Kathimerini.gr
Γιώργος Λιάλιος
Στα όριά τους βρίσκονται πλέον τα αντιπλημμυρικά έργα στις ελληνικές πόλεις. Eμπειροι μελετητές εκτιμούν ότι τα περιθώρια για βελτιώσεις μέσα σε ήδη χτισμένες περιοχές είναι πλέον πολύ περιορισμένα και ότι το στοίχημα μεταφέρεται στην «προσαρμογή» του ήδη δομημένου περιβάλλοντος. «Κλειδί» για την προστασία των υποδομών είναι οι τακτικοί τους έλεγχοι, σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, που συνήθως γνωρίζουν τα προβλήματα.
«Ο Βόλος ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Πρόκειται για ένα αληθινά ακραίο γεγονός. Ακόμη κι αν όλα λειτουργούσαν σωστά, δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί οι καταστροφές. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τέτοιους όγκους νερού», εξηγεί ο Χρήστος Δαμβέργης, υδραυλικός μηχανικός με εμπειρία τεσσάρων δεκαετιών στη μελέτη και κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων. «Υπάρχουν βέβαια και κακοτεχνίες. Εχω δει αγωγό με ανάποδη κλίση, με αποτέλεσμα να παγιδεύεται το νερό. Εχω δει κακά υλικά, να μπαίνουν ραγισμένοι σωλήνες ή όταν τοποθετούνται να μην πατούν καλά στο έδαφος και να «κάθονται» μετά από λίγο καιρό και να σπάνε. Ομως, δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το βασικότερο πρόβλημα. Ενα πρώτο θέμα είναι ότι όλα τα αντιπλημμυρικά δίκτυα είναι παλιά. Κάποιες διευθετήσεις μεγάλων ποταμών ξεκίνησαν πριν από έναν αιώνα, όπως λ.χ. ο Κηφισός στην Αττική. Τα έργα αυτά είναι παλιά και θέλουν καλή συντήρηση και έλεγχο. Το θέμα είναι ότι επειδή πολλά έργα είναι υπόγεια, μπορεί τα προβλήματα να μη φαίνονται. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τα αφήνεις στην τύχη τους. Το ότι είναι παλιά τα έργα δεν σημαίνει ότι είναι άχρηστα».
Ενα άλλο ζήτημα είναι η ανάγκη για ταχεία αποκατάσταση έπειτα από μια καταστροφή. «Η αποκατάσταση γίνεται “στο πόδι”. Θυμάμαι, μετά τις φωτιές του 2007 μας φώναξαν να κάνουμε κάποια πολύ πρόχειρα έργα στην Πάρνηθα, για να συγκρατήσουν τα χώματα τον πρώτο χειμώνα. Αν πάτε σήμερα θα δείτε ότι τα έργα αυτά έχουν γίνει ρημάδια. Ομως, αυτά δεν είχαν φτιαχτεί για να αντέξουν 20 χρόνια. Το ίδιο γίνεται λ.χ. και με τους δρόμους. Να τους επισκευάσουμε γρήγορα, να αποκατασταθεί η κυκλοφορία και μετά “άντε γεια”. Κι έτσι βλέπουμε δρόμους και γεφύρια να καταστρέφονται λίγα χρόνια αφότου ανακατασκευάστηκαν».
Το κυριότερο πρόβλημα στις πόλεις, όμως, είναι το αυτονόητο: η επέκτασή τους. «Αυτό είναι ένα λεπτό σημείο. Στην Αττική και σε όλες τις μεγάλες πόλεις έχουμε αντικαταστήσει το χώμα με τσιμέντο, δεν απορροφάται το νερό από το έδαφος. Ολο το νερό της βροχής οδηγείται στους αγωγούς ομβρίων και από εκεί στα ποτάμια ή στη θάλασσα. Ομως τα μεγάλα ποτάμια στις πόλεις είναι διευθετημένα: αυξάνεις τις παροχές του νερού που καταλήγουν σε αυτά, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να αυξήσεις την παροχετευτικότητά τους. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Ο Κηφισός στην Αττική ξεκίνησε να φτιάχνεται το 1930 και η τελευταία επέμβαση έγινε το 2004 με τα ολυμπιακά έργα. Δέχεται ένα μεγάλο μέρος από τα όμβρια ύδατα του λεκανοπεδίου, σε αυτόν καταλήγουν πολλά ρέματα. Το ρέμα της Εσχατιάς ξεκίνησε να διευθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τελειώνει τώρα, 35 χρόνια μετά. Οταν το έργο τελειώσει και ενωθεί το ρέμα της Εσχατιάς με τον Κηφισό, τότε αυτός θα δεχθεί όλο το νερό που διαχέεται σήμερα στο Μενίδι. Τότε θα δοκιμαστεί πραγματικά ο Κηφισός, ο οποίος βρίσκεται ήδη στα όριά του. Αυτή είναι η κατάσταση στις πόλεις. Δείτε το Θριάσιο: κάποτε ήταν χωράφια, τώρα όλα είναι αποθήκες logistics. Δεν έχει κάποιο σοβαρό αντιπλημμυρικό έργο – αντίθετα ο καθένας έχει κάνει και μια περιτοίχιση για να μην πνιγεί ο ίδιος, ρίχνει τα νερά λίγο παρακάτω. Για εμένα, αυτή είναι η επόμενη περιοχή στην Αττική που θα έχει σοβαρά προβλήματα».
