Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Προσωρινό διάλειμμα των εχθροπραξιών, που θα δώσει τη θέση του στην επόμενη, ακόμη πιο άγρια φάση του πολέμου ή πρώτο βήμα προς την ειρήνευση;
Το ερώτημα κυριαρχεί στη διεθνή σκηνή από το πρωί της Παρασκευής, οπότε άρχισε να εφαρμόζεται η εύθραυστη τετραήμερη εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς με στόχο την ανταλλαγή αιχμαλώτων (50 εκ των 237 ομήρων της ισλαμικής οργάνωσης και 150 εκ των 7.200 Παλαιστινίων κρατουμένων στις ισραηλινές φυλακές).
Παρότι και οι δύο πλευρές εμφανίζονταν αποφασισμένες να συνεχίσουν τη σύγκρουση –τουλάχιστον για δύο μήνες, σύμφωνα με τον Ισραηλινό υπουργό Άμυνας Γιόαβ Γκάλαντ– άφηναν ταυτόχρονα ανοιχτό το ενδεχόμενο να παραταθεί η εκεχειρία μέχρι και για δέκα ημέρες, ώστε να απελευθερωθούν περισσότεροι αιχμάλωτοι. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, το δεκαήμερο φαντάζει ως το πρακτικό ισοδύναμο της αιωνιότητας: στη διάρκειά του όλα μπορούν να συμβούν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμφωνία για τετραήμερη σιγή των όπλων ήταν πικρό ποτήρι για την κυβέρνηση του Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Την επομένη της 7ης Οκτωβρίου, ξεκίνησαν μια μεσαιωνικού τύπου πολιορκία της Γάζας, διακηρύσσοντας ότι δεν θα άφηναν να περάσει τίποτα –ούτε νερό, ούτε τρόφιμα, ούτε φάρμακα, ούτε καύσιμα– μέχρις ότου εξαφανίσουν και τον τελευταίο ένοπλο της Χαμάς από το πρόσωπο της Γης και απελευθερώσουν όλους τους ομήρους. Ύστερα από επτά εβδομάδες βομβαρδισμών και σχεδόν τέσσερις εβδομάδες χερσαίων επιχειρήσεων, αναγκάστηκαν να έρθουν σε συμφωνία με μια τρομοκρατική, κατ’ αυτούς, οργάνωση, έχοντας αποτύχει να βρουν και να απελευθερώσουν έστω και μία ομάδα ομήρων.
Επιπλέον, το Ισραήλ υποχρεώθηκε να επιτρέψει τη διέλευση από την Αίγυπτο στη Γάζα πολλών εκατοντάδων φορτηγών με τρόφιμα, φάρμακα, αλλά και καύσιμα, για τα οποία δεν ήθελε καν να ακούει, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Το κυριότερο, αυτή καθαυτή η διαπραγμάτευση για τη συμφωνία απέδειξε ότι, παρά το ανηλεές σφυροκόπημα, η πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της Χαμάς στη Γάζα όχι μόνον έχει μείνει ανέπαφη, αλλά και διατηρεί τη δυνατότητα να επικοινωνεί με την ανώτερη ηγεσία, που βρίσκεται στο εξωτερικό, όπως και με τους διαπραγματευτές του Κατάρ και της Αιγύπτου, προτού καθορίσει τις επόμενες κινήσεις της. Το ενδεχόμενο να αναγκαστούν αύριο οι Ισραηλινοί να απελευθερώσουν όχι μόνο γυναικόπαιδα, αλλά και στελέχη παλαιστινιακών οργανώσεων, προκαλεί βασανιστικούς συνειρμούς με το προηγούμενο του 2011: τότε η κυβέρνησή τους, προκειμένου να φέρει πίσω τον δεκανέα Γκιλάντ Σαλίτ, τον οποίο είχε αιχμαλωτίσει η Χαμάς, αναγκάστηκε να απελευθερώσει 1.027 Παλαιστινίους, μεταξύ των οποίων και τον Γιαχία Σινουάρ, σημερινό αρχηγό της οργάνωσης στη Γάζα.
Εσωτερικό ντόμινο
Ο πειθαναγκασμός του Ισραήλ σε έναν, προσωρινό μεν, πάντως επώδυνο συμβιβασμό, πρέπει να αποδοθεί κατά κύριο λόγο στον αμερικανικό παράγοντα. Παρά την ισχυρή πίεση που δεχόταν από τις οικογένειες των ομήρων, ο Νετανιάχου, όπως και η πιο σκληροπυρηνική μερίδα της στρατιωτικής ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένου του Γιόαβ Γκάλαντ, απέκρουαν την ιδέα μιας εκεχειρίας που θα ανέστελλε τη δυναμική των ισραηλινών επιχειρήσεων και θα προσέφερε δυνατότητες ανασύνταξης στη Χαμάς. Ωστόσο, η παρέμβαση των ΗΠΑ, με αιχμή του δόρατος τον διευθυντή της CIA Γουίλιαμ Μπερνς, έγειρε την πλάστιγγα στο εσωτερικό της ισραηλινής ηγεσίας υπέρ της αποδοχής της συμφωνίας, κάτι που συνιστούσαν από καιρό οι επικεφαλής της Μοσάντ και των υπηρεσιών ασφαλείας. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την περιθωριοποίηση των πιο αδιάλλακτων, όπως ο ακροδεξιός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, αποτελεί προμήνυμα σοβαρότερων πολιτικών ανατροπών. Δημοσκόπηση για λογαριασμό της ισραηλινής εφημερίδας Maariv εκτιμούσε ότι, αν γίνονταν αύριο εκλογές, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Νετανιάχου θα υφίστατο πανωλεθρία, με την εξουσία να περνάει πανηγυρικά στον εκ των ηγετών της αντιπολίτευσης Μπένι Γκαντς.
Παρότι για μεγάλο διάστημα, μετά την 7η Οκτωβρίου, ο Τζο Μπάιντεν εμφανιζόταν, τουλάχιστον στις δημόσιες δηλώσεις του, να δίνει λευκή επιταγή στον Νετανιάχου, το τελευταίο διάστημα σκλήρυνε τη στάση του – και είχε καλούς λόγους γι’ αυτό. Οι εκατόμβες στη Γάζα, όπου έχει ήδη καταστραφεί εν μέρει ή ολοσχερώς το 58% των κτιρίων, και ιδιαίτερα η επιδρομή του ισραηλινού στρατού στο Αλ Σίφα και σε άλλα νοσοκομεία, προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή και βάθυναν το ρήγμα μέσα στο ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα, λίγο προτού ξεκινήσει η δύσκολη εκστρατεία για την επανεκλογή του Αμερικανού προέδρου. Η οργή στους αραβικούς δρόμους ασκεί εντεινόμενη πίεση στις κυβερνήσεις, με τυπικό παράδειγμα την Ιορδανία, η οποία έστειλε στρατεύματα στα σύνορα με τη Δυτική Οχθη και προειδοποίησε, διά στόματος του πρωθυπουργού Μπισέρ Κασαουνέχ, ακόμη και με ακύρωση της συνθήκης ειρήνης με το Ισραήλ. Στο μεταξύ, η ομαλοποίηση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ, την οποία διακαώς επιθυμούν οι Αμερικανοί, έχει μπει στο συρτάρι, ενώ η Ουκρανία είναι η μεγάλη «παράπλευρη απώλεια» της σύγκρουσης Ισραήλ – Χαμάς, που μονοπωλεί το διεθνές ενδιαφέρον. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον μένει εκτεθειμένη για πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών, καθώς καυτηριάζει για εγκλήματα πολέμου τη Ρωσία, αλλά επιτρέπει στο Ισραήλ να διαπράττει εκατονταπλάσια, αναλογικά, εγκλήματα στη Γάζα.
Ώρα αποφάσεων
Όλα δείχνουν ότι η ώρα των κρίσιμων αποφάσεων πλησιάζει για όλους τους πρωταγωνιστές του δράματος. Εάν εφαρμοστεί η τετραήμερη εκεχειρία και, ακόμη περισσότερο, αν παραταθεί μέχρι και για δέκα ημέρες, το Ισραήλ θα βρεθεί υπό τεράστια πίεση όταν επανέλθει στις πολεμικές επιχειρήσεις, κυνηγώντας τον –για πολλούς ανέφικτο– στόχο να εξοντώσει ολοκληρωτικά τη Χαμάς, κάτι που θα σημάνει επέκταση της χερσαίας εισβολής στη νότια Γάζα και μετατροπή ολόκληρης της Λωρίδας σε σωρό ερειπίων. Ανώτεροι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης εκμυστηρεύονταν στους New York Times ότι θα έβλεπαν με καλό μάτι τη μετατροπή της προσωρινής εκεχειρίας σε μόνιμη ειρήνευση και την επέκτασή της στο βόρειο μέτωπο του Λιβάνου, που διατηρεί ανοιχτό η Χεζμπολάχ.
Τα 4 «όχι» του προέδρου
Με άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην Washington Post της περασμένης Κυριακής, ο Τζο Μπάιντεν χάραξε τις δικές του κόκκινες γραμμές για την επόμενη ημέρα του πολέμου: όχι κατοχή της Γάζας από το Ισραήλ, όχι μείωση της έκτασης της Λωρίδας, όχι εκτοπισμός των Παλαιστινίων, όχι συνέχιση του αποκλεισμού, πέρασμα της διοίκησης της Λωρίδας σε μια «ενισχυμένη» Παλαιστινιακή Αρχή ύστερα από μια μεταβατική περίοδο, όπου θα κληθούν να παίξουν ρόλο ο ΟΗΕ και αραβικά κράτη. Παράλληλα, ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ, η χώρα του οποίου ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία της Ε.Ε., κάλεσε σε διεθνή διάσκεψη για την πολιτική επίλυση του Παλαιστινιακού στη βάση των δύο κρατών, κάτι ανάλογο με τη διάσκεψη της Μαδρίτης, του 1991, που άνοιξε το δρόμο για τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Οσλο.
Παρ’ όλα αυτά, ο σκεπτικισμός είναι εύλογος. Όπως έγραφαν οι Financial Times στο κύριο άρθρο της Παρασκευής: «Μέχρι να σταματήσει ο βομβαρδισμός της Γάζας, είναι αδύνατο να αντιληφθούμε τι θα έχει απομείνει, τελικά, από τη Λωρίδα. Οι συζητήσεις σε δυτικές πρωτεύουσες για την “επόμενη ημέρα” δεν επιτρέπεται να αποπροσανατολίζουν από το τι συμβαίνει σήμερα στη Γάζα και στον λαό της. Αν το Ισραήλ συνεχίσει τον ίδιο δρόμο, δεν θα αφήσει τίποτε άλλο από νεκρή γη, όπου θα ριζώσουν εύκολα τα φύτρα της επόμενης κρίσης».