ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Γιώργος Γεραπετρίτης στην «Κ»: Περιμένω τον Φιντάν τον Νοέμβριο στην Αθήνα

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η άτυπη συνάντηση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη εντός του μηνός συνιστά θετική εξέλιξη

Kathimerini.gr

Βασίλης Νέδος

Στις αρχές Νοεμβρίου θα συζητήσει στην Αθήνα με τον ομόλογό του Χακάν Φιντάν τα επόμενα βήματα για την πιθανή προώθηση των συζητήσεων περί οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, λέει σήμερα στην «Κ» ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης. Παράλληλα, υπογραμμίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα συνέχισης των διερευνητικών επαφών, καθώς «έχει προκύψει ότι το τέλος κάθε γύρου μας έβρισκε ενίοτε σε χειρότερη θέση σε σχέση με την αρχή του». Ο κ. Γεραπετρίτης τονίζει χαρακτηριστικά ότι στη διπλωματία «μόνον η κίνηση παράγει ωφέλιμη ενέργεια».

– Μαζί με τον ομόλογό σας Χακάν Φιντάν αναλάβατε να διερευνήσετε αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Τι περιλαμβάνει η διερεύνηση αυτή, ποιος είναι ο χρονικός ορίζοντάς της και ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί;

– Βρισκόμαστε περίπου 15 μήνες μετά την απόφαση που ελήφθη από τους ηγέτες των δύο χωρών να εκκινήσει με τρόπο δομημένο ο ελληνοτουρκικός διάλογος και να μπουν οι διμερείς μας σχέσεις σε ένα διαφορετικό μονοπάτι. Βήμα βήμα έχουμε επιτύχει ένα επίπεδο επαρκούς εμπιστοσύνης, με ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας για να προλαμβάνουμε κρίσεις. Η συνεργασία στο μεταναστευτικό, στην πολιτική προστασία και στη θετική ατζέντα έχει απτά αποτελέσματα, ενώ καταγράφεται ουσιαστικός μηδενισμός των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου. Το κλίμα αυτό επιβεβαιώνει τη βούλησή μας να συμβάλουμε στην εδραίωση της ηρεμίας και ασφάλειας στη γειτονιά μας, η οποία, ας μη μας διαφεύγει, βρίσκεται εν μέσω δύο πολεμικών συγκρούσεων. Αυτή τη στιγμή οι δύο υπουργοί Εξωτερικών έχουμε λάβει εντολή να αξιολογήσουμε αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε στην ουσιαστική συζήτηση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Οι προϋποθέσεις συνδέονται με το περιεχόμενο της συζήτησης, που μπορεί να αφορά μόνο το συγκεκριμένο ζήτημα, τις γενικές αρχές που θα εφαρμοσθούν για την οριοθέτηση, ήτοι την πλήρη εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, το χρονοδιάγραμμα και τη μορφή του διαλόγου και την τυχόν παραπομπή σε διεθνή δικαιοδοσία, που θα μπορούσε να είναι το τέλος αυτής της διαδρομής στη βάση συνυποσχετικού. Θα έχω την ευκαιρία να συζητήσω τα θέματα αυτά με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας σε επίσκεψή του στην Αθήνα, πιθανόν εντός του Νοεμβρίου.

– Πρόκειται για τη συνέχεια των πάλαι ποτέ διερευνητικών επαφών; Επίσης, αν δεν έχουν καταλήξει οι δύο πλευρές στο θέμα των χωρικών υδάτων, τότε από ποια βάση θα μιλήσουμε για ΑΟΖ; Με βάση τα 6, τα 12 μίλια, κάτι ενδιάμεσο;

– Η συζήτηση δεν καταλαμβάνει το θέμα των εθνικών χωρικών υδάτων, το οποίο ως ζήτημα κυριαρχίας εκφεύγει παντάπασιν του ελληνοτουρκικού διαλόγου, η δε επέκτασή τους αποτελεί κυριαρχικό και αναφαίρετο δικαίωμα της ελληνικής πολιτείας με τον τρόπο και κατά τον χρόνο που θα κριθεί κατάλληλος. Εφόσον υπάρξει σύμπτωση σε σχέση με το πλαίσιο της οριοθέτησης, οι δύο ηγέτες θα δώσουν, εάν το κρίνουν, ειδική εντολή κατά τη διάρκεια του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, που προγραμματίζεται για τον Ιανουάριο στην Αγκυρα, για να αρχίσουν οι ουσιαστικές συζητήσεις. Εάν δεν υπάρξει συμφωνία των μερών για το πλαίσιο, η συζήτηση για την οριοθέτηση δεν θα προχωρήσει και θα προσπαθήσουμε να συντηρήσουμε το σχετικά καλό κλίμα. Σε σχέση με τις διερευνητικές επαφές, θα σας το πω απλά. Δεν σκοπεύουμε να πάμε στον 65ο γύρο. Επί 21 χρόνια και έπειτα από 64 γύρους διερευνητικών επαφών δεν μπορέσαμε να φθάσουμε σε ένα επίπεδο συζήτησης με την Τουρκία, όχι για την ουσία, αλλά ούτε καν για τη διαδικασία. Και αυτό που, δυστυχώς, έχει προκύψει είναι ότι το τέλος κάθε γύρου μάς έβρισκε ενίοτε σε χειρότερη θέση σε σχέση με την αρχή του. Εχει αποδειχθεί πλέον ιστορικά ότι στα σύνθετα θέματα εξωτερικής πολιτικής η αδράνεια είναι συνήθως επιζήμια. Μόνον η κίνηση παράγει ωφέλιμη ενέργεια.

– Τι βάζει στο τραπέζι η Αγκυρα; Είδαμε τους προηγούμενους μήνες ότι η Τουρκία, παρά τα ήρεμα νερά, δεν υπαναχώρησε σε σχέση με τις μαξιμαλιστικές απόψεις της, ειδικά εις ό,τι αφορά το τουρκολιβυκό, που μάλιστα υπερασπίστηκε και στην πράξη τον περασμένο Ιούλιο.

– Δεν περιμέναμε ότι η Τουρκία από τη μια μέρα στην άλλη θα αποστεί από τις βασικές υποκείμενες θέσεις και διεκδικήσεις της, που έχουν αναπτυχθεί εδώ και δεκαετίες. Θα ήμασταν ιδιαιτέρως αφελείς να το πιστεύουμε – και σας διαβεβαιώ ότι απέχουμε πολύ από αυτό. Εξάλλου και η Διακήρυξη των Αθηνών περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας, που υπεγράφη από τους δύο ηγέτες τον Δεκέμβριο του 2023, ρητώς αναφέρει ότι τα μέρη δεν παραιτούνται από τις βασικές νομικές τους θέσεις. Η διαφορά είναι ότι οι ελληνικές θέσεις ερείδονται απολύτως στο διεθνές δίκαιο, ιδίως δε στο δίκαιο της θάλασσας, και για τον λόγο αυτό εμμένουμε στην πιστή εφαρμογή του. Η Ελλάδα ουδέποτε αναγνώρισε ούτε πρόκειται να αναγνωρίσει τις τουρκικές αξιώσεις, όπως αυτές που εκπηγάζουν από το παράνομο και ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο.

– Υπάρχει πραγματική πιθανότητα επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης; Εχουν ζητηθεί ανταλλάγματα;

– Η Ελλάδα δεν ασκεί συναλλακτική εξωτερική πολιτική, αλλά πολιτική αρχών και αξιών. Για τον λόγο αυτό, στο πλαίσιο της άσκησης της κυριαρχίας μας και με σεβασμό στο κράτος δικαίου, μεριμνούμε για την ακώλυτη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας όλων των θρησκειών και την αποκατάσταση όλων των μνημείων ιδιαίτερης πολιτιστικής αξίας, όπως τα οθωμανικά μνημεία. Η επανέναρξη της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης δεν είναι διμερές ζήτημα, αλλά ζήτημα οικουμενικής απαίτησης, σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας. Εφόσον πραγματοποιηθεί, θα είναι μια κίνηση ουσίας και υψηλού συμβολισμού, την οποία και θα καλωσορίσουμε.

– Υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα πολιτική ατμόσφαιρα που να επιτρέπει συζήτηση για συμβιβασμούς στα ελληνοτουρκικά;

– Στην υποστήριξη των θέσεών μας δεν χρειάζεται συμβιβασμός, διότι ερείδονται στο διεθνές δίκαιο. Βεβαίως, στην πολιτική, ιδιαιτέρως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο δρόμος της εύκολης ρητορείας που επιδιώκει το εύπεπτο και ευήκοο και ο δρόμος της ειλικρίνειας που σέβεται την αλήθεια και κατατείνει στο ωφέλιμο. Η επιλογή της κυβέρνησης, όπως και όλου του πολιτικού συστήματος ελπίζω, είναι η δεύτερη. Διότι εθνικό είναι το αληθές. Εχουμε τη γνώση, την αυτοπεποίθηση και τη φρόνηση να συζητούμε με την Τουρκία. Εχουμε, όμως, και ένα πολύ ισχυρό διεθνές κεφάλαιο, το οποίο έχουμε κατακτήσει με τη συνέπειά μας και την αδιαπραγμάτευτη θέση μας υπέρ της καθολικής εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Για τον λόγο αυτό η εποχή προσφέρεται για την Ελλάδα να παρίσταται ενεργητικά διεθνώς και να συζητεί για τα δύσκολα διμερώς. Και αισθάνομαι ότι σε αυτή τη διάθεση βρίσκεται και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Που αντιλαμβάνεται την αξία της μακρόχρονης ειρήνης και της σταθερότητας, όταν μάλιστα η περιοχή μας και ο κόσμος ολόκληρος ταλανίζεται από πολέμους και ασύμμετρες κρίσεις. Η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει ότι είναι για τα δύσκολα.

– Τι θα γίνει με τα θαλάσσια πάρκα και την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου και Ελλάδας (GSI);

– Τα θαλάσσια πάρκα θα προχωρήσουν βάσει αρχικού σχεδιασμού τους. Θα υλοποιηθούν, όχι με γεωπολιτικά, αλλά με καθαρά περιβαλλοντικά κριτήρια. Και για τον λόγο αυτό εξελίσσεται σταδιακά η τεχνική μελέτη για τον καθορισμό των ορίων τους. Το πρόγραμμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου είναι ένα έργο αμοιβαίου ενδιαφέροντος για την Ε.Ε., η οποία το συγχρηματοδοτεί. Το έργο αυτό είναι μεγάλης ενεργειακής σημασίας για την Κύπρο, διότι αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ενεργειακής της απομόνωσης, αλλά και ευρύτερα γεωπολιτικής σημασίας. Αυτό που έπρεπε να εξασφαλιστεί ήταν η οικονομική βιωσιμότητα του έργου. Από τη στιγμή που οι αρμόδιες πολιτικές ηγεσίες συμφώνησαν επί των ουσιαστικών οικονομικών πτυχών του και οι Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας Ελλάδας και Κύπρου διευθέτησαν τα τελευταία ζητήματα, το έργο προχωρεί κανονικά. Η Ελλάδα δεν υπαναχωρεί σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό της.

– Υπάρχει περιθώριο αισιοδοξίας για το Κυπριακό στην παρούσα φάση;

– Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η άτυπη συνάντηση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ με τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη εντός του μηνός συνιστά θετική εξέλιξη. Καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια, σε σύμπνοια με τη Λευκωσία, ώστε να καταστήσουμε το Κυπριακό μείζονα προτεραιότητα του ΟΗΕ. Το γεγονός ότι υπάρχει βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δημιουργεί, ομολογουμένως, καλύτερες συνθήκες για την επανεκκίνηση των συζητήσεων. Μόνο μέσα από τον παραγωγικό διάλογο μπορεί να υπάρξει βιώσιμη λύση, βεβαίως στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ποτέ καμία συζήτηση δεν τελείωσε πριν ξεκινήσει.

– Η Αλβανία έλαβε πρόσκληση για τα επόμενα ενταξιακά βήματα προς την Ε.Ε. Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των σχέσεων με τα Τίρανα;

– Είμαστε γειτονικές χώρες και είναι προς το συμφέρον των πολιτών μας να εργαζόμαστε για τη βελτίωση των σχέσεών μας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η έναρξη των διαπραγματεύσεων επί της πρώτης δέσμης ενταξιακών κεφαλαίων που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Η Ελλάδα θα παρακολουθήσει την αξιολόγηση, ιδίως κατά το μέρος της πιστής τήρησης του κοινοτικού κεκτημένου και του σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, που αποτελούν πυλώνα του κράτους δικαίου. Μία πιο ευρωπαϊκή Αλβανία θα είναι καλύτερος γείτονας για την Ελλάδα.

– Αντιθέτως, η πορεία της Βόρειας Μακεδονίας προς την Ε.Ε. έχει διακοπεί, για λόγους που δεν συνδέονται με τη συμφωνία των Πρεσπών. Σας ανησυχεί ότι η σημερινή κυβέρνηση στα Σκόπια, η οποία προωθεί συμφέροντα τρίτων χωρών στην περιοχή, θα μπορούσε να δυναμιτίσει περαιτέρω την κατάσταση;

– Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και το βαρύ ιστορικό φορτίο της περιοχής, θεωρούμε μονόδρομο τη στήριξη του ευρωπαϊκού οράματος όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Εξάλλου, η Ελλάδα ήταν επισπεύδουσα χώρα με την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης το 2003. Αυτονοήτως, απαραίτητη προϋπόθεση για την πορεία αυτή είναι ο σεβασμός από κάθε υποψήφια χώρα του συνόλου του διεθνούς δικαίου και, ειδικά για τη Βόρεια Μακεδονία, η πλήρης και καλή τη πίστει τήρηση των διεθνών συμφωνιών, κατεξοχήν της Συμφωνίας των Πρεσπών. Επιλεκτική εφαρμογή των διεθνών συνθηκών κλονίζει την περιφερειακή και διεθνή αρχιτεκτονική ασφαλείας και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Ε.Ε.

– Πώς κρίνετε την κατάσταση στη Μέση Ανατολή; Ενόψει της θητείας της χώρας μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας, θεωρείτε ότι οι δύσκολες ισορροπίες που θα πρέπει να κρατήσει η Ελλάδα τη διετία 2025-2026 θα μπορούσαν να τραυματίσουν στρατηγικές σχέσεις όπως αυτή με το Ισραήλ;

– Η απολύτως καταδικαστέα επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ και η διάχυση των εχθροπραξιών στη Μέση Ανατολή μάς προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Είναι αναγκαίο να αποφευχθεί περαιτέρω κλιμάκωση που θα οδηγούσε σε γενικευμένη σύρραξη. Η χώρα μας, ασκώντας εξωτερική πολιτική που βασίζεται σε αρχές και, ιδίως, στην πιστή εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, συνομιλεί με όλες τις πλευρές και αποτελεί πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Είναι απαραίτητο να εξαντλήσουμε κάθε διπλωματικό περιθώριο προς την κατεύθυνση της άμεσης επίτευξης ειρήνης. Και τούτο θα επιδιώξουμε και μέσω της συμμετοχής μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τη διετία 2025-2026. Μεγάλη πρόκληση, αλλά και μεγάλη ευθύνη. Χωρίς συμβιβασμούς, αλλά με γνώση και αυτοπεποίθηση, ισχυροποιούμε τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση