Kathimerini.gr
Τάσος Σακελλαρόπουλος
Σήμερα είναι 21η Απριλίου. Συμπληρώνονται πενήντα επτά χρόνια από την ημέρα κατά την οποία καταργήθηκαν στην Ελλάδα, με πραξικόπημα επίορκων αξιωματικών του στρατού, η ελεύθερη βούληση, η αδέσμευτη σκέψη, οι θεσμοί και η κάθε είδους ιεραρχία. Από την ημέρα κατά την οποία εγκαταστάθηκε ένα καθεστώς της απόλυτης αυθαιρεσίας, της προσβολής συνειδήσεων, της πολιτικής καταστολής, των βασανιστηρίων, της ψυχολογικής βίας, του εγκλεισμού, των φυλακίσεων, των εξοριών. Η χώρα μπήκε σε μια σπείρα φόβου, αδράνειας, ακύρωσης του πνεύματος.
Το δικτατορικό καθεστώς μεταμφίεσε τη βαρβαρότητα και την καταπίεση με ένα μανδύα φθηνού «πολιτισμού», με μια πρόχειρη, ρηχότατη και στείρα «ελληνικότητα».
Το δικτατορικό καθεστώς μεταμφίεσε τη βαρβαρότητα και την καταπίεση με ένα μανδύα φθηνού «πολιτισμού», με μια πρόχειρη, ρηχότατη και στείρα «ελληνικότητα».
Για επτά και πλέον χρόνια, ένα δικτατορικό κράτος στόχευσε εμμονικά στην ακύρωση της ηθικής, της πνευματικής, της λόγιας εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Μιας εξέλιξης που είχε με μεγάλη δυσκολία κατακτηθεί στη μετεμφυλιακή εικοσαετία. Εφαρμόστηκε από το δικτατορικό καθεστώς κάθε μικρή ή μεγάλη, προσωπική ή κρατική βαρβαρότητα για να λοιδορηθεί η δημοκρατία, για να κηρυχθεί επικίνδυνη στους νέους και στις νέες, αταίριαστη και άχρηστη στους Ελληνες και στις Ελληνίδες, για να ταυτιστεί η δημοκρατία με τα ανατολικά καταπιεστικά καθεστώτα.
Η αιματηρή αντίσταση της νεολαίας απέναντι σε αυτά πρωταγωνίστησε. Ενήλικοι πήραν το ρίσκο και στάθηκαν αποφασιστικά απέναντι στη βαρβαρότητα και στην ιδιοτέλεια και στη χυδαιότητα. Οι δύο καταλήψεις της Νομικής, το Κίνημα του Ναυτικού, η άοπλη εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Αλέκος Παναγούλης και ο Σπύρος Μουστακλής αφύπνισαν συνειδήσεις και θαρραλέες σκέψεις.
Τη δραματική αυλαία έκλεισε η καταστροφή της Κύπρου και του εκεί ελληνισμού.
Μετά, ο δημοκρατικός πατερναλισμός του Κωνσταντίνου Καραμανλή έδωσε σχήμα στη δημοκρατία. Οι επίορκοι Ελληνες αξιωματικοί μπήκαν στη φυλακή και η Ελλάδα ξεκίνησε τραυματισμένη την προσπάθεια να καλύψει τις πολιτικές και τις ηθικές ζημιές που μας απομάκρυναν από τον ορθό λόγο, από την Ευρώπη.
Οι παραπάνω λέξεις αρκούν, πολύ συνοπτικά, να παρουσιάσουν τη δικτατορία του 1967, τις συνέπειες και την κατάληξη. Δεν αρκούν για να εξηγήσουν γιατί απομακρυνόμαστε από την αίσθηση του κακού που συνέβη το 1967, από την προδοσία της δημοκρατίας. Δεν αρκούν για να εξηγήσουν γιατί δεν γοητεύει τις νεότερες γενιές η δημοκρατία. Γιατί θεωρείται από δεδομένη έως παρωχημένη. Γιατί δεν γοητεύει η ιστορία, η ορθολογική μελέτη των συγκρούσεων;
Πέρασε ο θυμός; Πέρασε η ανάγκη τιμωρίας; Ενσωματώθηκε η δημοκρατία στο είναι μας; Αποστρέφουμε τη σκέψη από τα δυσάρεστα; Κι όμως, χωρίς την τελευταία σκέψη, οι προτεινόμενες λύσεις μένουν στη θεωρία και δεν παίρνουν μυρωδιά ούτε τις ανάγκες ούτε την ακύρωση που καλπάζει.
Η παιδεία και η δημοκρατία ούτε φέρνουν κάτι καινούργιο ούτε βοηθούν στην κοινωνική άνοδο ή στην επαγγελματική καταξίωση. Αυτός είναι ένας αφορισμός που ανεπισήμως σκεφτόμαστε ή τουλάχιστον αποδεχόμαστε με πίκρα και ανασφάλεια.
Ανασφάλεια γιατί, οι μεγαλύτεροι, γεννηθήκαμε και συγκροτηθήκαμε μέσω της παιδείας, μέσω της Ευρώπης, μέσω της Δύσης και τελικά μέσω της Ιστορίας. Αμεσα ή έμμεσα το παρελθόν υπήρξε κριτήριο οδηγιών και σεβασμού.
Οταν μάλιστα είχες και πολιτικά ενδιαφέροντα, τότε όφειλες να γνωρίζεις λίγο την ιστορία που γέννησε την εποχή που ζούσες, για να σταθείς σε πολιτικές συζητήσεις και συγκρούσεις. Για να καταλαβαίνεις τη λογοτεχνία και το σινεμά. Ακόμη και για να γελάς με αστεία που ακούς σε παρέες. Ηταν η ιστορία μια γλώσσα επικοινωνίας για τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης; Τέλειωσαν οι πολιτικές συγκρούσεις της Μεταπολίτευσης και εκείνη φεύγοντας πήρε μαζί της τα εργαλεία συνεννόησής μας;
Πικρό; Ισως. Η φύση λένε απεχθάνεται το κενό και εμείς το γεμίζουμε περικοκλάδες, να υποθέσουμε… Στη φαντασία μας συμμετείχε η ιστορία. Στην ορθή κριτική, στη συγκίνηση και στον θυμό. Ως κράτος είχαμε συντονίσει το τρέχον με την ιστορία. Ο καθένας τη γνώριζε, καλύτερα από την επίσημη ιστορία.
Ωστόσο η μνήμη, άρα και η ιστορία, δύνανται εάν οργανωθούν να αποτελέσουν μέρος της στρατηγικής της ζωής, συνειδητό μέρος του έλλογου και όχι του παρορμητικού συναισθήματος.
Οσο η ιστορία εξυπηρετούσε συγκρούσεις και ανταγωνισμούς μιας κοινωνίας ρευστής πολιτικά, δινόταν η πεποίθηση ότι η (στρατευμένη) γνώση της έκανε τη γνώμη παντοδύναμη.
Ομως, εάν σε κάτι βοηθά η ιστορία είναι ένα πεδίο ουσίας και γέφυρας με το ότι έχει ήδη γίνει. Είναι η γέφυρα του γιατί. Ενός γιατί που χτίζει, ενός γιατί που αναζητάει ίχνη ειλικρίνειας με ειλικρίνεια. Εάν η αλήθεια δεν είναι εφικτή και αποδεκτή, η αδελφή της, η ειλικρίνεια, στέκεται δίπλα στην ιστορία και στο μεγάλο τηλεσκόπιό της με το οποίο μελετά το παρελθόν. Η αποϊστορικοποίηση αυτό στερεί. Στερεί την ειλικρίνεια από τα εργαλεία μας. Δίνει η αποϊστορικοποίηση την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και των ελαφρών βημάτων. Δεν είναι η ειλικρίνεια που φορά σιδερένια παπούτσια στο παρελθόν. Είναι η ιδιοτελής χρήση του.
Σε σχολεία όπου τα γράμματα, οι αριθμοί και η ιστορία πιάνουν τόπο, για το χθες που είχαν και για το αύριο που θα έχουν. Σε αυτά τα σχολεία που η μάθηση και η παιδεία διακονείται ορθά, όχι ως αυτοσκοπός αλλά ως εφόδιο για το αύριο που είναι πάντα άγνωστο. Σε αυτά, τα υπαρκτά ευτυχώς σχολεία και στους υπαρκτούς και ειλικρινείς δασκάλους τους, η επέτειος της 21ης Απριλίου 1967 δίνει νόημα και αναζήτηση του γιατί.
Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός.