Kathimerini.gr
Ιωάννα Μπρατσιάκου Ελβίρα Κρίθαρη
Στο ρεπορτάζ συνεισέφεραν η Αλεξία Καλαϊτζή και η Μαρίνα Καρπόζηλου.
Με τις γροθιές του χτυπάει το κίτρινο κοντέινερ που φέρει τα διακριτικά του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Ο νέος άντρας έχει μόλις πληροφορηθεί ότι ο αδερφός του δεν βρίσκεται ανάμεσα στους 76 επιζώντες, που μεταφέρθηκαν την Παρασκευή από το λιμάνι της Καλαμάτας στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης της Μαλακάσας. Το μεσημέρι της Κυριακής κανείς δεν δίνει σημασία στη βροχή που πυκνώνει καθώς άνθρωποι καταφθάνουν από κάθε άκρη της ευρωπαϊκής ηπείρου με την αγωνία να βρουν πίσω από τα τουρνικέ του κέντρου ταυτοποίησης, τους δικούς τους.
Μέσα και έξω από τους οικίσκους της δομής επικρατούν οι ίδιες συζητήσεις. Οι λεπτομέρειες του ταξιδιού που έκανε το αλιευτικό σκάφος Andrianna από την Αίγυπτο μέχρι να παραλάβει στις 10 Ιουνίου από το Τομπρούκ της Λιβύης το ακριβό του «φορτίο», διαφέρουν ανάλογα με την περίσταση. Η οικογένεια ενός 13χρονου αγοριού πίστεψε ότι το στέλνει «σε μια καλύτερη ζωή με VIP καράβι», κάποιο δήθεν αξιόπλοο επιβατηγό και γι’ αυτό πλήρωσε ακριβότερο ναύλο, 8000 ευρώ. Άλλοι λένε πως οι δικοί τους στην θέα του σαπιοκάραβου δίστασαν να μπουν, αλλά οι διακινητές τους ανάγκασαν. Το βέβαιο είναι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, πως ήδη από το ξεκίνημά του, το ταξίδι έγινε εφιαλτικό για τους εκατοντάδες επιβαίνοντες του σκάφους που βυθίστηκε 47 ν.μ. νοτιοδυτικά της Πύλου.
Η «Κ» συνομίλησε με τρεις από τους επιζώντες που βρίσκονται στη δομή της Μαλακάσας μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες ταυτοποίησής τους και κατάθεσης αιτήματος ασύλου. «Κανέναν δεν μπόρεσα να βοηθήσω», λέει ένας από αυτούς. «Το μόνο που φώναξα (όταν πια βυθιζόμαστε) ήταν “βγάλτε τα ρούχα σας”, γιατί ήξερα ότι όταν είσαι στη θάλασσα αυτό θα σε βοηθήσει. Αλλά δεν βοήθησα κανέναν […] Ακόμα ακούω τις φωνές τους στο κεφάλι μου».
«Από την αρχή τα πράγματα δεν ήταν φυσιολογικά»
Υπήκοος Συρίας που επέβαινε στο κατάστρωμα του σιδερένιου αλιευτικού περιέγραψε στην «Κ» ότι τα προβλήματα με τη μηχανή του σκάφους ξεκίνησαν ήδη από τη δεύτερη ημέρα του ταξιδιού. «Πήρε επτά – οκτώ ώρες να τη φτιάξουμε, ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε το ταξίδι» είπε, προσθέτοντας ότι πολύ γρήγορα εξαντλήθηκαν και οι προμήθειες. «Από τη δεύτερη μέρα το νερό τελείωσε, το φαγητό τελείωσε. Το πλοίο, επειδή μετέφερε πάρα πολύ κόσμο, πήγαινε αριστερά-δεξιά, αριστερά-δεξιά. Από την αρχή τα πράγματα δεν ήταν φυσιολογικά. Όμως αρχίσαμε να νιώθουμε φόβο όταν τελείωσε το φαγητό και το νερό», λέει. «Την τρίτη μέρα (σ.σ. τη Δευτέρα), ξεκίνησε κόσμος να λιποθυμάει από την πείνα και τη δίψα» συμπληρώνει ένας ομοεθνής του.
Το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης του Λιμενικού Σώματος – ΕΛ.ΑΚΤ, ειδοποιήθηκε περίπου στις 11.00 της Τρίτης 13 Ιουνίου. Στις 15:35 εντοπίστηκε το αλιευτικό σκάφος από το ελικόπτερο του Λιμενικού να πλέει, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, «με σταθερή πορεία και ταχύτητα έχοντας ικανό αριθμό ατόμων στα εξωτερικά καταστρώματα αυτού». Οι μαρτυρίες των διασωθέντων ωστόσο, υπογραμμίζουν τα μηχανολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε -μεταξύ άλλων- το σκάφος ήδη από τις 11 Ιουνίου.
«Τους Πακιστανούς τους είχαν βάλει κάτω, για να δουλεύουν στον κινητήρα, να βάζουν βενζίνη και να είναι 20 άτομα εδώ, 20 άτομα εκεί, ώστε να μοιράζεται το βάρος», λέει ένας από τους τρεις στην «Κ». Οι υπήκοοι Πακιστάν ήταν κρυμμένοι, «γιατί αν το λιμενικό βλέπει Πακιστανούς δεν βοηθάει». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το πλήθος του κόσμου -ως επί το πλείστον Σύροι, Πακιστανοί και Αιγύπτιοι- ήταν μοιρασμένο σε τρια διαφορετικά επίπεδα. Στο μεσαίο επίπεδο, μέσα στα ψυγεία για τα ψάρια και γύρω στους διαδρόμους ήταν οι γυναίκες και κάποια από τα παιδιά. «Αγκαλιά ήταν ο ένας με τον άλλον, δεν μπορούσες να βάλεις δίπλα ούτε μια σακούλα», λέει ο ίδιος άνθρωπος.
Η ανατροπή του σκάφους
Οι εκκλήσεις για βοήθεια απέφεραν αρχικά μερικά μπουκάλια με νερό από παραπλέοντα πλοία που η ρίψη τους στο αλιευτικό σκάφος προκάλεσε εντάσεις μεταξύ των επιβαινόντων. «Το απόγευμα ήρθε ένα ελληνικό καράβι και πέταξε νερά. Από τον τρόπο που τα έριξαν, ξεκίνησε ο καθένας να τρέχει αριστερά και δεξιά και κουνήθηκε το πλοίο. Ο ένας ανέβαινε πάνω στον άλλον», περιγράφει στην «Κ» ένας από τους τρεις διασωθέντες. «Σκέψου τόσα άτομα να τσακώνονται για μια εξάδα νερό. Άρχισε να γέρνει όλο το πλοίο. Τότε (ακόμα) δούλευε ο κινητήρας, αλλά ήμασταν χαμένοι. Δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν. Ο καπετάνιος είχε σταματήσει από την προηγούμενη ημέρα».
Ο ίδιος αναφέρεται και σε επικοινωνία μέσω δορυφορικού τηλεφώνου. «Τους πήραν με το δορυφορικό τηλέφωνο (αδιευκρίνιστο αν εννοεί το ελληνικό λιμενικό) και τους είπαν “ερχόμαστε 21.00 με 21.30 να σας πάρουμε. Πράγματι ήρθαν στις 21.30 και τότε το τράβηξαν πρώτη φορά αλλά δεν τα κατάφεραν. Από μακριά ρίξανε ένα σχοινί, χωρίς να κατέβει κάποιος. Την πρώτη φορά το έδεσε ένας Αιγύπτιος, αλλά έφυγε γιατί δεν το έδεσε καλά».
Οι αφηγήσεις των τριών διασωθέντων στην «Κ» συγκλίνουν ως προς την αίσθηση ότι έγιναν απόπειρες ρυμούλκησης του σκάφους. «Προσπάθησαν να μας πάνε προς την Ιταλία», λέει ο ένας. «Στη βάρκα μας λέγανε ότι (το ελληνικό λιμενικό) θα μας βοηθήσει να πάμε προς την Ιταλία, αλλά δεν είμαστε σίγουροι», προσθέτει ο δεύτερος που μεταφέρει με επιφύλαξη όσα συζητιούνται από τους διασωθέντες αυτές τις μέρες.
Η ανατροπή του σκάφους, σύμφωνα με τους επιζώντες, συμβαίνει λίγο μετά από δεύτερη ρίψη του σχοινιού και επιτυχημένη πρόσδεσή του στο αλιευτικό. Ένας από τους διασωθέντες περιγράφει αναταραχή στο νερό που προκαλείται από το σκάφος του λιμενικού και την αποπειραθείσα ρυμούλκηση. «Υπήρχε ένα κύμα, που πήγαινε και ερχόταν και τραβούσαν το πλοίο μέσα σε αυτό. Το τράβηξαν για δυο-τρία λεπτά δυνατά και όλοι σφύριξαν να σταματήσουν. Και δεν μας άκουσαν. Σφύριζαν όλοι και έκαναν νόημα να σταματήσει το λιμενικό να τραβάει. Γιατί τραβούσαν δυνατά και δημιουργούνταν όλα αυτά τα κύματα (και το πλοίο μπάταρε)», λέει. Άλλος προσθέτει: «Τα πρώτα λεπτά προχωρήσαμε (προσδεδεμένοι στο σκάφος του λιμενικού), όμως στη συνέχεια το λιμενικό έστριψε δεξιά και έτσι γύρισε το πλοίο». Ο πρώτος συνεχίζει: «Όταν γύρισε η βάρκα επί τόπου το λιμενικό έκοψε το σχοινί και προχώρησε μόνο του μπροστά. Απομακρύνθηκε και εμείς όλοι φωνάζαμε. Μετά από 10 λεπτά γύρισαν με μικρά σκάφη για να πάρουν κόσμο, αλλά δεν έφτασαν εκεί που ήταν το σκάφος, πήραν μόνο όσους είχαν κολυμπήσει και απομακρυνθεί». Ένας από τους τρεις εκτιμά πως το Λιμενικό ήθελε να τους βοηθήσει. «Έως τις 08.00 το πρωί μάζευε κόσμο (από τη θάλασσα)», λέει.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Κ», το Σαββατοκύριακο έδωσαν συμπληρωματικές καταθέσεις εννέα διασωθέντες που εξετάστηκαν ως μάρτυρες από την Ασφάλεια του Λιμεναρχείου Καλαμάτας. Με μικρές διαφοροποιήσεις υποστήριξαν ότι το ναυάγιο προκλήθηκε όταν το ελληνικό πλοίο έδεσε με σχοινί το αλιευτικό και προσπάθησε να το τραβήξει. Στελέχη του Λιμενικού που κλήθηκαν να σχολιάσουν το περιεχόμενο των συμπληρωματικών καταθέσεων, είτε απέφυγαν να τοποθετηθούν είτε απέδωσαν τις νέες αναφορές σε σκοπιμότητες. «Γιατί δεν το είπαν στις πρώτες καταθέσεις τους;» αναρωτήθηκε στέλεχος του Σώματος, ενώ άλλη πηγή σημείωσε ότι το συγκεκριμένο πλωτό του Λιμενικού, λόγω τεχνικών χαρακτηριστικών του, δεν έχει δυνατότητα ρυμούλκησης.
«Βοηθήστε μας να συνεχίσουμε το ταξίδι μας»
Οι επιζώντες του φονικού ναυαγίου στα βαθιά νερά της Μεσογείου που μίλησαν στην «Κ» έχουν πλέον επικοινωνήσει με τους δικούς τους. «Η γυναίκα μου είχε πεθάνει 100 φορές μέχρι να μάθει ότι είμαι ζωντανός», λέει ένας εκ των διασωθέντων. Κάποιοι συγγενείς ταξίδεψαν από πολύ μακριά για να διαπιστώσουν ότι η τύχη τους χαμογέλασε θριαμβευτικά. Οι γονείς ενός από τους τρεις, τον εντόπισαν ταλαιπωρημένο στις πρώτες φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κύκλωσαν το θολό του πρόσωπο ανάμεσα σε αυτά των υπολοίπων που μεταφέρθηκαν τις πρώτες ώρες στην αποθήκη του λιμανιού της Καλαμάτας, για να δείξουν στις Αρχές ποιος είναι ο γιος που ψάχνουν. Οι φωτογραφίες σε ορισμένες περιπτώσεις αναπτέρωσαν το ηθικό των ανθρώπων, που πίστεψαν ότι είδαν ζωντανούς αυτούς που χάθηκαν για πάντα.
