ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Αντέχει τον πόλεμο η Ρωσία;

Το μέτωπο της Ουκρανίας «ροκανίζει» την ισχύ της. Πόσο της κοστίζει σε οικονομικούς, στρατιωτικούς και ανθρώπινους πόρους.

Kathimerini.gr

Βασίλης Κωστούλας

Σε ένα µήνα ολοκληρώνονται δύο χρόνια από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η διάρκεια της σύγκρουσης από µόνη της φανερώνει το τίµηµα για την επιτιθέµενη χώρα, η οποία έχει εγκλωβιστεί στη δίνη µιας δυσβάσταχτης επιχείρησης. Η Ρωσία αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις του πολέµου µε υψηλό κόστος σε χρήµατα, στρατό και ανθρώπινες ζωές, αντιµέτωπη µε συνέπειες για το µέλλον της.

Οικονομική αποδιοργάνωση

Η ρωσική οικονοµία έχει µάλλον διαψεύσει τις αρχικές προβλέψεις των ειδικών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Παρά τις συνέπειες από τις κυρώσεις της ∆ύσης, σηµειώνει θετικούς ρυθµούς ανάπτυξης. Για το 2023, το Κρεµλίνο εµφανίζει µεγέθυνση του ρωσικού ΑΕΠ άνω του 3% και το ∆ΝΤ άνω του 2%. Για το 2024, οι εκτιµήσεις είναι 2,3% και 1,1%, αντίστοιχα. Ωστόσο, το θετικό πρόσηµο στο ΑΕΠ κατά κύριο λόγο προκύπτει από την ξέφρενη κούρσα στις κυβερνητικές δαπάνες για την εξυπηρέτηση των αναγκών στο µέτωπο. Μάλιστα, το 2024 ο ρωσικός προϋπολογισµός αυξάνει δραστικά τις δαπάνες για την επιχείρηση στην Ουκρανία, διαθέτοντας περισσότερο από το 6% του ΑΕΠ – πάνω από 100 δισ. δολάρια.

Είναι ενδεικτικό ότι για τις περιοχές που έχει προσαρτήσει από την Ουκρανία το ρωσικό κράτος έχει ήδη εκταµιεύσει 18 δισ. δολάρια – και συνεχίζει. Iσως καµία άλλη περιοχή της Ρωσίας δεν έχει λάβει µεµονωµένα ανάλογο επίπεδο χρηµατοδότησης. Oµως η ρωσική κυβέρνηση σπεύδει να κατασκευάσει σπίτια και δρόµους στα προσαρτηµένα εδάφη που καταστράφηκαν κατά την εισβολή των στρατευµάτων της.

Ο δηµόσιος τοµέας, συµπεριλαµβανοµένου του στρατού, απασχολεί σήµερα σχεδόν 1 εκατ. ανθρώπους περισσότερους σε σύγκριση µε ένα χρόνο πριν, γεγονός που δηµιουργεί στρέβλωση στη ρωσική οικονοµία υπονοµεύοντας την προοπτική της. Hδη εκδηλώνεται κοινωνική δυσαρέσκεια για την υποχρηµατοδοτούµενη δηµόσια υγεία, τις αυξανόµενες ελλείψεις εργαλείων και εξοπλισµού λόγω των διεθνών κυρώσεων, αλλά και τις επενδύσεις-µαµούθ στην αµυντική βιοµηχανία.

«Η οικονοµία της Ρωσίας διατρέχει µεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι δείχνουν οι στατιστικές για την ανάπτυξη. Η υπερθέρµανση –συχνά προάγγελος της ύφεσης– είναι µια αυξανόµενη απειλή, ιδίως από τη στιγµή που οι θεσµοί οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί για τον µετριασµό των κραδασµών είτε είναι δυσλειτουργικοί είτε εξαλείφονται από τις ανάγκες του πολέµου, όπως ο δηµοσιονοµικός κανόνας και το προβλέψιµο φορολογικό σύστηµα. Καθώς ο πόλεµος είναι απίθανο να τελειώσει σύντοµα, τα οικονοµικά και χρηµατοπιστωτικά κόστη θα αυξηθούν και είναι πιθανό να “δαγκώσουν” τη Ρωσία τα επόµενα χρόνια. Η διαδικασία αυτή θα µπορούσε να επιταχυνθεί από µια µεγάλη παγκόσµια ύφεση ή µια επιβράδυνση της κινεζικής οικονοµίας, η οποία θα έπληττε σκληρά τη Ρωσία λόγω της µεγάλης εξάρτησής της από τα έσοδα που της προσφέρουν οι εξαγωγές εµπορευµάτων. Το φάντασµα ενός πικρού οικονοµικού “hangover” είναι ορατό, εκτός εάν αναδυθεί ένα νέο και βιώσιµο ρωσικό οικονοµικό µοντέλο. Αλλά αυτό παραµένει εξαιρετικά απίθανο», τονίζει στην «Κ» η Αλεξάντρα Προκοπένκο, ερευνήτρια στο Carnegie Russia Eurasia Center στο Βερολίνο, και στο Κέντρο Ανατολικοευρωπαϊκών και ∆ιεθνών Μελετών.

Το ρωσικό κράτος αυξάνει τις αµοιβές στρατιωτών και εργαζοµένων που επιστρατεύονται για τις ανάγκες του πολέµου στην Ουκρανία, γεγονός που οδηγεί την κατανάλωση. Επιπλέον, χορηγεί επιδοτούµενα στεγαστικά δάνεια, θωρακίζοντας προσωρινά τα ρωσικά νοικοκυριά από την οικονοµική πραγµατικότητα την οποία διαµορφώνει η διαχείριση της πολεµικής εκστρατείας. Ο πληθωρισµός έχει ήδη υπερβεί το 7% και τα επιτόκια όπως έχουν οριστεί από την κεντρική τράπεζα βρίσκονται στο 16%.

Οσο συνεχίζεται ο πόλεµος, η ρωσική κυβέρνηση θα πρέπει, ταυτόχρονα, να χρηµατοδοτεί τη στρατιωτική επιχείρηση, να θωρακίζει το βιοτικό επίπεδο στο εσωτερικό και να φροντίζει για τη µακροοικονοµική σταθερότητα, σε µια αποστολή η οποία θεωρείται µη βιώσιµη: ασκεί πιέσεις στα κρατικά ταµεία, αποδιοργανώνει το αναπτυξιακό µοντέλο, ωθεί τον πληθωρισµό και καλλιεργεί την κοινωνική δυσαρέσκεια.

Στρατιωτική φθορά και ανθρώπινες απώλειες

Αποχαρακτηρισµένη έκθεση πληροφοριών στις ΗΠΑ, την οποία επικαλείται το Reuters, προβαίνει στην εκτίµηση πως οι απώλειες της Ρωσίας σε πολεµικό δυναµικό και τεθωρακισµένα οχήµατα της έχουν κοστίσει 18 χρόνια στρατιωτικού εκσυγχρονισµού. Αρµόδια πηγή µεταφέρει ότι ο ρωσικός στρατός έχασε 2.200 από τα 3.100 τανκς µε τα οποία ξεκίνησε την επιχείρηση εισβολής στην Ουκρανία. Για να καλύψει το κενό, επιστράτευσε άρµατα µάχης τύπου Τ62 τα οποία κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του 1970. Ως εκ τούτου, διαθέτει πλέον µόλις 1.300 τανκς στο πεδίο της µάχης.

Αν και η Μόσχα δεν επιβεβαιώνει τις δυτικές εκτιµήσεις για τις ρωσικές απώλειες στην Ουκρανία, αµερικανικές πηγές κάνουν λόγο για 315.000 θανάτους και τραυµατισµούς στρατιωτικού προσωπικού της Ρωσίας έως σήµερα. Σηµειωτέον, η ρωσική εισβολή ξεκίνησε µε 360.000 στρατιωτικό προσωπικό τον Φεβρουάριο του 2022. Το εύρος των απωλειών φέρεται άλλωστε να οδήγησε στην επιστράτευση που κήρυξε η Ρωσία στο τέλος του 2022 για 300.000 πολίτες της. Σύµφωνα µε το βρετανικό υπουργείο Αµυνας, η Μόσχα µετράει κατά µέσον όρο 300 θύµατα την ηµέρα. Αν η τάση συνεχιστεί και το 2024, η Ρωσία θα συναντήσει απώλειες της τάξης του µισού εκατοµµυρίου από την έναρξη του πολέµου. Σηµειωτέον, εξαιτίας του πολέµου, περίπου 500.000 Ρώσοι πολίτες, κατά κύριο λόγο καταρτισµένοι, φέρεται να έχουν µεταναστεύσει στο εξωτερικό, δηµιουργώντας µάλιστα αντίστοιχα κενά στη ρωσική αγορά εργασίας.

Τελικά, κερδίζει;

«Η Ρωσία διατηρεί τις δυνάµεις της στην Ουκρανία µε µεγάλο οικονοµικό και ανθρώπινο κόστος. Εχει χάσει δεκάδες χιλιάδες ζωές και τανκς. Ακόµη ένας χρόνος µάχης θα την εξαντλήσει περαιτέρω. Εποµένως, δεν είµαι πεπεισµένος –όπως άλλοι– ότι η Ρωσία κερδίζει πραγµατικά. Το 2024 θα µπορούσε να αποδειχθεί ένα κοµβικό έτος στην ιστορία της», σχολίαζε πρόσφατα στην «Κ» ο γεωπολιτικός αναλυτής Ρόµπερτ Κάπλαν.

Η λογική υπαγορεύει ότι µία χώρα η οποία κηρύττει πόλεµο έχει προσµετρήσει στην απόφαση το κόστος που θα συνεπάγεται η στρατιωτική επιχείρηση. Στην περίπτωση της Ρωσίας, η δυτική υποστήριξη στην Ουκρανία ήταν ίσως µεγαλύτερη απ’ ό,τι θα ανέµενε κανείς, γεγονός που επιµήκυνε τον πόλεµο αυξάνοντας το τίµηµα για το Κρεµλίνο.

Τα σηµάδια κόπωσης στο δυτικό µπλοκ και οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ σε δέκα µήνες από σήµερα –µε τον Ντόναλντ Τραµπ να προηγείται στις δηµοσκοπήσεις– αναπτερώνουν το ηθικό της Ρωσίας, η οποία συνεχίζει να υπηρετεί αποφασιστικά τη στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία.

Η επένδυση στο µέτωπο, ωστόσο, έχει εξ ορισµού υψηλό τίµηµα και ο χρόνος φαίνεται να µετράει εις βάρος της, καθώς βρίσκεται αντιµέτωπη µε τις οικονοµικές, στρατιωτικές και κοινωνικές προεκτάσεις της στρατηγικής πλην αµφιλεγόµενης επιλογής της να εισβάλει στη γειτονιά της.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
Ρωσία  | 
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση