Γιάννης Παπαδόπουλος
Οι πρώτες καταγγελίες έφθασαν στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στα τέλη του 2021. Ανέφεραν ότι ένα συγκεκριμένο link οδηγούσε σε μια ηλεκτρονική υπηρεσία αποθήκευσης και διαμοιρασμού αρχείων, όπου είχαν συγκεντρωθεί φωτογραφίες και ερασιτεχνικά βίντεο από ερωτικές στιγμές δεκάδων γυναικών. Δεν χρειαζόταν κωδικοποίηση για να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση σε αυτή την ψηφιακή κλειδαρότρυπα. Αρκούσε να πατήσει τον υπερσύνδεσμο.
Αρχικά εμφανιζόταν ένας φάκελος με την ονομασία «Πάτρα». Περιείχε 141 υποφακέλους, οι οποίοι αντιστοιχούσαν σε ισάριθμες γυναίκες. Σε αυτούς είχαν αποθηκευτεί 1.500 αρχεία. Τα πρώτα στοιχεία παρέπεμπαν σε υπόθεση εκδικητικής πορνογραφίας. Ποιος ή ποιοι είχαν αναλάβει να αντλήσουν ή να συλλέξουν όλο αυτό το υλικό και να το κατηγοριοποιήσουν με τόση επιμέλεια; Για να ξετυλίξουν το νήμα οι αστυνομικοί έπρεπε σε πρώτη φάση να ταυτοποιήσουν τα θύματα.
Σε κάθε έναν από τους 141 υποφακέλους φέρεται να είχε δοθεί ως ονομασία το όνομα προφίλ που χρησιμοποιούσε κάθε θύμα σε λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Instagram. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο, από τα στοιχεία που έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά στην «Κ», γιατί επιλέχθηκε αυτή η τακτική. Ίσως ο σκοπός ήταν όποιος αποκτούσε πρόσβαση στο υλικό να αναζητούσε άμεσα στο Διαδίκτυο κάποια από αυτές τις γυναίκες, ενδεχομένως για να τη διαπομπεύσει, να την εκβιάσει ή να ικανοποιήσει ηδονοβλεπτικά ένστικτα.
Οι πρώτες ταυτοποιήσεις
Κάποιες από αυτές τις ονομασίες αντιστοιχούσαν σε ψευδώνυμα, ορισμένες όμως ήταν πραγματικά ονόματα. Οι πρώτες ταυτοποιήσεις γυναικών έδειξαν ότι όντως βρίσκονται στην Αχαΐα. Από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στάλθηκε η υπόθεση στην Πάτρα ώστε λόγω εντοπιότητας και όγκου των εμπλεκόμενων προσώπων να συνεχιστεί η έρευνα από αστυνομικούς εκεί και να αναζητηθούν και άλλα θύματα.
Τα βίντεο και οι φωτογραφίες φέρονται να είχαν ανέβει στην υπηρεσία αποθήκευσης αρχείων που παρέχει η Mega, εταιρεία με έδρα στη Νέα Ζηλανδία. Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, ζητήθηκε η συνδρομή της εταιρείας ώστε να βρεθούν ηλεκτρονικά ίχνη όσων σχετίζονταν με την ανάρτηση του υλικού και να απενεργοποιηθεί έπειτα το επίμαχο link. Αυτά τα στοιχεία φέρονται να οδήγησαν στην ταυτοποίηση τεσσάρων ατόμων στην Αθήνα. Από τις εισαγγελικές αρχές σε πρώτη φάση τους ζητήθηκε να δώσουν ανωμοτί εξηγήσεις, καθώς δεν τους είχε απαγγελθεί ακόμη κάποια κατηγορία.
Δεν έχει διευκρινιστεί με ποιον τρόπο συλλέχθηκαν τα 1.500 αρχεία. Αστυνομικοί, πάντως, με γνώση παρόμοιων υποθέσεων από το πρόσφατο παρελθόν εξηγούν ότι υπάρχουν διάφορα κανάλια σε άλλες εφαρμογές, όπως το Telegram, όπου ανταλλάσσονται μεταξύ των χρηστών φωτογραφίες και βίντεο γυναικών. Δεν αποκλείεται κάποιος ή κάποιοι να αλίευσαν αυτά τα αρχεία και να τα ομαδοποίησαν στη νέα λίστα.
Αυτό το πιθανό σενάριο υποστηρίζεται και από μια μαρτυρία που είναι στη διάθεση της «Κ». Μια γυναίκα 25 ετών από την Πάτρα ενημερώθηκε πρόσφατα από γνωστούς της ότι σε αυτή τη λίστα βρισκόταν φάκελος και με τα δικά της στοιχεία. Σε αυτόν υπήρχε υλικό από προσωπικές στιγμές της, το οποίο ταξιδεύει εδώ και πολλούς μήνες στο Διαδίκτυο. Ολα ξεκίνησαν, όπως αναφέρει στην «Κ», αφού χώρισε με τον σύντροφό της. Αρχικά έμαθε ότι βίντεο που είχαν τραβήξει μαζί κυκλοφορούσαν από κινητό σε κινητό. «Οταν μου ζητούσε να βιντεοσκοπούμε τις προσωπικές μας στιγμές, δεν είχα υποψιαστεί τι θα μπορούσε να συμβεί. Του είχα ζητήσει να τα σβήσει, αλλά δεν το έκανε», αναφέρει. Επειτα από ένα μήνα εντόπισε τα βίντεο και σε τέσσερις διαφορετικές πορνογραφικές ιστοσελίδες. «Εστελνα email στις ιστοσελίδες και τα κατέβαζαν, έπειτα όμως ανέβαιναν ξανά», λέει ζητώντας να μη δημοσιοποιηθεί το όνομά της. Στην πορεία και η οικογένεια της έμαθε τι είχε συμβεί. «Επεσα σε κατάθλιψη, δεν μπορούσα να αντικρίσω κανέναν, ούτε να κυκλοφορήσω στον δρόμο. Είμαι πληγωμένη και θυμωμένη, νιώθω ότι δεν πρόκειται να δικαιωθώ», προσθέτει.
Κάποια από αυτά τα μεμονωμένα βίντεο στάλθηκαν μέχρι και στον νέο εργοδότη της, όταν την προσέλαβε το φθινόπωρο του 2021. «Οι αποστολείς ήταν γυναίκες. Σκοπός τους ήταν να αποτρέψουν την πρόσληψη της κοπέλας στην επιχείρησή μου», λέει εκείνος στην «Κ».
Ο δικηγόρος Αντώνης Ξυλουργίδης αυτή την περίοδο χειρίζεται δώδεκα υποθέσεις εκδικητικής πορνογραφίας ή πιο ορθά σεξουαλικής κακοποίησης μέσω εικόνας. Επισημαίνει τον αντίκτυπο που έχει η δημοσιοποίηση αυτού του υλικού στις ζωές των θυμάτων. «Τρομάζουν στη σκέψη ότι θα χαθεί η ανωνυμία και θα κυκλοφορήσει το όνομά τους. Ειδικά εάν η υπόθεση αφορά εμπλεκόμενο που προέρχεται από επαρχιακή πόλη, ο Γολγοθάς είναι ασταμάτητος. Υπάρχει μια αυτοενοχοποίηση, μια αμηχανία, μια ντροπή, κλείνονται στα δωμάτιά τους», λέει στην «Κ». «Μετά τη διαπόμπευση όλων αυτών των γυναικών, όπως στην πρόσφατη περίπτωση της Πάτρας, ακολουθεί ο ψηφιακός λιθοβολισμός. Εμφανίζονται οι ηθικοπλάστες και σχολιάζουν ότι “τα ήθελε και τα έπαθε”. Μπερδεύουν τη συναίνεση που μπορεί να υπήρχε για τη λήψη του υλικού με την πράξη της δημοσιοποίησης, η οποία γίνεται χωρίς τη βούληση του θύματος».
Φαύλος κύκλος
Αρκετές από αυτές τις υποθέσεις εξελίσσονται σε φαύλο κύκλο, με τα θύματα να προσπαθούν επί μακρόν να διαγράψουν οριστικά από το Διαδίκτυο βίντεο και φωτογραφίες, τα οποία εμφανίζονται αργότερα σε άλλους ιστότοπους από ίδιους ή άλλους δράστες. Σε μία από τις υποθέσεις που χειρίζεται ο κ. Ξυλουργίδης το θύμα κλήθηκε να αντιμετωπίσει την επαναλαμβανόμενη δημοσιοποίηση αντίστοιχου υλικού μέσα από πολλαπλά ψευδή προφίλ που δημιουργούνταν στο Facebook και το Instagram.
Ο κ. Ξυλουργίδης παρατηρεί ότι οι θύτες στην πλειονότητα των περιπτώσεων έχουν «ένα άρρωστο διττό σχέδιο». «Ξεκινούν από την αντίληψη ότι κατέχουν τη γυναίκα ως ιδιοκτησία και όταν εκείνη δεν ενδίδει σε έναν άτυπο εκβιασμό ή στα “θέλω” τους, τότε προχωρούν στην απειλή για γελοιοποίηση, για εξευτελισμό και εντέλει στη δολοφονία χαρακτήρα», λέει, προσθέτοντας ότι ορισμένοι δράστες στη συνέχεια αποσκοπούν και σε οικονομικά οφέλη από τη διασπορά του υλικού. «Για τα κλικ ή την απόκτηση χρηματικού ποσού, ο θύτης μετατρέπει το θύμα του σε λάφυρο. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αρκετοί αγοράζουν τέτοια βίντεο».
Πρώτα την εκβίαζε και μετά… ανακάλυψε τον ανθρωπισμό
Τον Ιούλιο του 2021 ο Αρειος Πάγος κλήθηκε να εξετάσει την αίτηση αναίρεσης που είχε υποβάλει κατηγορούμενος σε υπόθεση εκδικητικής πορνογραφίας. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς τον είχε καταδικάσει σε κάθειρξη επτά ετών, καθώς είχε κριθεί ένοχος για την «κατ’ εξακολούθηση μετάδοση αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με σκοπό να βλάψει τρίτον» και για την κατηγορία της συμμετοχής σε αυτοκτονία κατ’ εξακολούθηση. Η ιστορία της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως αποτυπώνεται στα δικαστικά έγγραφα, είναι ενδεικτική της αφόρητης ψυχολογικής πίεσης που υφίστανται τα θύματα. Θύτης και θύμα γνωρίστηκαν το 2008, όταν εκείνος ήταν 31 ετών και εκείνη 20. Η σχέση τους κράτησε έως το 2013, όταν η γυναίκα του ζήτησε να χωρίσουν. Οταν αργότερα έγινε γνωστό ότι ξεκίνησε σχέση με άλλον άντρα, εκείνος αντέδρασε. «Μη ανεχόμενος η μέχρι πρότινος πιστή και αφοσιωμένη ερωμένη του να ακολουθήσει τη δική της ανεξάρτητη από τον ίδιο ερωτική ζωή, επιδόθηκε σε έναν καταιγισμό προσβολών, ύβρεων και απειλών», αναφέρεται στη δικαστική απόφαση. Της έλεγε ότι θα δημοσιοποιούσε βίντεο με ερωτικές επαφές τους. Απειλούσε ότι θα εκτύπωνε σε φωτογραφίες σκηνές από αυτό το υλικό και θα τις αναρτούσε στη γειτονιά της ή θα τις έστελνε στην εργασία της για να τη διαπομπεύσει.
Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, σε μηνύματα που της έστελνε την προέτρεπε να αυτοκτονήσει για να αποφύγει τον εξευτελισμό. Σε ένα από αυτά τα μηνύματα έγραφε ότι θα την κάνει «διάσημη», ότι οι συγγενείς της θα διστάζουν να βγαίνουν από το σπίτι γιατί η γειτονιά «θα τους κρεμάει κουδούνια». Η γυναίκα έκανε δύο απόπειρες αυτοκτονίας μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Χωρίς τη συναίνεσή της αναρτήθηκαν τελικά σε πορνογραφικές ιστοσελίδες βίντεο μικρής χρονικής διάρκειας, τα οποία είχαν μονταριστεί ώστε να μη φαίνεται το πρόσωπο του άντρα.
Στα δικαστικά έγγραφα γίνεται λόγος για έναν άνθρωπο «χειριστικό» που δεν επέτρεψε στη γυναίκα να απεμπλακεί από τη σχέση τους και είχε «μια σχεδόν εμμονική τάση να αποδομήσει τη ζωή» του θύματός του. Ο άντρας ισχυρίστηκε ότι οι αναρτήσεις στις ιστοσελίδες δεν είχαν γίνει από τον ίδιο. Υποστήριξε ότι είχε χάσει το κινητό του και ότι είχε «χακαριστεί» ο υπολογιστής του. Οσα ανέφερε, όμως, δεν έγιναν πιστευτά, καθώς δεν υπήρξε κάποιο στοιχείο που να τα αποδεικνύει.
Μετά την καταδίκη του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προσέφυγε στον Αρειο Πάγο προβάλλοντας διάφορους λόγους αναίρεσης. Ενας από αυτούς αφορούσε και την απόρριψη από το Εφετείο του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Σύμφωνα με τη δευτεροβάθμια απόφαση, ο κατηγορούμενος προσπάθησε να οργανώσει μεθοδικά την «άμυνά του» σε περίπτωση καταδίκης του. Προέβη –ανά τακτά χρονικά διαστήματα– σε χρηματικές δωρεές προς φιλανθρωπικές οργανώσεις, ιδίως στα «Παιδικά Χωριά SOS», «φροντίζοντας να συλλέγει και τις σχετικές αποδείξεις και βεβαιώσεις για να τις χρησιμοποιήσει στο δικαστήριο». Η συμπεριφορά του, όμως, κρίθηκε από το Εφετείο υποκριτική, γιατί δεν πραγματοποιούσε αντίστοιχες κινήσεις πριν από την τέλεση των πράξεών του. Ακόμη φάνηκε ότι αδιαφόρησε και για την παθούσα. Της κατέβαλε την οφειλόμενη χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, επτά χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση των βίντεο, μόνον όταν η απόφαση ήταν τελεσίδικη. Ο Αρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Το θύμα για πολλά έτη χρειάστηκε ψυχολογική υποστήριξη.