Kathimerini.gr
Γιάννης Παπαδόπουλος
Κινητοποιήθηκε μόλις είδε καπνό, έσπευσαν πυροσβεστικές δυνάμεις στο σημείο, αλλά η φωτιά πήρε γρήγορα «διαστάσεις τρέλας». «Να βλέπεις να καίγεται το πεύκο και να πετάγονται τα κουκουνάρια 30 και 40 μέτρα μακριά, σαν χειροβομβίδες», λέει ο Χρήστος Λίγγος, δασοφύλακας εδώ και 17 χρόνια στα Δερβενοχώρια.
Περιγράφει ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε το απόγευμα της Δευτέρας μέσα στο δάσος, στα 15 μέτρα μακριά από αγροτοδασικό δρόμο, νότια του χωριού Πάνακτος Βοιωτίας. Κατέκαψε πρώτα πουρνάρια και προχώρησε γρήγορα σε συμπαγές, παρθένο δάσος χαλεπίου πεύκης.
Με τη συνδρομή του ανέμου πέρασε σε σημεία που δεν είχαν καθαριστεί από καύσιμη ύλη, «πυριτιδαποθήκες» όπως τις αποκαλεί ο δασοφύλακας, και ξέφυγε. Μπήκε στην Αττική, έφθασε μέχρι τη Μάνδρα και για τρίτη ημέρα χθες συνέχιζε απτόητη το καταστροφικό της έργο, υπό τον φόβο μην επεκταθεί και στην Πάρνηθα.
Σύμφωνα με την Πυροσβεστική, η πρώτη ειδοποίηση για τη φωτιά στα Δερβενοχώρια έφθασε στις 17.08 της 17ης Ιουλίου και στις 17.13 καταγράφηκε η άφιξη του πρώτου οχήματος από το κλιμάκιο της περιοχής. Βάσει της ίδιας ενημέρωσης, ακολούθησαν δύο λεπτά αργότερα άλλα δύο πυροσβεστικά οχήματα.
Δεν έχει διευκρινιστεί στην «Κ» τι εικόνα συνάντησαν, για πόση ώρα μπορεί να έκαιγε ήδη η φωτιά πριν από το πρώτο σήμα, ή πώς επιχείρησαν στο πεδίο να αντιμετωπίσουν τις φλόγες, η πυρκαγιά πάντως ξέφυγε. «Πήρε μεγάλες διαστάσεις σε χρόνο-μηδέν και μέχρι σήμερα δεν μπορούμε να τη θέσουμε υπό έλεγχο, κάνει συνέχεια αναζωπυρώσεις», λέει ο κ. Λίγγος.
«Σβήναμε ένα μέτωπο και φούντωνε ξανά, αυτή η δουλειά γινόταν συνεχώς», παρατηρεί πυροσβέστης που έχει εικόνα των επιχειρήσεων. «Αλλαζε και η φορά του ανέμου και μετέφερε τη φωτιά αλλού», προσθέτει. «Ξεκίνησε σε άκαυτο δάσος, υπήρχαν λίγες προσβάσεις, απέκτησε μεγάλη ένταση και δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί μετά», λέει στην «Κ» υψηλόβαθμος αξιωματικός της Πυροσβεστικής.
Στην ευρύτερη περιοχή η τελευταία μεγάλη φωτιά εκδηλώθηκε το 2016. Τότε, οι εναλλαγές στις διευθύνσεις των ανέμων, το ανάγλυφο του εδάφους και το περιορισμένο οδικό δίκτυο διεύρυναν την περίμετρό της. Εκαιγε για 72 ώρες και τέθηκε υπό έλεγχο μόλις ξέσπασε μια σφοδρή καλοκαιρινή καταιγίδα.
Ο κ. Λίγγος θυμάται ότι τότε είχαν δοθεί άδειες σε κατοίκους για να καθαρίσουν τα καμένα, υπήρχαν όμως και σημεία δυσπρόσιτα τα οποία φαίνεται ότι δεν αγγίχτηκαν. Για φέτος η Μαργαρίτα Μαρίνου, δασολόγος στο Δασαρχείο Θηβών, παρατηρεί ότι υπήρχε συσσωρευμένη καύσιμη ύλη. Οι βροχές του Ιουνίου είχαν συμβάλει σε αυτό, ενώ όπως λέει η ίδια ο καύσωνας των προηγούμενων ημερών και ο αέρας δημιούργησαν πιο ευνοϊκές συνθήκες εξάπλωσης μιας πυρκαγιάς.
Στο δάσος υπήρχαν ήδη δέντρα μεγάλης ηλικίας και είχε κριθεί ότι έπρεπε να γίνει καθαρισμός. Φέρεται να είχαν γίνει φέτος ενέργειες για την ένταξη της περιοχής σε σχετικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με πληροφορίες, όμως, μέχρι τη φωτιά ο καθαρισμός του δάσους δεν φαίνεται να προχώρησε.
Απόγνωση μπροστά στον όλεθρο που άφησε πίσω της η φωτιά. [EPA / ORESTIS PANAGIOTOU]
Η πυρκαγιά που ακόμη καίει στα Δερβενοχώρια κατέστρεψε και το φυσικά αναγεννημένο δάσος της περιοχής. «Ηρθαν και εναέρια μέσα, πολέμησαν, αλλά ήταν τέτοια η ώρα που μπήκε η φωτιά που δεν είχαν μπροστά τους μέρα.
Νύχτωσε και άντε να την πιάσεις μετά», λέει ο κ. Λίγγος. Η διάσπαση των δυνάμεων στα τρία μεγάλα μέτωπα που είχαν προηγηθεί σε κατοικημένες περιοχές σε Κουβαρά και Λουτράκι και στο Καπαρέλλι Βοιωτίας στις 17 Ιουλίου ήταν ακόμη ένας παράγοντας που σύμφωνα με πρώην και εν ενεργεία στελέχη της Πυροσβεστικής συνέτεινε στο να χαθεί ο έλεγχος στα Δερβενοχώρια.