Kathimerini.gr
Βασίλης Νέδος Μανώλης Κωστίδης
Η επιλογή του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να πει σε δημοσιογράφους ότι στη συνάντηση που είχε προ περίπου δέκα ημερών με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη έθεσε θέμα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και, στη συνέχεια, η διάψευση τέτοιας συνομιλίας από την ελληνική πλευρά, συναποτελούν ένα επεισόδιο που συνιστά έμπρακτη απόδειξη των δυσκολιών που πρέπει να ξεπεράσουν Αθήνα και Αγκυρα προκειμένου να φθάσουν στον σκοπό ο οποίος έχει, θεωρητικά, τεθεί: τη σύγκλιση, τη μείωση των εντάσεων και –ει δυνατόν– την προσφυγή στη Χάγη.
Οι ισχυρισμοί του κ. Ερντογάν καταγράφηκαν την ώρα που ο ίδιος διέτασσε να αποσταλούν στην Ελλάδα δύο αμφίβια αεροπλάνα και ένα ελικόπτερο τουρκικής κατασκευής, προκειμένου να συνδράμουν στην καταπολέμηση των πυρκαγιών, ως ένδειξη καλής θέλησης.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, πέρα από τις αντιδράσεις που εκ των πραγμάτων προκάλεσε η αποστροφή του κ. Ερντογάν περί αποστρατιωτικοποίησης, στην Αθήνα έμπειρες πηγές τόνιζαν ότι παρά τα εμπόδια που δημιουργούν τέτοιες δηλώσεις, το θέμα είναι πώς θα γίνει η διαχείριση των ζητημάτων τα οποία αφορούν την ουσία.
Συγκεκριμένα χθες, διπλωματικές πηγές σχολίαζαν τη δήλωση Ερντογάν αναφέροντας ότι «ζητήματα που ανάγονται στην κυριαρχία μας ούτε ετέθησαν στη συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών στο Βίλνιους ούτε θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο συζήτησης. Το επανέλαβε, άλλωστε, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης στη Βουλή, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση βουλευτή».
Στην Αγκυρα πάντως, υποστηρίζουν πως οι δηλώσεις του προέδρου της Τουρκίας για το περιεχόμενο της συνάντησής του με τον κ. Μητσοτάκη, όπως οι ισχυρισμοί του πως συζητήθηκε το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, είναι μια προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης και του ίδιου του κ. Ερντογάν να δείξει πως με την Ελλάδα συζητάει όλα τα ζητήματα που θέλει να θέσει η Τουρκία.
Σκόπιμη κίνηση
Επιπλέον, η κίνηση του κ. Ερντογάν δεν θεωρείται καθόλου τυχαία αλλά ούτε και αυθόρμητη. Οι δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους έγιναν στο προεδρικό αεροσκάφος στο ταξίδι της επιστροφής του από την περιοδεία του στις χώρες του Κόλπου και το ψευδοκράτος. Συνήθως, όπως συνέβη και τώρα η Διεύθυνση Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας στέλνει ένα ολοκληρωμένο κείμενο σε όλα τα τουρκικά ΜΜΕ με την απομαγνητοφώνηση όσων ειπώθηκαν. Εμπειροι αναλυτές τονίζουν πως όταν υπάρχει κάποιο σημείο της συνομιλίας που η προεδρία κρίνει πως δεν πρέπει να δημοσιευτεί, είτε διορθώνεται είτε αφαιρείται.
Πάντως, πέρα από τις δηλώσεις Ερντογάν για την αποστρατιωτικοποίηση, είχε προηγηθεί και η παρουσία του προέδρου της Τουρκίας στα Κατεχόμενα, όπου επιβεβαιώθηκε ότι η Αγκυρα επιμένει στη διχοτομική λύση των δύο κρατών. Ενώ χθες, ο υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν υποδέχθηκε στην Κωνσταντινούπολη την Ισίκ Σαδίκ, χήρα του Αχμέτ Σαδίκ, του ηγέτη των «Τούρκων» της Δυτικής Θράκης, όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στη σύντομη ενημερωτική ανάρτηση του τουρκικού ΥΠΕΞ. Και, βεβαίως, η Αγκυρα αυτή τη χρονιά δεν έδωσε άδεια για την πραγματοποίηση του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μονή της Παναγίας Σουμελά, γεγονός που, επίσης, προκάλεσε την αντίδραση της Αθήνας.
Στην Αγκυρα εκτιμάται πως με την αναφορά στο Βίλνιους η τουρκική πλευρά επιχειρεί να καταδείξει ότι μεταξύ των δύο πλευρών συζητούνται και όλα τα θέματα της δικής της ατζέντας.
Επί της ουσίας, πάντως, η ανάδειξη ζητημάτων, όπως η αποστρατιωτικοποίηση, τα οποία είθισται να συζητούνται πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες, στον δημόσιο διάλογο από τον κ. Ερντογάν, στοχεύει αφενός στο εσωτερικό ακροατήριο, αφετέρου στην υπενθύμιση ότι η Αγκυρα έχει κάποιες θέσεις σταθερές οι οποίες δεν αλλάζουν.
Αλλωστε και από την ελληνική πλευρά, τόσο στις δημόσιες τοποθετήσεις του κ. Μητσοτάκη όσο και σε εκείνες του κ. Γεραπετρίτη, έχει γίνει επανειλημμένως αναφορά για την απόφαση της Ελλάδας να μην υποχωρήσει από τις «κόκκινες γραμμές» της.
Βέβαια, όπως είναι γνωστό, η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν ταυτίζονται. Η κυριαρχία είναι απόλυτη και με αυτή είναι συνδεδεμένες έννοιες όπως η εδαφική ακεραιότητα, η απόλυτη αρμοδιότητα στις εσωτερικές υποθέσεις και μία και ενιαία παρουσία στο διεθνές περιβάλλον.
Η Ελλάδα, όπως και άλλα ευρωπαϊκά κράτη έχουν παραχωρήσει μέρος της κυριαρχίας τους σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Ε.Ε., με συνταγματικά κατοχυρωμένες διαδικασίες. Η έννοια των κυριαρχικών δικαιωμάτων συνδέεται με τη δυνατότητα ενός κυρίαρχου κράτους να ασκήσει συγκεκριμένες αρμοδιότητες, εν προκειμένω να εκμεταλλευθεί την υφαλοκρηπίδα του. Η αποστρατιωτικοποίηση αποτελεί εκ των πραγμάτων παρέμβαση στην κυριαρχία ενός κράτους, και δεν μπορεί να καθοριστεί με διεθνή συνθήκη. Εν ολίγοις, αποστρατιωτικοποίηση σε διμερές επίπεδο είναι αδύνατον να συμφωνηθεί.
«Καμία υποχώρηση»
Με την επισήμανση ότι «δεν είναι δυνατόν να υπάρχει οποιαδήποτε παραχώρηση σε σχέση με θέματα κυριαρχίας», ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτης χθες στη Βουλή αναφέρθηκε, με αφορμή σχετικές ερωτήσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης, στις πιθανές εξελίξεις στο πλαίσιο του ελληνοτουρκικού διαλόγου. «Τα ζητήματα της δήλωσης του πρωθυπουργού σχετικά με τις υποχωρήσεις δεν αφορούν θέματα κυριαρχίας.
Η κυριαρχία είναι απόλυτη, ενιαία και αναφαίρετη και ως εκ τούτου με βάση το διεθνές δίκαιο δεν επιδέχεται οποιασδήποτε παραχώρησης ή συρρίκνωσης», είπε, για να προσθέσει: «Σε μια συζήτηση, η οποία θα ανοίξει με τη γείτονα και η οποία προφανώς και δεν μπορεί να αφορά τα θέματα κυριαρχίας, υπάρχει περίπτωση να υπάρξουν και ορισμένες αποκλίσεις από την αρχική μας θέση, που δεν θα είναι επιζήμιες για τα εθνικά μας θέματα ούτε μπορεί να αφορούν θέματα κυριαρχίας».
Στο πλαίσιο αυτό ανέφερε: «Η όποια απομείωση, η όποια υποχώρηση, η σχετικότητα δηλαδή των επιχειρημάτων, έχει να κάνει μόνον με τις αρχικές θέσεις συζήτησης, έτσι ώστε να μπορέσει να υπάρξει μία αμοιβαία αποδεκτή λύση». Ο κ. Γεραπετρίτης, που σημείωσε ότι έχει ζητήσει να ενημερώσει όλα τα κόμματα, ενδεχομένως την προσεχή Παρασκευή, προκειμένου να έχουν «πλήρη γνώση για το πού βρίσκεται, έστω ακόμη και σε πρώιμο στάδιο, η συζήτηση για τα ελληνοτουρκικά», συμπλήρωσε: «Ουδέποτε, ούτε η κυβέρνηση ούτε η Βουλή θα μπορούσε να συναινέσει σε οποιαδήποτε κατάσταση, πραγματική ή νομική, η οποία θα μπορούσε να υποβαθμίσει την εθνική μας γραμμή και τα εθνικά μας συμφέροντα».