ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Επέλεξαν το «αλλιώς» και όχι το «έτσι»

Η ευθύνη διατήρησης της μνήμης των άγνωστων στρατιωτών για τους οποίους βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Kathimerini.gr

Κωνσταντίνα Δ. Καρακώστα

Στην εξαιρετική εισαγωγή του έργου του Φρανσουά Ραμπελαί «Γαργαντούας – Πανταγκρυέλ» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023) ο Φίλιππος Δρακονταειδής σημειώνει: «Από εκείνο το τσουκάλι (ενν. μεταφορικά της Ιστορίας) ο Ραμπελαί επιλέγει το αλλιώς και όχι το έτσι». Η τελευταία παράγραφος του ιταλικού τελεσιγράφου που επιδόθηκε στον Ιωάννη Μεταξά την 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν εξαιρετικά σαφής και για το «έτσι» και για το «αλλιώς» του νοήματός της. «Η ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την ελληνικήν κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς Αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αυτή δυνηθή να πραγματοποιηθεί κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήση αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθεί διά των όπλων και η ελληνική κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας, αι οποίαι ήθελον προκύψη εκ τούτου».

«Αυτός ο τόπος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και ν’ αποθνήσκη». Γεώργιος Βλάχος, Ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας «Η Καθημερινή»

Τα όσα ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες και οδήγησαν στο Eπος του ’40 δεν τα είχαν προβλέψει ούτε οι πιο αισιόδοξοι. «…Την εποχή εκείνη κανείς, μήτε κι οι πιο τρελοί, δεν περίμενε το θαυματουργό ξέσπασμα της ψυχής του λαού και τις νίκες στην Αλβανία», έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης στο Χειρόγραφό του. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της εθνικής ενότητας και ομοψυχίας στο κάλεσμα της πατρίδας. Hταν ο αγώνας και η θυσία που «Πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί». Και πλάι στις σελίδες της λαμπρής εποποιίας οι πολεμικές αφηγήσεις που καταγράφουν ως ηθικό χρέος τη διατήρηση της μνήμης των νεκρών στρατιωτών. Η ευθύνη ενάντια στη λήθη. Στις τελευταίες σελίδες του πολεμικού του ημερολογίου με τίτλο Υπέρ βωμών και εστιών. Πολεμικό ημερολόγιο 235 ημερών στη γραμμή του πυρός, ο Νίκος Παπαβασιλείου γράφει:

«[…] αυτός είναι δυστυχώς ο φυσικός νόμος κι αυτή η μοίρα των νεκρών! […] Η μορφή σας στη μνήμη μας θα σβήση λίγο-λίγο κι ύστερα από κάμποσα χρόνια θα γίνετε άγνωστοι στρατιώτες. […] Εμείς που γλυτώσαμε και ξαναγυρίσαμε στα σπίτια μας, θα ξαναφτιάσουμε τη ζωή μας, θα ξαναχτίσωμε τα χαλάσματα, θα χαρούμε και θα γελάσουν τα χείλη μας, όσο κι αν είμαστε φτωχοί ή και σκλαβωμένοι ακόμα. Μα εσείς δεν θα ξανάρθετε ποτέ! Το δικό σας μαρτύριο, καημένα παιδιά, δεν θα ’χη τέλος! […] Φύγατε απ’ τη ζωή χωρίς να προλάβετε να τη χαρήτε. Φύγατε σαν έρημοι και ξένοι, σαν να μην είχατε εδώ δικούς σας, που σας αγαπούσαν και περίμεναν το γυρισμό σας. […] Φύγατε χωρίς να βρεθούν στο πλάι σας, τη στερνή σας ώρα, η μάννα, η αδερφή ή η καλή σας, χωρίς να σας μοιρολογήσουν και χωρίς να σας αλλάξουν με τα καλά σας για το μεγάλο σας ταξίδι. […] Δεν χτύπησε για σας λυπητερά η καμπάνα του χωριού σας, δεν κηδευτήκατε σε φέρετρο με λουλούδια, καθώς συνηθίζεται για όσους πεθαίνουν στα χέρια των δικών τους, δεν διαβαστήκατε στην εκκλησιά, δεν αξιωθήκατε τον “τελευταίον ασπασμόν” των συγγενών και φίλων σας και δεν τιμηθήκατε με τη συντροφιά τους στην τελευταία σας κατοικία, δεν χύθηκαν δάκρυα πάνω στο μνήμα σας, δεν ανάφτηκαν κεριά…».

Αυτά ήταν τα βιώματα των ανθρώπων που έγραψαν Ιστορία στο μέτωπο και πέτυχαν να επιβληθούν έναντι των ισχυρών ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Τη γενναιότητα αυτών των ανθρώπων είχε στο μυαλό του ο Γεώργιος Βλάχος, ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας «Η Καθημερινή», όταν στις 8 Μαρτίου 1941 έγραφε στην Ανοιχτή Επιστολή προς την Α.Ε. τον κ. Α. Χίτλερ, Αρχικαγκελλάριον του Γερμανικού Κράτους: «Ο ολίγος ή πολύς Στρατός των Ελλήνων που είναι ελεύθερος, όπως εστάθη εις την Ηπειρον, θα σταθή, αν κληθή, εις την Θράκην. Και τι να κάμη;… Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθή. Και εκεί. Και θ’ αποθάνη. Και εκεί. Και θ’ αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβε από την Ολυμπίαν το φως, διά να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν, την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και ν’ αποθνήσκη».

Στη μνήμη αυτών είναι αφιερωμένο το παρόν άρθρο. Γιατί επέλεξαν το αλλιώς και όχι το έτσι.

*H κ. Κωνσταντίνα Δ. Καρακώστα είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση