Kathimerini.gr
Δήμητρα Τριανταφύλλου
Πρωί, πρωί με πάει βόλτα. Ιούνιος 2020. Η Κυριακή Γρίβα, το πιο πρόσφατο θύμα σε μια φριχτή λίστα γυναικοκτονιών η οποία γεμίζει διαρκώς με νέα ονόματα, νιώθει πολύ ευτυχισμένη. Οι αναρτήσεις στον λογαριασμό της στο Facebook εκδηλώνουν τα έντονα συναισθήματά της, τον θαυμασμό και την αφοσίωσή της προς αυτόν που έμελλε να εξελιχθεί στον μελλοντικό δολοφόνο της. Το χαμόγελό της αδιάψευστος μάρτυρας της ευφορίας της. Τίποτα δεν προμήνυε πως ο άνδρας για τον οποίο εξέφραζε την αγάπη της τόσο γενναιόδωρα, τέσσερα χρόνια μετά θα τη σκότωνε με πισώπλατες μαχαιριές έξω από ένα αστυνομικό τμήμα.
«Συχνά, στην αρχή μιας κακοποιητικής σχέσης, οι άνδρες δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι η σύντροφός τους είναι το επίκεντρο του κόσμου τους. Πολλές φορές τις εξιδανικεύουν, δείχνουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, θαυμασμό για τη δουλειά τους ή τις σπουδές τους. Θέλουν να μάθουν πράγματα για εκείνες, τις επαινούν ακόμα και για τη γυναικεία τους φύση. Το πόσο πολύ θαυμάζουν τις γυναίκες είναι μια πολύ συχνή φράση, που λένε οι άνδρες που θα εκδηλώσουν βία».
Νιώθουν ντροπή για αυτό που τους συμβαίνει και για το ανικανοποίητο του συντρόφου τους και έτσι κλείνονται στον εαυτό τους.
Η Παναγιώτα Μπαλή, κλινική ψυχολόγος με εξειδίκευση στην ψυχιατροδικαστική και επιστημονική συνεργάτις στο Ειδικό Εξωτερικό Ιατρείο Ψυχιατροδικαστικής του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου «Αττικόν», σημειώνει πως αν και τα προφίλ των γυναικών που πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας, όπως και των δραστών, είναι αρκετά ετερογενή, υπάρχουν ορισμένα επαναλαμβανόμενα μοτίβα στη συμπεριφορά των δραστών και στη σχέση που καλλιεργούν με τις γυναίκες που θα πέσουν θύματά τους.
«Οι γυναίκες που τους γνωρίζουν, τις περισσότερες φορές δεν έχουν ξανασυναντήσει αυτή τη συμπεριφορά σε προηγούμενη σχέση τους. Δημιουργείται αυτόματα μια μαγική, ιδεαλιστική ατμόσφαιρα» εξηγεί η κ. Μπαλή.
Η ψυχολογία της γυναίκας που παγιδεύεται
Χαμηλή αυτοεκτίμηση, αδυναμία ανάληψης πρωτοβουλίας και ιστορικό κακοποίησης από την οικογένεια (είτε δηλαδή η γυναίκα έχει βιώσει κακοποίηση ως παιδί είτε έχει γίνει μάρτυρας κακοποίησης της μητέρας της από τον πατέρα της) γίνονται βίωμα που οδηγεί στην αποδοχή του ρόλου του θύματος. Τα παραπάνω είναι, σύμφωνα με την κ. Μπαλή, στοιχεία που συχνά παρουσιάζονται σε πολλές γυναίκες που «παγιδεύονται» σε μια κακοποιητική σχέση.
Το κοινωνικό ή οικονομικό υπόβαθρο δεν είναι παράγοντας που παίζει ρόλο στην κακοποίηση. Παγιδευμένες και στη συνέχεια «απονευρωμένες» για να αντιδράσουν είναι γυναίκες όλων των κοινωνικών στρωμάτων και μορφωτικών επιπέδων.
«Εχει να κάνει με μια δική τους αντίληψη για τον εαυτό τους. Νιώθουν υπεύθυνες ότι δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ρόλου τους ή ότι είναι υπεύθυνες για τη συμπεριφορά που εισπράττουν. Συχνά πιστεύουν ότι θα αλλάξουν την κακοποιητική συμπεριφορά» εξηγεί η κ. Μπαλή και προσθέτει: «Νιώθουν ντροπή για αυτό που τους συμβαίνει και για το ανικανοποίητο του συντρόφου τους και έτσι κλείνονται στον εαυτό τους».
Μάλιστα, σύμφωνα με την κ. Μπαλή, γυναίκες που βιώνουν κακοποίηση και απευθύνονται σε έναν ψυχοθεραπευτή για να νιώσουν ανακούφιση και να συζητήσουν το πρόβλημά τους, «δεν αναγνωρίζουν τα σημάδια της κακοποίησής τους».
Δράστης ανασφαλής, συναισθηματικά εξαρτημένος, πατριαρχικός
Οι θύτες έχουν επίσης κάποια κοινά χαρακτηριστικά. «Είναι ένας άνδρας που χαρακτηρίζεται συνήθως από χαμηλή αυτοεκτίμηση, συχνά νιώθει ανασφάλεια και είναι συναισθηματικά εξαρτώμενος. Είναι ένας άνδρας που δεν ξέρει πώς να εξομαλύνει τις συγκρούσεις ή τα προβλήματά του χωρίς τη χρήση βίας. Εχει παρορμητική συμπεριφορά, δεν ανέχεται τη ματαίωση, όταν δεν εκπληρώνονται οι απαιτήσεις του και δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του» περιγράφει η κ. Μπαλή.
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι να οδηγείται στη χρήση βίας, την οποία και δικαιολογεί με βάση τα πατριαρχικά κοινωνικά στερεότυπα, τα οποία συνεχίζουν σε μεγάλο βαθμό να υφίστανται στην κοινωνία μας. «Μέσα από την άσκηση βίας προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο στη σχέση, να ανακτήσει δύναμη» σημειώνει η κ. Μπαλή.
Πολύ συχνά θα έχει δεχθεί και ο ίδιος βία ως παιδί. Και όπως με τα θύματα έτσι και με τους θύτες, ο ρόλος του κακοποιητή δεν έχει προτιμήσεις σε κοινωνικά στρώματα.
«Ανδρες με “ιδανικό” κοινωνικό προφίλ μπορεί να γίνουν πολύ βίαιοι αν κάτι αλλάξει στο οικοδόμημα που έχουν χτίσει, αν σταματήσουν για παράδειγμα να είναι οικονομικά ισχυροί ή επιτυχημένοι επαγγελματίες», εξηγεί η κ. Μπαλή, σημειώνοντας πως συχνά οι οικονομικοί και κοινωνικοί λόγοι ασκούν πολύ μεγάλη πίεση στους επιτυχημένους άνδρες.
Ο μηχανισμός του εγκλωβισμού
Η διαδικασία της συναισθηματικής εξάρτησης που αρχίζει πολύ γρήγορα να «χτίζει» ο δράστης με τη σύντροφό του έχει σαφή στόχο, σύμφωνα με την κ. Μπαλή.
«Ο δράστης εκμυστηρεύεται προσωπικά βιώματα ή τραυματικές εμπειρίες δημιουργώντας την αίσθηση ότι η σχέση με το θύμα είναι πολύ σημαντική για εκείνον. Αυτό που λέγαμε, ότι είναι συναισθηματικά εξαρτώμενος. Το θύμα αποκτά ρόλο σωτήρα. Είναι ένας μηχανισμός προσέγγισης μέχρι να δημιουργηθεί το συναισθηματικό δέσιμο. Μέχρι τότε, απουσιάζει κάθε υπόνοια βίας ή κακοποίησης. Και αν η γυναίκα δεν γνωρίζει τίποτα για το παρελθόν του άνδρα, ο οποίος αν είναι κακοποιητής θα είναι κακοποιητής και με όλες τις προηγούμενες συντρόφους του, τότε η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο σκιώδης».
Ακολουθεί η κοινωνική απομόνωση του θύματος, με φράσεις όπως «καλύτερα να είμαστε οι δυο μας, να φύγουμε από το άγχος των άλλων». Το ιδεαλιστικό περίβλημα εξυφαίνεται μεθοδικά.
Οσον αφορά στο ερώτημα «γιατί μια γυναίκα που έχει κακοποιηθεί παραμένει στη σχέση» η κ. Μπαλή τονίζει καταρχάς πως αυτή είναι μια λανθασμένη ερώτηση που η κοινωνία πρέπει να σταματήσει να θέτει αν θέλουμε να δούμε μια συνολική αλλαγή κουλτούρας απέναντι στη βία κατά των γυναικών και στις γυναικοκτονίες.
«Είναι μια φράση η οποία πληγώνει και σε καμία περίπτωση δεν βοηθά τα θύματα» λέει η κ. Μπαλή και εξηγεί: «Οταν υπάρχουν συμπεριφορές μεταμέλειας προκαλείται σύγχυση στη γυναίκα».
Στις περισσότερες περιπτώσεις η λεκτική, η συναισθηματική και ψυχολογική βία προοικονομεί τη σωματική. Στην πορεία έρχονται και τα περιστατικά βίας. Το θύμα μουδιάζει ολοένα και περισσότερο.
«Είναι πολύ δύσκολο να φύγει μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα βίας. Καταρχάς φοβάται τα αντίποινα. Συχνά μάλιστα η περίοδος μετά τον χωρισμό συνοδεύεται και από παρακολούθηση του θύματος και απειλές» αναφέρει η κ. Μπαλή, υπογραμμίζοντας πως σε πολλές περιπτώσεις με συνεχιζόμενη βία είναι επικίνδυνο για ένα θύμα να αποχωρήσει χωρίς κάποιο πλαίσιο, δεδομένη υποστήριξη ή ένα πλάνο.
«Αν δούμε όλες αυτές τις γυναικοκτονίες που σημειώνονται στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών συμβαίνει αφού η γυναίκα έχει τερματίσει τη σχέση και έχει απομακρυνθεί» λέει η ίδια, καταλήγοντας πως «δυστυχώς, όπως αποδεικνύεται, οι δράστες δεν έχουν τίποτα να χάσουν».