντας γνωρίζει τι δεν θέλουμε (π.χ. χάρτες «γαλάζιας πατρίδας»), όχι όμως τι εμείς επιθυμούμε (μέσω χαρτών, επιστολών, προφορικής ενημέρωσης, κάτι τέλος πάντων), μέσω ποιας διαδικασίας κ.λπ. Για παράδειγμα, αν Αμερικανός αξιωματούχος μάς ρωτήσει καθαρά και με νούμερα για το εύρος των χωρικών μας υδάτων σε διαφορετικές περιοχές του Αιγαίου ή την επήρεια σε θαλάσσιες ζώνες του νησιωτικού συμπλέγματος της Μεγίστης, πόσες διαφορετικές απαντήσεις θα λάβει από εκπροσώπους των κομμάτων; Πόσες θα αθροίσει ακόμα και εντός των κόλπων του κυβερνώντος κόμματος;
Το λοιπόν, έχουμε αφήσει χώρο και ιδιοκτησία στον διεθνή παράγοντα για να εξυπηρετηθεί από δικές του ερμηνείες. Στην υποθετική περίπτωση που έρθει το πλήρωμα του χρόνου και τα ελληνοτουρκικά ιεραρχηθούν υψηλότερα. Προκαλώντας τον ενδιαφέρον του και κουμπώνοντάς τα με μεγαλύτερα και πιο σημαντικά ζητήματα. Οδηγώντας σε επιτάχυνση των συνεννοήσεων που θα απαιτηθούν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Προφανώς το σημερινό διεθνές περιβάλλον δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο ούτε από μια ηγεμονική δύναμη. Ομως, αυτή κατέχει την ευρύτητα επιλογών ώστε το τελικό ισοζύγιο να κλείνει με καθαρό όφελος ακόμη και σε μη ιδανικές καταστάσεις, συχνά και παρά τα λάθη της.
Καταληκτικά, στην πρόσληψη των ελληνοτουρκικών εκ μέρους του Τούρκου προέδρου, οι προβλέψεις καθίστανται επισφαλείς και παραμένουν επίφοβες. Σε μια περίοδο όπου εσωτερική και εξωτερική πολιτική μοιραία συναντώνται με την προσωπική διαδρομή και την τύχη του ίδιου. Με αλλοιωμένο το πολιτικό του αισθητήριο και καρδιοχτυπώντας για το αδηφάγο τέρας του πληθωρισμού, κυνηγάει τον χρόνο επιδιώκοντας γρήγορες εξελίξεις. Απέναντι στους κλειστούς διαύλους επικοινωνίας, καθρεφτίζεται ένα προσωποπαγές καθεστώς όπου τα στοιχεία του ανορθολογικού με το τυχαίο, της αλαζονείας στο εξωτερικό και του φόβου στο εσωτερικό είναι πιθανόν επικίνδυνα να διασταυρωθούν. Προσώρας, σαν πολύ σκληρός για να πεθάνει, «show must go on» ή, όπως θα επαύξανε ο Ντράγκι, «whatever it takes».
* Ο κ. Σωτήριος Κ. Σέρμπος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και σύμβουλος Εξωτερικής Πολιτικής στην Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής. Πρώην επιστημονικός διευθυντής Σχεδιασμού Πολιτικής στο υπουργείο Εξωτερικών.