Kathimerini.gr
Κατερίνα Αγριμανάκη
Όταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έσβηνε τα 70 κεράκια στην τούρτα της ζωής του το 2012, ο Τύπος σε επετειακά αφιερώματα τον περιέγραφε σαν τον «δημόσιο λειτουργό», τον «άνθρωπο του καθήκοντος», έναν «Σίσυφο», έναν θλιμένο πολιτικό που ποτέ δεν κατάφερε να γίνει καγκελάριος και θυσίασε την υγεία του για το κοινό καλό, μένοντας στην πολιτική για πάνω από μισόν αιώνα.
Δεν είχαν όλοι την ίδια άποψη.
Το 2017, η αποχώρησή του από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών όπου σφράγισε μια εποχή ευρωπαϊκής λιτότητας και την τύχη πολλών χωρών, ήταν για πολλούς τεράστια ανακούφιση, αν όχι λόγος πανηγυρισμού. Μεταξύ αυτών, και για πολλούς στην Ελλάδα – που ως χώρα είχε βιώσει την κρίση χρέους και βρέθηκε ένα βήμα προ του Grexit – αλλά και για πολλούς επενδυτές που ευελπιστούσαν ο διάδοχός του να είναι πιο πρόθυμος να δαπανήσει το μεγάλο πλεόνασμα της Γερμανίας προς όφελος όλων των μελών της ευρωζώνης.
«Οι επικριτές του τον θεωρούν έναν αδίστακτο τεχνοκράτη που εκφόβισε μια ολόκληρη χώρα και τώρα σχεδιάζει να την απογυμνώσει από τα περιουσιακά της στοιχεία. Ιδίως ένα μέρος της συμφωνίας διάσωσης έχει σκανδαλίσει ιδιαίτερα πολλούς Ευρωπαίους: Πρόκειται για την πρόταση δημιουργίας ενός ταμείου που προορίζεται να επιλέξει δημόσια περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας αξίας 50 δισεκατομμυρίων ευρώ και να τα ιδιωτικοποιήσει για την αποπληρωμή του χρέους. Αλλά το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τη στρατηγική της Γερμανίας είναι πως για τον Σόιμπλε τίποτα από όλα αυτά δεν είναι νέο», σημείωνε το 2015 άρθρο του Ντιρκ Λάαμπς στον Guardian με τον τίτλο «Γιατί η Γερμανία είναι τόσο σκληρή απέναντι στην Ελλάδα; Η απάντηση βρίσκεται 25 χρόνια πριν» (Why is Germany so tough on Greece? Look back 25 years), όπου γινόταν ανάλυση του Treuhand, του ιδρύματος καταπιστευτικής διαχείρισης που ανέλαβε να ιδιωτικοποιήσει την περιουσία της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, μετά την κατάρρευσή της.
Ο Χέλμουτ Κολ, καγκελάριος της Γερμανίας και πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), δίπλα στον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του CDU Βόλφγκανγκ Σόιμπλε – Φωτ.: Reuters/Wolfgang Rattay
Όμως, όπως συμβαίνει με τα πρόσωπα που κρίνει η Ιστορία, τίποτε δεν είναι μόνο μαύρο ή άσπρο. Και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε άφησε το στίγμα του στη γερμανική και ευρωπαϊκή ιστορία για πολλούς λόγους.
Αυτές είναι οι στιγμές – ορόσημα στη ζωή και την πολιτική σταδιοδρομία του.
Η ανέλιξη
Γεννημένος τον Σεπτέμβριο του 1942 στο Φράιμπρουγκ και γιος πρώην βουλευτή των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), ο Σόιμπλε ξεκίνησε την καριέρα του στη νεολαία του κόμματος, τη Junge Union.
Το 1972, στα 30 χρόνια του, μετά από λαμπρές σπουδές και το διδακτορικό του στη Νομική και τα Οικονομικά, μπήκε στη Bundestag. Εννέα χρόνια αργότερα, έγινε κοινοβουλευτικός γραμματέας των κομμάτων της Ένωσης, του CDU και του CSU (της Βαυαρικής Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης), θέση που διατήρησε έως το 1984 οπότε και διορίστηκε υπουργός χωρίς χαρτοφυλάκιο υπό τον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ.
Το 1984, ο νεοεκλεγείς – και μακροβιότερος – καγκελάριος της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ τον διόρισε επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Καγκελαρίας και ομοσπονδιακό υπουργός Ειδικών Καθηκόντων.
Το 1989, έγινε υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας και την ίδια χρονιά τα τεκτονικά ιστορικά γεγονότα που συντελέστηκαν στη χώρα του τον έφεραν στο προσκήνιο της Ιστορίας, αφού μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου έπαιξε κομβικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την επανένωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία).
O Σόιμπλε (αριστερά) και ο Γκίντερ Κράουζε υπογράφουν διμερή Συνθήκη για την Επανένωση της Γερμανίας, στις 31 Αυγούστου του 1990, ενώ ο πρωθυπουργός της Ανατολικής Γερμανίας, Λόταρ ντε Μεζιέρ κοιτάζει – Φωτ.: REUTERS/Michael Urban/File Photo
Η απόπειρα δολοφονίας
Τον Οκτώβριο του 1990, μια απόπειρα δολοφονίας του από έναν ψυχικά διαταραγμένο άνδρα τον καθήλωσε για πάντα σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Ο Χανς-Χόκεν Φόγκελ, πρώην ηγέτης του κεντροαριστερού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, είχε δηλώσει κάποτε πως η δολοφονική απόπειρα είχε κάνει τον Σόιμπλε έναν άνθρωπο πικρόχολο. Ίσως. Όμως, σε μια αξιοθαύμαστη επίδειξη αντοχής, ο Σόιμπλε επέστρεφε στη δουλειά τρεις μήνες μετά. Η παραίτηση δεν ήταν επιλογή γι’αυτόν.
«Δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που συνέβη, αλλά όσο ζω, θα ζήσω», είχε πει ο ίδιος, αποφασισμένος να μη γίνει θύμα των γεγονότων και του εαυτού του.
Σε συνέντευξή του το 2011 στο γερμανικό περιοδικό, Der Spiegel, ο Σόιμπλε είχε εξομολογηθεί πως και ο ίδιος αμφέβαλε για το αν ένας άνθρωπος σε αναπηρικό αμαξίδιο θα μπορούσε να ηγηθεί μιας χώρας.
Τα «μαύρα ταμεία» του CDU
Το 1998, ο Σόιμπλε έγινε πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, με τον Χέλμουτ Κολ να διαμηνύει αδιάκοπα πως τον προορίζει ως τον μελλοντικό διάδοχό του.
Το όραμά του δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί.
Προς το τέλος του 1999, αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» του CDU και τις παράνομες χορηγίες στο κόμμα, κατά τη διάρκεια της θητείας του Κολ. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Σόιμπλε παραδεχόταν πως είχε λάβει το ποσό τον 100.000 ευρώ σε παράνομους λογαριασμούς του CDU από έναν έμπορο όπλων.
Ο ίδιος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την προεδρία του κόμματος, ενώ η υπόθεση αυτή θεωρείται από πολλούς η «ταφόπλακα» στις ηγετικές φιλοδοξίες του και παράλληλα, η θρυαλλίδα που προλείανε τον δρόμο της Άνγκελα Μέρκελ προς την Καγκελαρία.
Ο πρόεδρος του CDU με την γραμματέα του κόμματος και επίσης αγαπημένο παιδί του Κολ – Φωτ.: Reuters/Michael Urban/File Photo
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, η επίσης προστατευόμενη του Κολ, Α. Μέρκελ, με άρθρο-παρέμβαση στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), ζητούσε μία «νέα αρχή» για το CDU. Ο Σόιμπλε εξέλαβε το άρθρο ως προδοσία. Όταν ζήτησε εξηγήσεις, έλαβε την αφοπλιστική απάντηση της νεαρής Μέρκελ: «Εάν σας ζητούσα έγκριση, δεν θα μου τη δίνατε». Η εποχή Μέρκελ είχε ξεκινήσει.
Ο Σόιμπλε υπουργός
Μετά από μία σύντομη απουσία από τη γερμανική πολιτική, ο Σόιμπλε επέστρεψε το 2005 στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο της θητείας Μέρκελ ως υπουργός Εσωτερικών. Στη θέση αυτή ο Σόιμπλε ήταν χαρακτηριστικά σκληρός, με αμφιλεγόμενες προτάσεις που περιλάμβαναν την προληπτική κράτηση υπόπτων για τρομοκρατίa, ενώ είχε ταχθεί και υπέρ του Γκουαντάμαμο ως μέσου προστασίας της κοινωνίας από τη «βαρβαρότητα της τρομοκρατίας».
Η Μέρκελ επανεξελέγη το 2009, αλλά αυτή τη φορά σχημάτισε έναν κεντροδεξιό συνασπισμό με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP). Ο Σόιμπλε, 67 χρόνων και το μακροβιότερο μέλος της Μπούντεσταγκ, ανέλαβε το νευραλγικό χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών. «Η απροσδόκητη προαγωγή του στο τόσο σημαντικό πόστο θεωρήθηκε τότε ένα ασφαλές στοίχημα για τη Μέρκελ, η οποία ήθελε κάποιον έμπειρο και αξιόπιστο, ο οποίος παράλληλα όμως δεν απειλούσε την αναδυόμενη κυριαρχία της», σχολιάζει το Politico.
Κατά τη θητεία του, ωστόσο, ο Σόιμπλε διατήρησε μια ανεξαρτησία και παρρησία, ή όπως το έθετε ο ίδιος, «Είμαι ανεξάρτητος, αξιόπιστος και ελεύθερος».
«Schwarze Null» και Grexit
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής αβεβαιότητας που ενέσκυψε στην Ευρώπη το 2009, ο Σόιμπλε συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την κρίση της Ευρωζώνης και συνεπώς και με την Ελλάδα, η οποία βρέθηκε στον πυρήνα της.
