Kathimerini.gr
Με τις λιγότερες πιθανές αναταράξεις επιθυμεί να φτάσει η Αθήνα έως το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας και Τουρκίας υπό τους δύο ηγέτες Κυριάκο Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθεί περί τα τέλη Ιανουαρίου 2025.
Με βάση τις έως τώρα τοποθετήσεις, οι δύο ηγέτες θα καθορίσουν τότε αν είναι δυνατή η διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και υφαλοκρηπίδας ή η παραπομπή τους στη διεθνή δικαιοδοσία.
Οπως είναι γνωστό, οι δύο υπουργοί Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης και Χακάν Φιντάν, οι οποίοι πρόκειται να συναντηθούν στις 8 Νοεμβρίου στην Αθήνα, έχουν αναλάβει την πολιτική διεύθυνση των συζητήσεων και, κυρίως, να διερευνήσουν τις δυνατότητες που υπάρχουν. Θα είναι η 15η συνάντηση σε 17 μήνες των κ. Γεραπετρίτη και Φιντάν (περιλαμβανομένων εκείνων που έγιναν στο πλευρό των δύο ηγετών) και είναι ενδιαφέρον ότι οι περισσότερες από αυτές γίνονται δίχως την παρουσία τρίτων.
Εργο για δύο
Το μοντέλο αυτό των συνομιλιών ανταποκρίνεται στις οδηγίες που έχουν δώσει οι δύο ηγέτες στους υπουργούς και έχει στόχο τον εγκιβωτισμό των συνομιλιών σε απόλυτα ελεγχόμενη ροή. Σε γενικές γραμμές αυτή η επιλογή πολιτικής διαχείρισης των ελληνοτουρκικών συνομιλιών γίνεται αντιληπτή από τους εμπειρότερους διπλωματικούς παρατηρητές ως ένδειξη σοβαρής δέσμευσης για αποτελέσματα και από τις δύο πλευρές.
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ωστόσο, η Τουρκία σε πολλές διαφορετικές περιπτώσεις είτε ανοιχτά (μέσω του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και του ίδιου του κ. Ερντογάν) είτε μέσω διαρροών στον Τύπο, ουσιαστικά απορρίπτει τη θέση της Αθήνας περί διαπραγμάτευσης για τη διαφορά ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Και αντιτείνει ότι η διαπραγμάτευση για αυτά τα θέματα αφήνει «εκκρεμότητες», όπως είναι η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, η «ακαθόριστη» κυριαρχία κάποιων νησίδων, το εύρος του FIR, του εθνικού εναέριου χώρου και των εθνικών χωρικών υδάτων (αιγιαλίτιδα ζώνη).
Δεν αποκλείεται μετά τη συνάντηση των ΥΠΕΞ στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου να επαναληφθεί μια συνάντηση στο επίπεδο του πολιτικού διαλόγου ανάμεσα σε αντιπροσωπείες, με επικεφαλής υφυπουργούς Εξωτερικών.
Είναι πασιφανές ότι από οποιαδήποτε άποψη, πολιτική ή διπλωματική, δεν υφίσταται καμία περίπτωση η Ελλάδα να συζητήσει οτιδήποτε αγγίζει την εθνική κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα. Είναι, ωστόσο, απολύτως σαφές ότι οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας είναι πρακτικά αδύνατον να υπάρξει δίχως προηγουμένως να έχει με κάποιον τρόπο συμφωνηθεί ποιο θα είναι το εύρος των χωρικών υδάτων. Η κυβέρνηση, βεβαίως, αρνείται ότι υπάρχει τέτοια συζήτηση, παραπέμποντας στην πάγια θέση περί εθνικού δικαιώματος επέκτασης από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια σε στιγμή επιλογής της. Εκτός αν στις συζητήσεις βρίσκεται και το θέμα της απόφασης για καθορισμό των χωρικών υδάτων από τη διεθνή δικαιοδοσία, που θα αναλάβει να γνωμοδοτήσει και για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Ολες αυτές οι υποθέσεις μένει, βέβαια, να δοκιμαστούν και στην πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση και οι δύο πλευρές, Αθήνα και Αγκυρα, έχουν συμφωνήσει ότι οι διερευνητικές επαφές εξάντλησαν τον σκοπό τους και δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε άλλο στον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι τρεις πυλώνες του ελληνοτουρκικού διαλόγου είναι εκτός σχεδιασμού. Από τη συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν της 8ης Νοεμβρίου στην Αθήνα μέχρι και το επόμενο ΑΣΣ της Αγκυρας θα μεσολαβήσουν περίπου τρεις μήνες και καμία πλευρά δεν επιθυμεί να φανεί ότι υπάρχουν σημάδια αποπροσανατολισμού. Ως εκ τούτου σε αυτή την περίοδο δεν αποκλείεται να επαναληφθεί μια συνάντηση στο επίπεδο του πολιτικού διαλόγου ανάμεσα σε αντιπροσωπείες, με επικεφαλής υφυπουργούς Εξωτερικών (Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και Μεμέτ Κεμάλ Μποζάι). Αναλόγως, δεν εγκαταλείπεται ούτε ο δεύτερος πυλώνας, αυτός της θετικής ατζέντας. Ενώ συνεχίζονται κανονικά και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) σε επίπεδο υπουργείων Εθνικής Αμυνας. Ηδη οι ανταλλαγές επισκέψεων σε επίπεδο διοικητών αλλά και αρχηγών σχηματισμών έχουν πληθύνει και θα ακολουθήσουν κι άλλες.
Ως προς το συμμαχικό επίπεδο η Αθήνα βρίσκεται, βεβαίως, σε επικοινωνία με τους βασικούς εταίρους, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, που όμως αυτή την περίοδο ταλανίζονται από δικά τους εσωτερικά προβλήματα και εκκρεμότητες.
Η νατοϊκή εμπλοκή
Δεν λείπουν, πάντως, οι παρεξηγήσεις, οι οποίες μάλιστα καταγράφηκαν και σε συμμαχικό επίπεδο. Οπως η πρόσφατη απόφαση της Τουρκίας να μη συμμετάσχει τελικά στην υψηλού κύρους νατοϊκή αεροπορική άσκηση «Ramstein Flag» με έδρα την αεροπορική βάση της Ανδραβίδας. Ο πραγματικός λόγος για τον οποίο η Αγκυρα αποφάσισε τελικά να μη στείλει τα τέσσερα αεροσκάφη της, ήταν το γεγονός ότι στον Λακωνικό Κόλπο, όπου η Ελλάδα δεν έχει επεκτείνει τα χωρικά ύδατά της στα 12 ναυτικά μίλια, όπως έχει γίνει στον Μεσσηνιακό Κόλπο, αλλά και το σύνολο των ακτών της Δυτικής Ελλάδας (δηλαδή στο γεωγραφικό πεδίο της άσκησης), το εύρος της άσκησης έφτανε τα 8,3 ναυτικά μίλια, δηλαδή 2 περισσότερα από τα 6 ν.μ. που είναι επισήμως. Ολα αυτά, ενώ είχε ξεπεραστεί το πρόβλημα της άδειας σχεδίου πτήσης (θα πετούσαν σε εναέριο χώρο του ΝΑΤΟ – «NATO Airspace») και, με την ενθάρρυνση των Αμερικανών, συζητείτο μάλιστα η συμμετοχή της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας στη μεγάλη τουρκική αεροπορική άσκηση «Anatolian Eagle» τον επόμενο χρόνο. Πρόκειται για ένα παράδειγμα που αναδεικνύει τη δυσκολία που υπάρχει να βρεθεί κοινός τόπος ακόμη και για ζητήματα για τα οποία υπάρχει ένας συμμαχικός «μπούσουλας», που σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για λόγους λειτουργικότητας του ΝΑΤΟ.
Σημειώνεται, τέλος, ότι τόσο η Αθήνα όσο και η Αγκυρα κρατούν τη συζήτηση για τα ελληνοτουρκικά σε απόσταση από τις εξελίξεις για το Κυπριακό, οι οποίες «τρέχουν» παράλληλα, αλλά σε εντελώς διαφορετικό ρυθμό και πλαίσιο.