Ο Ιμάντ από τη Συρία, δείχνοντας από το κινητό του τηλέφωνο τη φωτογραφία ενός ανήλικου διασωθέντα όπως τον αποτύπωσε ο φακός του φωτορεπόρτερ του InTime Γιάννη Λιάκου, πιστεύει πως έχει ατράνταχτες αποδείξεις ότι ο μικρός του ανιψιός που επέβαινε μαζί με άλλον συγγενή του στο πλοίο, είναι ζωντανός. «Αν αυτή η φωτογραφία έχει τραβηχτεί μετά το ναυάγιο, τότε έχει σωθεί το παιδί», λέει. Χαμένος στην μετάφραση των διαδικασιών αναγνώρισης που όπως διαπίστωσε η «Κ» δεν είναι ούτε απλές, ούτε άμεσες, ο Ιμάντ τριγυρνάει από την Καλαμάτα ως τη Μαλακάσα σε αναζήτηση του μικρού παιδιού. Στο ΚΥΤ Μαλακάσας ενημερώνεται ότι τα πέντε ανήλικα άτομα που έφτασαν εκεί την Παρασκευή, έχουν μεταφερθεί σε άλλες δομές για τις οποίες κανείς από τους υπαλλήλους της δομής δεν έχει ακριβή ενημέρωση. Αργότερα, υπάλληλος του Υπουργείου Μετανάστευσης τον ενημερώνει ότι υπάρχουν ακόμα τρεις νοσηλευόμενοι ανήλικοι στο νοσοκομείο της Καλαμάτας, απ’ όπου όμως ο Ιμάντ είχε νωρίτερα την ίδια μέρα αποχωρήσει, γιατί, όπως λέει, η διοίκηση τον ενημέρωσε ότι «ο μικρότερος νοσηλευόμενος είναι 31 ετών». Μέχρι το βράδυ της Κυριακής ο Ιμάντ δεν είχε καταφέρει -παρά τη βοήθεια που έχει λάβει και από Έλληνες- να ενημερωθεί για το πώς μπορεί να αναζητήσει τον ανήλικο αγνοούμενό του. Οι γραμμές που το Υπουργείο Μετανάστευσης έχει δώσει για την ενημέρωση, δεν λειτουργούν το απόγευμα της Κυριακής. «Μπορεί το παιδί να ζει, να έχει γράψει λάθος το όνομά του και να μην μπορούν να το ταυτοποιήσουν μόνο με το όνομα», λέει. «Ο πατέρας του είναι στο νοσοκομείο στη Συρία (από την στεναχώρια), η μάνα του -δεν μπορώ να σου πω τώρα πώς είναι η μάνα του».
Το ταξίδι του Ιμάντ για την Ελλάδα ξεκίνησε από τη Σουηδία, όπου διαμένει. Στο αεροδρόμιο της Κοπεγχάγης, περιμένοντας με έναν φίλο του την ανταπόκριση για την Αθήνα, μιλάει δυνατά για το ναυάγιο και γίνεται αντιληπτός από τον ομοεθνή του Α. που ταξιδεύει για τον ίδιο λόγο -για να αναζητήσει στην Ελλάδα τον 41χρονο αδερφό του, που επίσης πραγματοποιούσε τον μοιραίο διάπλου της Μεσογείου. «Ήμασταν 10 αδέρφια, στον πόλεμο στην Συρία σκοτώθηκαν τα δύο και μείναμε οκτώ. Και τώρα ήρθα να δω αν έχουμε μείνει επτά», λέει στην «Κ» ξέπνοα, από την κούραση και την αγωνία. Ο Α. περιγράφει το ταξίδι του αδερφού του, που έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, ως την απέλπιδα προσπάθεια για πρόσβαση σε φαρμακευτική περίθαλψη στην Ευρώπη και καλύτερη δουλειά. Η φαρμακευτική αγωγή για την ασθένειά του δεν είναι διαθέσιμη στη Συρία ακόμα και επί πληρωμή και στην Λιβύη όπου δούλεψε για δύο χρόνια τα χρήματα δεν επαρκούσαν για να στέλνει και στην οικογένειά του. «Αν μου το έλεγε πιο πριν ότι σκόπευε να διασχίσει τη Μεσόγειο, θα τον απέτρεπα», λέει ο Α. στην «Κ», «γιατί ξέρω πώς είναι τα ταξίδια αυτά, έτσι πέρασα κι εγώ στην Ευρώπη».
Ο Α. που πέρασε από την Τουρκία στην Ελλάδα δια θαλάσσης και ύστερα από την Πάργα στην Ιταλία, τις χρονιές των μεγάλων μεταναστευτικών ροών μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία, λέει ότι όλοι θέλουν να φτάσουν στην Ιταλία γιατί «από εκεί με 300 ευρώ μπορείς να φτάσεις στη Νορβηγία. Και δεν χρειάζεσαι διακινητές. Ενώ στην Ελλάδα θέλεις 4000 ευρώ για τους διακινητές προκειμένου να βρεθείς στην Ευρώπη». Η Ιταλία και όχι η Ελλάδα ήταν η πολυπόθητη στεριά και των 750 ανθρώπων που επέβαιναν στο Adrianna. Και συνεχίζει να είναι για τους διασωθέντες που μίλησαν στην «Κ». «Δεν θέλουμε να μείνουμε στην Ελλάδα», λένε. «Η οικογένειά μου είναι στη Συρία και αν μείνω στην Ελλάδα θα μου πάρει τρία χρόνια για να τους φέρω εδώ. Επέζησα για την οικογένειά μου. Βοηθήστε μας να συνεχίσουμε το ταξίδι μας».