Ιωάννα Φωτιάδη
«Να μην εμφορούμαστε από ηττοπάθεια». Αυτό σκεφτόταν φωναχτά εθελοντής δασοπυροσβέστης, που επιχειρούσε στην Πάρνηθα τις τελευταίες ημέρες.
«Ο κόσμος από την Αθήνα βλέπει τη μία πλευρά του βουνού που έχει καεί και έχει απογοητευτεί, όμως το παιχνίδι δεν έχει χαθεί γιατί το μέτωπο δεν έχει φτάσει στο ελατοδάσος, το σημαντικότερο οικολογικά τμήμα του Δρυμού είναι (ακόμα) άθικτο».
H φωτιά έχει κάψει ώριμο πευκοδάσος, που βρισκόταν στη νότια και δυτική πλευρά της Πάρνηθας, ενώ ισχυρές δυνάμεις της Πυροσβεστικής αντιμετωπίζουν ακόμη επικίνδυνες αναζωπυρώσεις.
Η πυρκαγιά, όμως, δεν είχε πλήξει το πολύτιμο ελατοδάσος, το οποίο είχε καταστραφεί σε ποσοστό 62% το 2007. Στα δεκαέξι χρόνια που μεσολάβησαν είχε προηγηθεί τιτάνια προσπάθεια από πολλούς φορείς, ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο ελατοδάσος.
«Η αναδάσωση με έλατο είναι μια εξαιρετικά σύνθετη διαδικασία», εξηγεί στην «Κ» ο κ. Γιάννης Μητσόπουλος, γενικός διευθυντής ΟΦΥΠΕΚΑ (Οργανισμός Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής).
Το έλατο χρειάζεται σκιά για να αναπτυχθεί σε αντίθεση με το πεύκο, που έχει τη δυνατότητα της φυσικής αναγέννησης. «Περίπου ένα χρόνο μετά την καταστροφική πυρκαγιά είχαμε αρχίσει να φυτεύουμε πεύκα και δρυς, για να δημιουργήσουμε ένα πρόδρομο δάσος, στο οποίο αργότερα θα μπορούσε να επιβιώσει το έλατο».
Χρειάστηκαν περί τα οκτώ χρόνια, ώστε να δέντρα του πρόδρομου δάσους να ψηλώσουν, για να δημιουργούν σκιά. «Μετά άρχισε η φύτευση των ελάτων», θυμάται ο ίδιος, «σταδιακά, συστήσαμε ένα φυτώριο εντός της Πάρνηθας, απ’ όπου τα μεταφυτεύαμε».
Οπως διευκρινίζει, «η διαδικασία, προφανώς, βρισκόταν ακόμα εν εξελίξει, τα νεαρά έλατα ήταν χαμηλά». Κάνοντας έναν απολογισμό της προσπάθειας ο κ. Μητσόπουλος αξιολογεί ότι υπήρξε «μερικώς επιτυχημένη». «Περίπου τα μισά απ’ όσα φυτεύθηκαν είχαν καλή πορεία», απαντά στο εύλογο ερώτημα.
Ανυπέρβλητες δυσκολίες
«Σε περίπτωση, ωστόσο, που τα δεδομένα αλλάξουν και κληθούμε να ενισχύσουμε το δάσος με έλατα, δεν ξέρω ποια θα πρέπει να είναι η τακτική μας», σημειώνει ο ίδιος, «δεν ξέρω, αν αξίζει τον κόπο μια νέα τέτοια προσπάθεια, δεδομένου ότι στον συγκεκριμένο τόπο το έλατο φύεται κατ’ εξαίρεση, καθώς συνήθως βρίσκεται σε άλλο υψόμετρο και μικροκλίμα».
Μια εναλλακτική για την επόμενη μέρα θα ήταν να αφεθούμε στους ρυθμούς της φυσικής αναγέννησης (σ.σ. που αφορά είδη όπως πεύκα, θερμόφιλα φυλλοβόλα και μακία βλάστηση), επειδή οι δυσκολίες με το έλατο είναι πολλές φορές ανυπέρβλητες.
Μεγάλη διαφορά
Τη μεγάλη διαφορά μεταξύ του πεύκου και του ελάτου επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» και ο κ. Νίκος Χαραλαμπίδης, γενικός διευθυντής της Greenpeace Ελλάς. «Αν δούμε φωτογραφίες από ξένους περιηγητές θα διαπιστώσουμε ότι ο Υμηττός δεν είχε καθόλου βλάστηση», περιγράφει, «ο κόσμος είχε αποψιλώσει το δάσος για να καλύψει τις τότε καθημερινές του ανάγκες (από θέρμανση έως κατασκευές) και οι τσοπάνηδες έβοσκαν εκεί τα ζώα τους, τα οποία έτρωγαν τη νέα βλάστηση».
Το πευκοδάσος, που σήμερα γνωρίζουμε, είναι αποτέλεσμα αναδασώσεων και φυσικής αναγέννησης. «Το πεύκο, αν δεν γίνουν πολύ σοβαρές αστοχίες, είναι εφικτό να αναπτυχθεί εκ νέου, ενώ το έλατο ενδέχεται να χρειαστεί πάνω από εκατό χρόνια σε συνδυασμό με ορθή διαχείριση», προσθέτει ο κ. Χαραλαμπίδης.
Από την πλευρά του ο κ. Δημήτρης Καραβέλλας, γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς, που συμμετείχε στις αναδασώσεις στην Πάρνηθα, αναρωτιέται αν έχουν νόημα τέτοια μεγαλόπνοα σχέδια, όταν απουσιάζει στοιχειωδώς η προστασία του δάσους. «Νιώθω ότι είναι μια σισύφεια προσπάθεια», λέει στην «Κ» με πικρία, «να ξεκινήσουμε ένα τέτοιο έργο και ύστερα από λίγα χρόνια να έχουμε και πάλι πυρκαγιά;».