Ακραία κατάσταση
«Η κατάσταση στη Θεσσαλία είναι εξαιρετικά ακραία. Δεν νομίζω ότι υπάρχει έργο που θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Εδώ βλέπουμε ολόκληρο τον Θεσσαλικό Κάμπο να έχει μετατραπεί σε λίμνη», λέει ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος, πολιτικός μηχανικός με ειδίκευση στα υδραυλικά έργα και 47 χρόνια εμπειρίας. «Ο Βόλος είναι μια άλλη ιστορία γιατί εδώ και πολλά χρόνια έχουν γίνει πολλές αλχημείες σε σχέση με τα ποτάμια. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται παντού. Πρώτα φτιάξαμε τις πόλεις μας και μετά κοιτάμε πού θα πάνε τα νερά. Επιπλέον, οι βροχοπτώσεις δεν είναι όπως παλιά, οι ποσότητες νερού είναι πολύ μεγάλες σε μικρό χρόνο, οι παροχές στα ρέματα και τα ποτάμια είναι πολύ μεγάλες. Πώς απαντάμε εμείς σε αυτά; Με μεσοβέζικες καταστάσεις. Τόσα χρήματα έχουμε, τόσα θα κάνουμε».
Σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, το μεγαλύτερο λάθος στις πόλεις είναι η συνεχιζόμενη «σφάλιση» του εδάφους. «Δείτε την περιοχή των Μεσογείων. Ολη η περιοχή ανάμεσα στο αεροδρόμιο και το μεγάλο ρέμα της Ραφήνας είχε κάποτε αμπέλια, δένδρα, καλλιέργειες. Τώρα είναι όλο σπίτια και βιοτεχνίες. Ολα τα οικόπεδα ασφαλτοστρώθηκαν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος μας και κανένας δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό. Δεν μπορείς να κάνεις πολλά από νέα έργα. Τι να κάνεις όταν όλο το νερό καταλήγει στο δίκτυο ομβρίων; Τι να κάνεις όταν ένα ποτάμι πρέπει να έχει πλημμυρική ζώνη 25 μέτρα και δεν μπορείς να απαλλοτριώσεις ούτε τα 5 μέτρα εκατέρωθεν λόγω κόστους;».
Πολύ χρήμα, λίγη προβολή
Τα δεινά των αντιπλημμυρικών έργων είναι πολλά. «Τα έργα αυτά είναι πολύ ακριβά και δεν έχουν προβολή, οι πολιτικοί τα βλέπουν σαν να θάβουν εκατομμύρια», λέει ο κ. Δαμβέργης. «Η πίεση από την έλλειψη πόρων είναι μεγάλη, βρίσκεσαι συνεχώς σε ένα παζάρι ώστε να φέρεις τις προδιαγραφές των έργων στο ύψος της χρηματοδότησης», προσθέτει ο κ. Σωτηρόπουλος.
Οι δύο έμπειροι μελετητές συμφωνούν ότι, ειδικά για τις πόλεις, είναι πλέον μονόδρομος η αναζήτηση τρόπων μείωσης της απορροής υδάτων τις κρίσιμες ώρες. «Κατ’ αρχάς χρειάζονται μικρά, τοπικά έργα που να ψαλιδίζουν την πλημμυρική παροχή και να λειτουργούν υπέρ του εμπλουτισμού του υδροφορέα», τονίζει ο κ. Σωτηρόπουλος. «Πρέπει να κάνουμε πόλεις-σφουγγάρια», τονίζει ο κ. Δαμβέργης. «Να χρησιμοποιούμε διαπερατά υλικά, να σταματήσουμε το τσιμέντωμα όλων των επιφανειών».