Ως αρχιτέκτοντας της πολιτικής λιτότητας, αποτέλεσε το φόβητρο για τις υποτιμητικά αποκαλούμενες pigs (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία), τις χώρες «μαύρα πρόβατα» της Ευρώπης, λόγω χρέους.
Ο τότε υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, μαζί με τον Γερμανό ομόλογό του – Φωτ.: AP Photo/Michael Sohn
Ο Σόιμπλε διατήρησε από την αρχή κρίσιμο ρόλο στις διαπραγματεύσεις για την οικονομική διάσωση της Ελλάδας και άλλων υπερχρεωμένων χωρών μελών της ευρωζώνης. Η αυστηρή επιμονή του στη δημοσιονομική ορθότητα και τις επώδυνες μεταρρυθμίσεις ως προαπαιτούμενα για τη λήψη των πακέτεων βοήθειας, γρήγορα τον έκαναν το πολιτικό πρόσωπο που συγκέντρωνε την οργή πολλών.
Η Wall Street Journal είχε αναδείξει τον Σόιμπλε το δεύτερο πιο ισχυρό πρόσωπο μετά τη Μέρκελ, έναν τεχνοκράτη που εδραίωσε τη χώρα του ως την οικονομική δύναμη της Ευρώπης, στοχεύοντας σε μηδενικό έλλειμμα χωρίς νέο χρέος για το 2015. Πέτυχε το ίδιο και το επόμενο έτος, σημειώνοντας τον πρώτο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό μετά από τέσσερις και πλέον δεκαετίες. Έμεινε στην ιστορία ως «schwarze Null» (“μαύρο μηδέν”), ένα δόγμα που «το Βερολίνο θεωρούσε πως του έδινε το ηθικό δικαίωμα να επιβάλλει αναγκαστική δημοσιονομική λιτότητα στην ευρωζώνη», όπως σχολιάζει το Politico.
Κατά τις διαπραγματεύσεις για το τρίτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας, ακόμη και οι στενότεροι σύμμαχοι της Γερμανίας άκουγαν εμβρόντητοι τον Γερμανό υπουργό να προτείνει «τάιμ άουτ» της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή με οργή και αντιδράσεις από πολλούς, ενώ φέρεται να προκάλεσε ρήξη ακόμη και εσωτερικά, μεταξύ Σόιμπλε και Μέρκελ.
«Frenemies»
Η Μέρκελ και ο Σόιμπλε είχαν μεταξύ τους ίσως την πιο παλιά και πιο περίπλοκη σχέση από κάθε άλλον πολιτικό στο Βερολίνο, σημειώνουν οι αναλυτές.
Η Μέρκελ, παρότι τον «προσπέρασε» στην κούρσα της καγκελαρίας, ποτέ δεν τον επισκίασε ούτε τον έβαλε στο πολιτικό περιθώριο. Παρά τη στενή τους σχέση, λόγω δουλειάς, οι δύο τους εξακολούθησαν να απευθύνονται ο ένας στον άλλο με ασυνήθιστη επισημότητα.
Η Γερμανίδα καγκελάριος με τον Σόιμπλε συνομιλούν κατά τη συνεδρίαση ψήφισης στη Bundestag του τρίτου πακέτου διάσωσης της Ελλάδας – Φωτ.: AP Photo/Michael Sohn
«Και οι δύο αντιμετωπίζαν την πολιτική σαν μια παρτίδα σκάκι, γεμάτη από αιφνιδιαστικά ανοίγματα, κινήσεις τακτικής και γρήγορες αποφάσεις. Αλλά χρόνια μετά, ακόμη και οι ειδικοί δεν ήταν ποτέ απολύτως σίγουροι αν έπαιζαν ο ένας με τον άλλον ή ο ένας εναντίον του άλλου. Οι δύο πολιτικοί έχουν μια μακρά ιστορία εκατέρωθεν επιθέσεων καθώς και βαθύ σεβασμό ο ένας για τον άλλον», σημειώνει παλιότερο δημοσίευμα του Spiegel.
«Η δουλειά των ονείρων του»
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανακοίνωσε το 2017 την έξοδό του από το υπουργείο Οικονομικών, για να εκλεγεί πρόεδρος της Bundestag, το δεύτερο υψηλότερο αξίωμα της χώρας, ως διάδοχος του Νόρμπερτ Λάμερτ.
«Στον ρόλο αυτό ήταν αξιοσέβαστος ως ένας από τους καλύτερους ομιλητές του κοινοβουλίου. Με το κοφτερό μυαλό του, τη βαθιά θεμελιώδη κατανόηση της γερμανικής δημοκρατίας και το χιούμορ του, διηύθυνε τις συνεδριάσεις της Μπούντεσταγκ όπως κανένας άλλος. Ο “παθιασμένος κοινοβουλευτικός” έμοιαζε να έχει βρει τη δουλειά των ονείρων του και συμφιλιώθηκε με τις ίντριγκες της εξουσίας που είχε επανειλημμένα βιώσει από κοντά», σχολιάζει η Deutsche Welle.
Πηγή: Politico/Spiegel/Financial Times/New York Times/Guardian/Deutsche Welle